συμπτώματα καρκίνου στο εταιρικό σώμα. Η έρευνα των Financial Times στην προβληματική αγορά ελεγκτικών υπηρεσιών δείχνει πως τα ελεγκτικά πρότυπα μπορεί να είναι μέρος της ασθένειας.
Τα τελευταία σκάνδαλα - από την απάτη στην Colonial Bank στις ΗΠΑ ως την κατάρρευση της Carillion, της βρετανικής outsourcing εταιρείας – έχουν φέρει στο προσκήνιο τις ανεπάρκειες του συστήματος. Η διαρθρωτική εξάρτηση σε τέσσερις μεγάλες εταιρείες είναι ένα πρόβλημα, το οποίο θα εξετάσουμε σε άλλο άρθρο. Ένα άλλο είναι η ανικανότητα των ελεγκτών να αποτρέψουν την παραπλάνηση των επενδυτών ή να περιορίσουν τις επιθετικές, συχνά εγκληματικές, πρακτικές ανακοίνωσης αποτελεσμάτων. Είναι κάτι που καταδεικνύει ότι οι κανονισμοί δεν είναι πλέον οι καταλληλότεροι.
Οι φορείς που καθορίζουν τα ελεγκτικά πρότυπα έχουν τουλάχιστον δύο αξιέπαινους στόχους: την ευθυγράμμιση των κανονισμών σε παγκόσμιο επίπεδο και το κλείσιμο των ελεγκτικών κενών. Πριν από τριάντα χρόνια ήταν εύκολο για μια τράπεζα να χειραγωγήσει τα κέρδη της μέσα από την αποτίμηση δανείων και τη δημιουργία προβλέψεων για την κάλυψη απωλειών που είχαν μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Ορισμένοι επενδυτές ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι για τον επακόλουθο μετριασμό των κερδών και μερισμάτων μέσω του πιστωτικού κύκλου. Αλλά τα περιθώρια για ελαχιστοποίηση του φόρου, αύξηση των μπόνους ή απλώς για την συσκότιση μιας δύσκολης οικονομικής κατάστασης ήταν μεγάλα. Πράγματι, τα ανακριβή νούμερα στους ισολογισμούς των αμερικανικών τραπεζών ήταν η κύρια αιτία για τις κρίσης στα δάνεια και τις αποταμιεύσεις τη δεκαετία του 1980 και του 1990.
Μια βασική υποκείμενη αρχή της σύγχρονης λογιστικής είναι η εύλογη αξία (fair value). Η μέθοδος αυτή συνδέει τις αποτιμήσεις στοιχείων ενεργητικού με τις τρέχουσες τιμές στην αγορά με στόχο οι λογιστικές καταστάσεις μιας εταιρείας να αντανακλούν μια επικαιροποιημένη οικονομική πραγματικότητα, παρά ένα ιστορικό κόστος. Αναγνωρίστηκε ως μια θεμελιώδη βάση της λογιστικής στις ΗΠΑ στον απόηχο της κρίσης δανείων και αποταμιεύσεων, αφότου η SEC ξεπέρασε τις αρχικές της αμφιβολίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ακολούθησε και τα λογιστικά πρότυπα IFRS, τα οποία εφαρμόζονται σε λογιστικές καταστάσεις στην Ευρώπη.
Η ιδέα απορρέει από ένα σωστό κανόνα, ότι οι λογιστικές καταστάσεις πρέπει να «είναι χρήσιμες στους χρήστες». Αλλά έχει οδηγήσει σε ευμετάβλητες ή στην χειρότερη περίπτωση πλασματικές αποτιμήσεις. Οι εταιρείες μπορούν να αποτιμήσουν μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού χωρίς επαληθεύσιμη αγοραία τιμή, χρησιμοποιώντας αμφιλεγόμενους υπολογισμούς που βασίζονται σε «μοντέλα». Μπορούν να αποτιμήσουν μακροχρόνια συμβόλαια με μη αποδείξιμες προβλέψεις εσόδων σε βάθος χρόνου.
Αδίστακτα στελέχη, τα οποία αμοίβονται με βάση την επίτευξη στόχων που συνδέονται με λογιστικούς δείκτες, έχουν εκμεταλλευτεί το σύστημα. Με τον υπολογισμό της αξίας στοιχείων ενεργητικού με βάση την τιμή της αγοράς, πραγματικής ή φανταστικής, μπορούν να κατοχυρώσουν κέρδη, να διανέμουν μερίσματα, να φουσκώσουν τις τιμές των μετοχών και να μοιράσουν μπόνους. Αναλογιστείτε τα μπόνους των στελεχών των επενδυτικών τραπεζών λίγο πριν από την κρίση του 2008 που βασίστηκαν σε αξίες στοιχείων ενεργητικού που βούτηξαν μερικούς μήνες αργότερα.
Η λογιστική της εύλογης αξίας βασίζεται στη λογική. Αλλά για να έχει αποτέλεσμα στην πράξη οι ελεγκτές πρέπει να παίξουν τον κρίσιμο ρόλο του διαιτητή. Οι αποτιμήσεις της αγοραίας αξίας είναι αναγκαίες, αλλά όταν τα μοντέλα και οι υπολογισμοί χρησιμοποιούνται σαν μεταβλητές, η κρίση ενός ελεγκτή είναι καθοριστικής σημασίας για την αξιοπιστία των λογιστικών καταστάσεων μιας εταιρείας.
Αλλά οι τέσσερις μεγάλοι ελεγκτές έχουν χρησιμοποιήσει την σημαντική δυνατότητα άσκησης πίεσης που έχουν για να περιορίσουν το ρόλο τους, αντί να αποδεχτούν αυτή την ευθύνη. Με την προσέγγιση της εύλογης αξίας να έχει καθιερωθεί, έχουν τροποποιήσει τους κανονισμούς ώστε να μην υπάρχει περιθώριο κρίσης στις αποφάσεις, περιορίζοντας τον ελεγκτή σε κάτι παραπάνω από ένα διαχειριστή που βάζει τικ σε κουτάκια.
Η επιστροφή στο συνετό, αλλά εξίσου χειραγωγήσιμο, μοντέλο του ιστορικού κόστους θα ήταν μια επιπόλαιη αντίδραση. Αλλά έχει σίγουρα έρθει η στιγμή να επανεξεταστεί τα περιθώρια που έχουν δοθεί σε όσους χρησιμοποιούν μοντέλα, υπολογισμούς και προβλέψεις.
Οι επόπτες των IFRS απάντησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση και στην ξαφνική πλημμύρα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών με τη δημιουργία ενός νέου κανόνα, του IFRS 9. Αν και δυσνόητος, η βασική του αρχή είναι πως οι εταιρείες πρέπει να βάζουν στην άκρη προβλέψεις για προβληματικά χρέη έγκαιρα και με σύνεση, αντί να το κάνουν μόνο αφότου έχουν υποστεί τις ζημίες. Ο κανόνας συνδυάζει τη λογιστική της εύλογης αξίας με την πιο προσεκτική προσέγγιση των προηγούμενων προτύπων.
Η πραγματιστική αυτή προσέγγιση θα έπρεπε να επεκταθεί σε όλους τους τομείς και να συνδυαστεί με την αρχή ότι τα κέρδη πρέπει να ακολουθούν από κοντά τις ταμειακές ροές, ώστε να περιοριστεί η κατάχρηση των μοντέλων και των προβλεπόμενων κερδών. Την ίδια στιγμή, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αυξήσουν και πάλι την ευθύνη των ελεγκτών στην διερεύνηση των κρίσεων των οικονομικών διευθυντών.
Η ελεγκτική αγορά πρέπει να ανακτήσει τον αρχικό της σκοπό που είναι η διαβεβαίωση των επενδυτών και του κοινού για την αλήθεια και της ορθότητα των λογιστικών καταστάσεων. Η αναμόρφωση των κανονισμών θα είναι ένα πρώτο κρίσιμο βήμα.
Πηγή