συγκλονιζόμαστε από τον χαμό τους, να επιθυμούμε να τους κρατήσουμε στη ζωή. Υπάρχει όμως και ο αντίποδας. Ανθρωποι για τους οποίους θα ευχόμασταν να είχαν πεθάνει.
H Χ. έχει δέκα χρόνια κατάκοιτο τον πατέρα της. Η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στη δουλειά της και στη φροντίδα του. Είναι ήδη πολύ μεγάλος σε ηλικία, και η Χ. έχει χάσει τα καλύτερά της χρόνια.
Η μητέρα της Ε. έχει περάσει τα 90 και παρ’ όλα αυτά έχει περισσότερες αντοχές από εκείνη. Για τη φροντίδα της αναγκάζεται να ταξιδεύει 350 χιλιόμετρα κάθε Σαββατοκύριακο για να τη βλέπει· το βιώνει ως εγκλωβισμό.
Η Κ. μετά τριάντα χρόνια δύσκολου γάμου αποφάσισε να χωρίσει. Ο σύζυγός της νόσησε και χρειάζεται αποκλειστική φροντίδα. Εκείνη υπαναχώρησε. Τον φροντίζει, αισθάνεται τρομερά ένοχη για τα ανάμεικτα συναισθήματα που νιώθει.
Σας έχει τύχει ποτέ να ευχηθείτε τον θάνατο κάποιου; Σίγουρα δεν είναι κάτι που το ομολογούμε.
Εχουμε, άλλωστε, όλοι συνηθίσει να ευχόμαστε τη μακροημέρευση των αγαπημένων μας ανθρώπων, να συγκλονιζόμαστε από τον άκαιρο χαμό τους, να επιθυμούμε πάση θυσία να τους κρατήσουμε λίγο παραπάνω στη ζωή. Υπάρχει πάντα όμως και ο αντίποδας. Ανθρωποι για τους οποίους θα ευχόμασταν να είχαν πεθάνει. Οσο δύσκολο και καθόλου πολιτικώς ορθό και αν ακούγεται, η ανθρώπινη φύση διαθέτει και το ένστικτο της συντήρησης και της καταστροφής. Καμιά φορά το ένα προϋποθέτει το άλλο.
Το γήρας είναι από μόνο του μια δύσκολη και απαιτητική συνθήκη. Οπως και το βρεφικό στάδιο, έτσι και η προχωρημένη τρίτη ηλικία έχει απαιτητικές ανάγκες φροντίδας από τους οικείους. Ιδίως στην Ελλάδα, που δεν είναι καθόλου διαδεδομένο ούτε και «σωστό» να μπαίνουν οι ηλικιωμένοι σε οίκους ευγηρίας, η οικογένεια είναι αυτή που ως επί το πλείστον φροντίζει τον γέροντα ή και πάσχοντα, με μεγάλο ψυχικό και υλικό κόστος.
Εδώ ανακύπτουν δύο ζητήματα. Η γονεϊκότητα, αυτή η ισχυρή ταυτότητα στο ανθρώπινο είδος, θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένη αποστολή και μεγάλη ένταση στον ρόλο της τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια. Γινόμαστε γονείς, φροντίζουμε, στηρίζουμε, βρισκόμαστε σε άμεση σύνδεση με τα παιδιά μας, ψυχική και πρακτική κυρίως τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια τους. Μετά, βαθμηδόν, ο ρόλος και οι ανάγκες αλλάζουν. Πάντα ένας γονιός έχει την έγνοια και την αγάπη για τα παιδιά του, χρειάζεται όμως να αποσυρθεί για να υπάρξει ο χώρος να ανοίξουν τα παιδιά τα δικά τους φτερά, να κάνουν τα λάθη τους. Να προχωρήσουν βρίσκοντας τον δικό τους εαυτό και αν το επιθυμήσουν σε βάθος χρόνου τη δική τους οικογένεια. Επειτα από πολλά χρόνια αμοιβαίας αγάπης, από απόσταση, μπορεί να συναντηθούν ξανά οι γονείς με τα παιδιά, υπό άλλο πρίσμα πια. Τα παιδιά φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους και έχουν κατορθώσει εκείνα να γίνουν οι γονείς των γονιών τους.
Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα έχουμε κυρίως δεμένες οικογένειες. Εδώ υπάρχει συνεχώς η φαντασίωση ότι τα παιδιά είναι πάντα παιδιά. Οι γονείς όταν γίνονται γονείς δεν φροντίζουν να ανεξαρτητοποιήσουν τα παιδιά τους, γιατί δεν είναι και οι ίδιοι ανεξάρτητοι, δεν φροντίζουν να είναι συναισθηματικά και ψυχικά παρόντες όταν πρέπει, να δώσουν αξίες, στηρίγματα και περίσσια αγάπη στα παιδιά τους όταν πρέπει. Και έτσι έπειτα, όταν εκείνα ανθούν με ή χωρίς εμφανείς ελλείψεις, ο γονιός κρατάει πάντα τη θέση του. Διεκδικεί πάντα κάτι από το παιδί του, από τον χώρο του, από τον χρόνο του, από τα νιάτα του, από τα ενδιαφέροντά του, από την ερωτική του ζωή. Παρεμβαίνει στην επιλογή συντρόφων, παρεμβαίνει στην επιλογή συζύγου, και συμμετέχει καθολικά στην οικοδόμηση του νέου σπιτιού του παιδιού του. Δεν κάνει ποτέ πίσω. Είναι πανταχού παρών, με ή χωρίς τις καλύτερες των προθέσεων.
Οταν έρχεται το προχωρημένο γήρας, κανείς δεν έχει ξεχωρίσει από τη συγχώνευση. Παιδιά και γονείς έχουν ζήσει σε στενή επαφή το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους και κανείς πλέον δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς τον άλλον. Δεν έχει μεσολαβήσει ενδιάμεση σημαντικότερη σχέση από την ήδη πολύ σημαντική σχέση γονιού-παιδιού. Η σχέση με τον εαυτό. Και αυτό κάνει το τέλος ακόμα πιο οδυνηρό. Και την παράταση του τέλους. Γιατί τα παιδιά δεν έχουν γίνει αρκετά ενήλικοι, οι γονείς τους δεν μπορούν να τους φροντίσουν γιατί έχουν παλινδρομήσει σε βρεφική κατάσταση. Οι ψυχικές ανακινήσεις είναι έντονες και καθηλωτικές σε τέτοιες καταστάσεις, ιδίως σε αυτές που χρονίζουν.
Και έρχεται το δεύτερο ζήτημα, που είναι ακόμα πιο δύσκολο. Εδώ εντάσσεται και η άλλη μεγάλη σχέση της ζωής μας, η συζυγική.
Τι είδους σχέση έχουμε με τον άνθρωπο που γερνάει, με τον άνθρωπο που νοσεί χρονίως. Οι δύσκολες σχέσεις φέρνουν δύσκολους θανάτους. Βασανισμένους. Η ανελευθερία της σχέσης προσβλέπει στη λύτρωση του θανάτου. Εκεί το πάσχον υποκείμενο φέρνει πάνω του τη δικαίωση της αρρώστιας και του γήρατος, αλλά δεν φέρνει πάντοτε τη λήθη για όσα διημείφθησαν στο παρελθόν. Ο δύσκολος άνθρωπος στα καλά του αναδεικνύεται δύσκολος και στα δύσκολα· και οι οικείοι του διχάζονται και βυθίζονται μέσα στην αμφιθυμία. Από τη μία η ιερότητα της φροντίδας, από την άλλη η ανάμνηση της ζωής, που εν μέρει και εξαιτίας του δεν έγινε πηγή χαράς αλλά δυστοκίας.
Καμιά φορά ο θάνατος είναι λύτρωση. Και ίσως είναι και ένα δώρο των γονιών προς τα παιδιά. Συμβολικά, άλλωστε, για να βρει τον δρόμο του ένα παιδί, πρέπει να «σκοτώσει» τον πατέρα.
Πίνακας: «Πέρα» (Beyond), έργο της Αμπι Ραμπίνοβιτς
Πηγή