Είθισται να ρωτάμε. Και η επίσης πιο συνηθισμένη απάντηση που δίνεται τελικά είναι...
το να αγαπάς. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει μάλλον σωστό και λάθος σε τέτοιες περιπτώσεις. Πρόκειται για μια τόσο συναισθηματικής όσο και ψυχολογικής φύσεως ερώτηση, η οποία θυμίζει κατά πολύ το γνωστό «η κότα γέννησε το αβγό ή το αβγό την κότα». Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να δώσουν τη φαινομενικά πιο ανιδιοτελή απάντηση είτε το εννοούν είτε γιατί πιστεύουν πως με τον τρόπο αυτόν ξορκίζουν τα σκοτάδια μέσα τους, αποφεύγοντας να ακουστούν κυνικοί.
Μια αλήθεια είναι πως ένας άνθρωπος ο οποίος – όπως λέμε – «ξέρει» να αγαπάει πιθανότατα είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος τα έχει βρει με τον εαυτό του, αγαπά πρώτα εκείνον, κι έπειτα με βάση αυτό κι έχοντας απόθεμα θετικών συναισθημάτων, είναι ικανός να εκφραστεί, να μοιραστεί, να νιώσει, να δώσει, να πάρει, να νοιαστεί, να δεθεί.
Όλα τα παραπάνω είναι όντως δείγματα αγάπης και μόνο κάποιος αρκετά ισορροπημένος συναισθηματικά άνθρωπος μπορεί να τα βιώσει άνευ όρων. Έχοντας καλύψει τα δικά σου κενά, είναι φυσικά πιο εύκολο να δώσεις αγάπη όχι απαραιτήτως επειδή την αποζητάς, αλλά επειδή όντως αγαπάς. Και τι πιο μεγαλειώδες από αυτό;
Αν εμβαθύνουμε, ωστόσο, λίγο περισσότερο θα καταλάβουμε πως για να καταφέρει κανείς να τα βρει με τον εαυτό του ώστε να μπορεί να δώσει αγάπη – κάτι που θεωρείται κι είναι όντως πολύ σπουδαίο – θα πρέπει κι ο ίδιος να έχει δεχτεί αυτού του είδους την αγάπη από τους γύρω του με πρώτους στη λίστα αυτών τους δικούς του ανθρώπους.
Όταν κάποιος αισθάνεται εξαιτίας του περιβάλλοντός του και με βάση αυτό παραμελημένος, αδικημένος, ανάξιος, αδιάφορος, δεν μπορεί παρά να μεγαλώσει έχοντας μέσα του ένα αδυσώπητο κενό. Ένα κενό το οποίο θα ρουφάει στη δίνη του όλα όσα ο ίδιος θα μπορούσε να αισθανθεί και να δώσει μα που κανείς δεν του καλλιέργησε ποτέ μιας και το μόνο που έλαβε στη ζωή του από τα πιο καθοριστικά σε αυτήν άτομα ήταν αρνητικά κι απορριπτικά συναισθήματα.
Πώς μπορεί να δώσει ειλικρινή αγάπη εκείνος που δεν την έχει δεχτεί ποτέ λοιπόν; Δεν είναι φυσικά αδύνατο να συμβεί. Και στις σπανιότερες εκείνες περιπτώσεις που όντως συμβαίνει, πρόκειται για αξιέπαινο κι αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα πνευματικής και συναισθηματικής καλλιέργειας, η οποία επέρχεται συνήθως έπειτα από τεράστια προσωπική δουλειά. Μα είναι εν τέλει κατά κάποιον τρόπο κι ως έναν βαθμό δικαιολογημένος, όποιος νιώθοντας κενός ή ανεπανόρθωτα «ριγμένος» στέκεται ανίκανος να μοιραστεί κάποιου είδους θετικό συναίσθημα, πόσω μάλλον ανιδιοτελή αγάπη.
Όντας στο περιθώριο, υπάρχουν πολλοί δρόμοι να ακολουθήσει κανείς μα οι καλοί εξ’ αυτών είναι συγκριτικά λίγοι. Επιθετικότητα, αδιαπέραστες άμυνες, ενοχικότητα, σύνδρομο κατωτερότητας – όπως κι αν αυτό εκδηλώνεται – άρνηση να δεχτεί αγάπη έστω κι αν αυτό συμβαίνει υποσυνείδητα, τάσεις αυτοκαταστροφής κ.ο.κ είναι μερικά μόνο από τα σκοτεινά σημάδια της ψυχής κάποιου που έχει βιώσει κατά κύριο λόγο το σκληρό πρόσωπο της απόρριψης στη ζωή του.
Κάποια άλλα πιθανά χαρακτηριστικά ενός ατόμου τέτοιας ιδιοσυγκρασίας – η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος – θα μπορούσαν να είναι η διαρκής ανάγκη επιβεβαίωσης κι η προσκόλληση στον πρώτο άνθρωπο που θα δείξει – είτε ισχύει είτε όχι – να το δέχεται γι’ αυτό που θωρεί πως είναι στην πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια τάση δυνάμει θυματοποίησης.
Αυτά τα δεύτερα πιθανά χαρακτηριστικά, λοιπόν, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αυταπάτες κάποιου είδους αγάπης, όμως στην πραγματικότητα δε θα ήταν παρά απελπισμένη έκφραση αναγκών του ατόμου λόγω ακάλυπτων και πληγωμένων συναισθημάτων και κατ΄επέκταση της ανάγκης του να αγαπηθεί. Δε θα μπορούσε με σιγουριά να πει λοιπόν κανείς υπό την επήρεια μιας τέτοιας κατάστασης πως αγαπάει ειλικρινά μιας και θα ήταν έτοιμος να νιώσει «αγάπη» για οποιονδήποτε έδειχνε ικανός να καλύψει τα κενά του.
Τα κατάλοιπά μας τα πληρώνουμε τόσο εμείς όσο κι οι γύρω μας. Κάπως έτσι διαιωνίζονται και μεταλαμπαδεύονται στις επόμενες γενιές αντί της γνώσης και της συναισθηματικής – στα μέτρα του δυνατού – πληρότητας.
Με δεδομένη την «τέλεια – ατελή» μας φύση τίποτε δεν μπορεί να εκληφθεί ως απόλυτο. Κλείνοντας όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα ήταν πιο ασφαλές να μιλάμε για αγάπη με την όσο πιο αληθινή έννοια γίνεται, όταν αυτή έχει καλλιεργηθεί όσο πιο ειλικρινά γίνεται. Δυστυχώς επιδιώκεις όσα σου έχουν μάθει πως αξίζεις και κάπως έτσι κινείται ο κόσμος σε κάθε επίπεδο. Και λέω δυστυχώς, διότι λίγες είναι οι φορές που όσα μας έχουν μάθει να επιδιώκουμε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητά μας.
Τρέχα γύρευε, θα μπορούσε να πει κανείς για το τι συμβαίνει μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Ακούγεται όμως πολύ πιο λογικό – ακόμη κι αν αποστασιοποιηθούμε κι από το ίδιο το συναίσθημα για το οποίο μιλάμε – ένας γεμάτος αγάπη άνθρωπος να ξέρει πού και πώς να τη δώσει όταν το αισθανθεί πραγματικά χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς κάτω κείμενα, χωρίς τα μελανά σημεία των κενών του να μπερδεύουν και να θολώνουν το μέσα του.
Γι’ αυτό και θα τολμήσω να πω ότι αν με ρωτούσαν τι θεωρώ πιο σημαντικό, τελικά θα απαντούσα – ίσως άπληστα για πολλούς – και τα δύο.
Πηγή