Η ανάκαμψη της Ελλάδας από την βαθιά... οικονομική της ύφεση επιτέλους αναπτύσσει ταχύτητα.
Αυτή ήταν η δήλωση με την οποία ξεκινούσε η τελευταία οικονομική έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για την Ελλάδα, που χαιρέτιζε την «αξιοσημείωτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια» της χώρας τα τελευταία δυο χρόνια.
Καθώς έρχεται το τέλος της οκταετίας εξωτερικής οικονομικής βοήθειας προς τη χώρα, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης το επόμενο έτος. Η ανεργία υποχωρεί, οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται και η φτώχεια μειώνεται.
Όμως η Ελλάδα έχει μπροστά της πολύ δρόμο ακόμα για την ανάκαμψη: η πρόσφατη «επιστροφή» προσφέρει περιορισμένη μόνο παρηγοριά σε μια οικονομία που εξακολουθεί να παραμένει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδάτης.
Το ελληνικό ΑΕΠ είναι τώρα 3,7% υψηλότερο από το κατώτατο σημείο που είχε αγγίξει στα μέσα του 2015, φέρνοντάς το 25% χαμηλότερα των επιπέδων του 2007. Παρά τις προσδοκίες για ισχυρή ανάπτυξη, η οικονομική παραγωγή της Ελλάδας το 2023 προβλέπεται να είναι 17% χαμηλότερα των επιπέδων του 2007, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αντιθέτως, η οικονομία στην Ισπανία και στην Πορτογαλία –στις δυο ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν πολύ από την παγκόσμια οικονομική κρίση- έχει ανακάμψει και το β’ τρίμηνο του 2018, στην Ιταλία, το ΑΕΠ ήταν 5% χαμηλότερα της προ κρίσεως κορυφής.
Η στεγαστική αγορά της Ελλάδας, που παραδοσιακά αποτελούσε την προτιμητέα επένδυση των νοικοκυριών της χώρας, δυσκολεύεται να ανακάμψει. Οι τιμές ακινήτων, που μειώνονταν σε ετήσια βάση μέχρι την αρχή του 2018, είναι κατά μέσο όρο 42% χαμηλότερα του προ δεκαετίας επιπέδου. Προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, μάλιστα, οι τιμές εξακολουθούν να διολισθαίνουν.
Όμως η στέγαση βρίσκεται επίσης στην καρδιά της ανάκαμψης των ξένων επενδύσεων, που έχουν αυξηθεί κατά 34% από την καθίζηση του 2014. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, επιπλέον ξένες επενδύσεις 850 εκατ. ευρώ εισέρρευσαν στο Ελληνικό real estate το 2014-2016, καταγράφοντας την μεγαλύτερη απόλυτη αύξηση από όλους τους τομείς.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας συνεχίζει να εμποδίζεται από τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ όλων των δανείων στην Ελλάδα.
Μέχρι στιγμής, η ανάκαμψη δεν έχει καταφέρει να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας, στα προ κρίσεως επίπεδα. Ο ρυθμός της ανεργίας είναι γύρω στο 20%, που αντιστοιχεί σε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους.
Αν και από τον Μάρτιο του 2015 έχουν προστεθεί περισσότερες από 300.000 νέες θέσεις εργασίας, πολλές από αυτές είναι προσωρινές θέσεις ή θέσεις μερικής απασχόλησης, με τον μέσο μισθό σε πραγματικούς όρους να είναι 22% χαμηλότερος από τα επίπεδα του 2009. Στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, οι μέσοι μισθοί σε πραγματικούς όρους έχουν ανακάμψει στο 4-6% των προ κρίσεως επιπέδων.
Το 2007, οι Έλληνες βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι οι μισοί κάτοικοι των χωρών που τώρα απαρτίζουν την ΕΕ. Μετά την προσαρμογή στις διαφορές των τιμών – την επονομαζόμενη ισοτιμία αγοραστικής δύναμης- η Ελλάδα είχε παρόμοιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με αυτό της Ισπανίας, ήταν 21% καλύτερα απ’ ότι η Πορτογαλία και 71% πλουσιότερη απ’ ότι η Πολωνία. Τώρα, οι Έλληνες είναι σχεδόν 9% χειρότερα από τους Πορτογάλους και τους Πολωνούς, ενώ οι Ισπανοί είναι καλύτερα κατά σχεδόν 40%. Η Ελλάδα έχει γίνει η τέταρτη φτωχότερη χώρα της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία.
Αν και η Ελληνική ανάκαμψη είναι αργή, ωστόσο οι προβλέψεις για την οικονομία είναι αισιόδοξες.
«Η οικονομική ανάκαμψη θα συνεχίσει να διευρύνεται σταδιακά φέτος και του χρόνου, με «οδηγό» μια ισχυρότερη αγορά εργασίας και ένα βελτιούμενο κλίμα», ανέφερε σε σημείωμά της τον Αύγουστο η οικονομολόγος της FocusEconomics, Angela Bouzanis.
Αυτό μπορεί να είναι καλή είδηση για την Ελλάδα, όμως τα δεδομένα δείχνουν πως η κανονικότητα, συγκριτικά με τα προ κρίσεως επίπεδα τουλάχιστον, απέχει πολύ ακόμα.
Πηγή