tromaktiko: Οι μισθοί των CEO και η εταιρική διακυβέρνηση

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Οι μισθοί των CEO και η εταιρική διακυβέρνηση



Του John Plender
Κατά μία ατυχή σύμπτωση, η επίθεση που εξαπέλυσαν θεσμικοί επενδυτές για...
τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών στη Royal Mail την περασμένη εβδομάδα ήρθε αμέσως μετά την αποκάλυψη του πρόσφατα αναθεωρημένου κώδικα εταιρικής διακυβέρνησης στη Βρετανία.

Ήταν μία ευεργετική υπενθύμιση ότι η απονομή παχυλών αμοιβών σε στελέχη παραμένει ενδημική, παρά τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες μεταρρύθμισης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ένα μήνυμα που πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη είναι ότι τα δυσνόητα ζητήματα της εταιρικής διακυβέρνησης και του εταιρικού νόμου μπορούν να έχουν εκρηκτικές πολιτικές και οικονομικές συνέπειες, κυρίως μέσω των επιπτώσεών τους στην ανισότητα.

Η κακή διακυβέρνηση είναι ένας παράγοντας που έχει υποτιμηθεί όσον αφορά τα αίτια της λαϊκίστικης παλίρροιας που έφερε τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit και πολλά άλλα.

Βεβαίως, η σχέση μεταξύ λανθασμένης διακυβέρνησης και ανισότητας δεν είναι απλή. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ανισότητα των εισοδημάτων, όπως μετράται από τον ευρέως χρησιμοποιούμενο συντελεστή Gini, αυξήθηκε σημαντικά στη δεκαετία του 1980, όταν η κυβέρνηση Θάτσερ μείωνε δραματικά τους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος. Η ανισότητα έχει από τότε μειωθεί, αν και παραμένει αρκετά υψηλότερα από τα επίπεδα της δεκαετίας του 1970.

Από την οπτική του μεριδίου του 1%, η βρετανική πλουτοκρατική ελίτ είδε το μερίδιο εισοδήματός της να αυξάνεται, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τη δεκαετία του 2000, αλλά η τάση τότε αντιστράφηκε, λίγο μετά τη χρηματοοικονομική κρίση. Ωστόσο, η ανισότητα στον πλούτο έχει αυξηθεί σημαντικά από την αγορά ομολόγων της Τράπεζας της Αγγλίας μετά την κρίση, η οποία έδωσε ώθηση στην τιμή των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονταν, κυρίως, από τους πλουσιότερους.

Επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Charles Dumas, συγγραφέας ενός συναρπαστικού νέου βιβλίου για τα οικονομικά του λαϊκισμού, είναι η αντίληψη του κόσμου για τη σχετική τους θέση που έχει σημασία παρά η πραγματική χρηματοοικονομική απώλεια -και κυρίως οι αντιλήψεις για ανισομερή κατανομή του «πόνου» στη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08, όπου οι τραπεζίτες συνέχισαν να έχουν μπόνους, ενώ έπαιρναν χρήματα διάσωσης από τον φορολογούμενο.

Και εδώ, τα πιο πρόσφατα επεισόδια πληρωμής σε στελέχη εταιρειών όπως η Persimmon και η WPP, έχουν ενισχύσει την εντύπωση ότι μία άπληστη, ιδιοτελής πλουτοκρατία κινεί τα νήματα.

Στις ΗΠΑ, η ανισότητα είναι πιο ακραία. Ο συντελεστής Gini έχει αυξηθεί αρκετά από τα τέλη της δεκαετίας 1960 μέχρι σήμερα, με το 1% να παίρνει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες περίπου.

Η τάση έχει επιδεινωθεί από την αναδιανεμητική φορολογία από τους φτωχούς στους πλούσιους, πρώτα υπό την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, σήμερα υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Η ανισότητα του πλούτου έχει αυξηθεί σημαντικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, κυρίως λόγω των μπόνους σε μετοχές σε κορυφαία διευθυντικά στελέχη, σε μία εποχή που τα εισοδήματα των απλών ανθρώπων έχουν μείνει στάσιμα. Αυτό έχει συνοδευθεί από μία μεγάλη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ αμοιβής διευθύνοντος συμβούλου και μέσου εργαζομένου, η οποία δεν έχει σχέση με τη βελτίωση της εταιρικής επίδοσης.

Όλα αυτά, λέει η Deborah Hargreaves, ιδρύτρια του High Pay Center, κάνουν πολλούς να νιώθουν ότι το σύστημα ελέγχεται από μία άπληστη επιχειρηματική ελίτ που έχει επιβάλει την παγκοσμιοποίηση και την απελευθέρωση του εμπορίου σε έναν πληθυσμό που δεν διακρίνει κανένα όφελος. Αυτά τα συναισθήματα θέτουν σε κίνδυνο τις ίδιες τις επιχειρήσεις καθώς διαβρώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο επιχειρείν και στον ίδιο τον καπιταλισμό. 

Η λανθασμένη εταιρική διακυβέρνηση είναι υπεύθυνη για μία διαφορετική μορφή ανισότητας, μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που βλάπτει την παγκόσμια οικονομία. Η έλλειψη λογοδοσίας στους μετόχους σε μέρη της Ασίας και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία έχει οδηγήσει σε υπερβολική αποταμίευση σε σχέση με τις επιχειρηματικές επενδύσεις. 

Το μεγάλο ύψος των εισοδημάτων που «εγκλωβίζονται» στον εταιρικό τομέα δημιουργεί έλλειψη εισοδήματος στα νοικοκυριά και συνεπώς καταναλωτική δύναμη στην οικονομία. Αυτό συνέβαλε στις παγκόσμιες ανισορροπίες και στην αύξηση του χρέους στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού.

Μία παρόμοια έλλειψη λογοδοσίας πλήττει τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες στις ΗΠΑ, χάρη στις δομές ψηφοφορίας δύο βαθμίδων, που προστατεύουν τους ιδρυτές των εταιρειών από την αποτελεσματική εποπτεία.

Αυτό ενθαρρύνει μία αλαζονική κουλτούρα, η οποία βοηθάει να εξηγηθεί γιατί η Google αντιμετωπίζει πρόστιμο ύψους 4,3 δισ. ευρώ στην Ευρώπη, για αντιμονοπωλιακή πολιτική όσον αφορά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά κινητής τηλεφωνίας.

Είναι επίσης ένας λόγος για τον οποίο το Facebook άργησε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ιδιωτικού απορρήτου, όσον αφορά τα δεδομένα των χρηστών του και η Apple να αντιμετωπίσει τον εθισμό στα smartphones.

Ισως το πιο θεμελιώδες ζήτημα σε σχέση με την εταιρική διακυβέρνηση και την ευρύτερη οικονομία αφορά τις αποτυχίες της περιορισμένης ευθύνης.

Όπως υποστηρίζει ο κ. Dumas στο βιβλίο του, αυτή η βικτοριανή εφεύρεση εξασφαλίζει ότι μία εταιρεία και οι ιδιοκτήτες της έχουν μόνο περιορισμένη έκθεση σε βλαβερές συνέπειες των ενεργειών τους.

Ωστόσο, η υπονοούμενη σύμβαση πίσω από την περιορισμένη ευθύνη -οι εταιρείες πληρώνουν φόρο σε αντάλλαγμα για την περιορισμένη έκθεση- έχει υποβαθμιστεί, επειδή η παγκοσμιοποίηση έχει μετατρέψει τους εταιρικούς φόρους σε μία όλο και περισσότερο εθελοντική εισφορά. Η περιορισμένη ευθύνη επίσης συνέβαλε στην υπερβολική ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα πριν την κρίση του 2007-08.

Αυτή η ουσιαστική έλλειψη «διακυβέρνησης» πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια συγκροτημένη μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!