Η έξοδος της Ελλάδας από τα οκτώ χρόνια προγραμμάτων διάσωσης θα είναι...
αποφασιστική στιγμή στην ανάδυσή της από τα βάθη της λιτότητας. Κυβέρνηση και επιχειρήσεις όμως αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι απλά ένα ορόσημο.
Κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε: «Δεν είμαστε ακόμα στο τέλος του δρόμου. Υπάρχουν ακόμα κοντινές και μεσοπρόθεσμες προκλήσεις μπροστά μας».
Ο Αρίστος Δοξιάδης, μάνατζερ ενός fund για τεχνολογικές start ups, συνόψισε τις προκλήσεις: «Ερχόμαστε από ένα σημείο που η εγχώρια ζήτηση είναι νεκρή. Η μεγαλύτερη πρόκληση τώρα είναι να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούν να γίνουν επενδύσεις».
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούν για δυο βασικά πιθανά σενάρια για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Στο ένα, μια αξιόχρεη αλλά «στάσιμη» Ελλάδα είναι ακόμα φορτωμένη με υψηλό χρέος και ανεργία. Το άλλο, μια πιο φωτεινή εικόνα, είναι μιας αναζωογονημένης χώρας που ξεφεύγει από τα παλιά προβλήματα.
Αυτά είναι μερικά από τα σημαντικότερα θέματα για την ελληνική κυβέρνηση καθώς φεύγει από το πρόγραμμα.
Επίτευξη των στόχων
Η ολοκλήρωση της διάσωσης δεν τελειώνει τις ελληνικές δεσμεύσεις στους διεθνείς πιστωτές. Μια από τις πιο σημαντικές είναι ότι, σε αντάλλαγμα για την σημαντική ελάφρυνση χρέους του Ιουνίου, η χώρα πρέπει να διατηρήσει ετησίως πρωτογενές πλεόνασμα, μέτρηση του προϋπολογισμού που εξαιρεί τις πληρωμές για το χρέος, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, έως το 2022. Μια αποτυχία φέρει το ρίσκο κάποια από τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους να αποσυρθούν.
Επιχειρηματίες και πολιτικοί της αντιπολίτευσης παραπονιούνται ότι ο στόχος περιορίζει τα περιθώρια της χώρας για μείωση φόρων ή λήψη άλλων φιλικών προς την ανάπτυξη μέτρων. Το ΔΝΤ είναι επίσης επικριτικό για το στόχο: πιστεύει ότι η απαίτηση μπορεί για χρόνια να πλήξει την ανάπτυξη και να θέσει «σημαντικά πολιτικά και νομικά ρίσκα», στη ηγεσία της χώρας.
Οι ευρωπαίοι δανειστές, ωστόσο, βλέπουν το στόχο ως απαραίτητο για να μειωθεί το χρέος και να καθησυχαστούν οι δυνητικοί επενδυτές. Το χρέος της χώρας βρίσκονταν στο 178% του ΑΕΠ το 2017, μακράν το υψηλότερο στην ευρωζώνη, αν και προβλέπεται να υποχωρήσει σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες.
Τόνωση της οικονομίας
Τόσο η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία συμφωνούν στην ανάγκη να τονωθεί η ανάπτυξη. Εχουν μιλήσει για την ανάγκη να εξισορρόπησης του φορολογικού συστήματος, ένας κώδικας για μείωση της πίεσης στα μεσαία εισοδήματα για τα οποία το ΔΝΤ και άλλοι έχουν προειδοποιήσει ότι σηκώνουν υπερβολικό βάρος, όπως για την δυνητική μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2017 ένα μέσος παντρεμένος εργαζόμενος με δυο παιδιά θα πληρώσει πάνω από το 39% του εισοδήματός του για φόρους και εργοδοτικές εισφορές, το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των 35 χωρών-μελών του οργανισμού.
«Η υπερφορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων λειτουργεί ως αντικίνητρο για το τμήμα του πληθυσμού που είναι το πιο παραγωγικό και υψηλά εκπαιδευμένο», σημείωσε ο κος Δοξιάδης.
Ενας ελληνας αξιωματούχος δήλωσε ότι θα πρέπει να είναι σκοπός στον προϋπολογισμό μια μέτρια και «δημοσιονομικά συνετή» τόνωση. Η χώρα είναι «στην ευνοϊκή θέση γιατί μπορούμε ταυτόχρονα να πιάσουμε τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος και σταδιακά να αλλάξουμε το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής προς μια πιο φιλική με την ανάπτυξη κατεύθυνση», δήλωσε.
Επιδιόρθωση των τραπεζών
Μιλώντας στους Financial Times τον Ιούνιο, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ευθύς για την κατάσταση των τραπεζών στην χώρα: «είναι ακόμα σαν ζόμπι», είπε. «Δεν χρηματοδοτούν την οικονομία, αυτό είναι το πρόβλημα».
Οι τράπεζες ακόμα κουβαλούν την κληρονομιά της κρίσης, οι δανειολήπτες στεγαστικών δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τις δόσεις, οι επιχειρήσεις καταρρεύουν και τα κατασκευαστικά έργα υποχωρούν. Σύμφωνα με την ΤτΕ ΕΛΛ +0,69% τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στη χώρα αντιστοιχούν στο 48% του συνόλου των χορηγήσεων, πάνω από 10 φορές ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να επιταχύνει την εκκαθάριση με αλλαγές στη Δικαιοσύνη ώστε να επιταχυνθούν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων που επανακτήθηκαν. Πρόοδος γίνεται και στην συγκέντρωση υποχρεώσεων ώστε να γίνει πιο εύκολη η πώληση.
Οι τραπεζίτες όμως ακόμα εκτιμούν ότι η διαδικασία θα απαιτήσει ακόμα και μια δεκαετία. Ενας είπε: «Πιάνουμε τους υφιστάμενους στόχους στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος».
Δημιουργία φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος
Δεδομένης της κατάστασης στις τράπεζες οι επιχειρηματίες λένε ότι η χώρα απαιτείται να κάνει ότι μπορεί για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Η κυβέρνηση συμφωνεί. Ο Στέργιος Πιτσιόρλας, υφυπουργός Ανάπτυξης περιγράφει την έλλειψη ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα ως «ανοικτή πληγή». Είπε ότι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις όπως ο πιο ευέλικτος εργασιακός νόμος και η απλοποίηση της αδειοδότησης επιχειρήσεων θα βοηθήσουν να προσελκυσθούν διεθνείς εταιρείες και θεσμικοί επενδυτές.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε ότι ενώ αυτές οι μεταρρυθμίσεις έχουν νομοθετηθεί, η εφαρμογή δεν έχει ολοκληρωθεί. Ένα από τα μέτρα που αναμένονται, το κτηματολόγιο, το οποίο επανεκκίνησε από το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης το 2010 έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό μόλις 30%.
Μια ακόμα πρόκληση για να χτιστεί η επενδυτική εμπιστοσύνη είναι να ολοκληρωθούν εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις, όπως αυτή του Ελληνικού ύψους 8 δισ. ευρώ. «Το Ελληνικό είναι αρκετά μεγάλο project για να είναι καταλύτης αλλαγής της ελληνικής οικονομίας» δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η Ελλάδα είναι 67η στην λίστα της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφορικά με την ευκολία στο επιχειρείν σε διαφορετικές χώρες, μπροστά μόνο από τη Μάλτα μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.