Είναι δύσκολο έως αδύνατο να κάνεις ερωτήσεις στη Βασιλική Γκουραμάνη. Αρκεί να σταθείς...
μπροστά της και να περιμένεις να ανοίξει το σεντούκι της μνήμης και να μιλήσει.
Οι ερωτήσεις μοιάζουν με σκύλευση νεκρών, με οξύ στην πληγή, πώς να την υποχρεώσεις να γυρίσει 74 χρόνια πίσω, πώς να την ξανακάνεις 13 χρονώ, να την ξαναβάλεις μπροστά στις κάννες πολυβόλων, πώς να την ξαναστήσεις μέσα στον πυρπολημένο φούρνο του θείου της του Στέφανου ανάμεσα σε δεκάδες πτώματα;
Η Βασιλική είναι από τις τέσσερις(;) τελευταίες επιζήσασες του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, το κορίτσι που βγήκε από τον οικογενειακό φούρνο -μαζί με άλλα δυο παιδιά- μέσα στον οποίο εκτελέστηκαν και κάηκαν οι 70 από τους 146 πολίτες του Χορτιάτη που δολοφονήθηκαν «από τους ταγματαλήτες» του Φριτς Σούμπερτ και τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Ολόκληρο το χωριό πυρπολήθηκε και μετατράπηκε σε ερείπια.
Η Βασιλική Γκουραμάνη, 87 ετών σήμερα, είναι η τελευταία εμβληματική ηχώ από τις φωνές των θυμάτων εκείνης της μέρας.
«Ημουνα 13 χρόνων τότε. Ο μπαμπάς μου ήταν πρόεδρος του συνεταιρισμού και τότε δίναμε τρόφιμα και μοιράζαμε ρεβίθια, παστά ψάρια, τέτοια, μας πλήρωναν οι άνθρωποι με πληθωριστικό χρήμα, μαζευόμασταν τα παιδιά στο σπίτι και κάναμε δεσμίδες τα λεφτά, λεφτά… με το τσουβάλι που λένε, ξεφτιλισμένα ήταν, καμιά αξία δεν είχαν».
Αυτά έκαναν τα παιδιά εκείνο το πρωί μέσα στον φούρνο, αλλά όταν έφτασαν τα νέα για την επίθεση των ανταρτών εναντίον Γερμανών στο υδραγωγείο:
«... όταν μάθαμε για το επεισόδιο, η μαμά μου είπε στα άλλα παιδιά να πάνε στα σπίτια τους για να δουν τι θα κάνουν με τους γονείς, είχαμε πει να φύγουν οι άντρες, όπου είχαν γίνει επεισόδια, τους άντρες πείραζαν, γυναικόπαιδα δεν πείραζαν, δεν είχε ακουστεί δηλαδή τότε, τα νέα δεν κυκλοφορούσαν γρήγορα όπως τώρα, μπορεί να είχαν κάψει κι άλλα χωριά αλλά για γυναικόπαιδα δεν είχε ακουστεί τίποτα.
Μας πήραν και μας ξεκίνησαν αρχικά για τα νεκροταφεία, αλλά φοβήθηκαν ίσως να βγουν από το χωριό, δεν ξέρω, άλλαξαν απόφαση και μας γύρισαν πίσω στον δικό μας φούρνο.
Μας μάζεψαν εκεί, κλείσανε τις πόρτες, ρίξαν και χόρτα και μια κίτρινη σκόνη, δεν ξέρω τι ήταν, αλλά μόλις έριξαν ριπή με το πολυβόλο, άναψαν τα χόρτα…
Μέσα στον φούρνο ήμασταν 30 με 40 άτομα. Ο φούρνος ήταν δυο πατώματα, πάνω ήταν το ζυμωτήριο.
Εμείς καθίσαμε κάτω, ζαρώσαμε σε μια γωνία και από πάνω μας ήταν παράθυρο από όπου δίναμε ψωμί στον κόσμο όταν ερχόταν στον φούρνο.
Γύρω από τον φούρνο ήταν η αυλή και είχαμε περίγυρο, όταν βάλανε τη φωτιά και πήγαν να φύγουν, προλάβαμε εμείς και βγήκαμε από το παραθύρι.
Οταν είχαν βάλει τη ριπή με το πολυβόλο, η μαμά μου με είχε αγκαλιά. Μια σφαίρα την είχε βρει τη μαμά μου στο κεφάλι κι είχε αρχίσει να τρέχει αίμα, εγώ ήμουνα πλημμυρισμένη στο αίμα της, αλλά ήταν ζωντανή.
Δίπλα ήταν η αδελφή της μαμάς μου, η θεία μου, ήταν και έγκυος οκτώ μηνών. Γύρω ήταν οι σκοτωμένοι.
Βγαίνοντας εμείς έξω, μας είπε κάποιος, δεν θυμάμαι, πέστε κάτω και κάντε τους πεθαμένους. Εμείς κάναμε προς τα κάτω, προς τον μπαξέ του θείου μου, ίσως γι’ αυτό σωθήκαμε, η μάνα μου πήγε προς την πόρτα της αυλής και άκουσα δυο πυροβολισμούς, ύστερα κατάλαβα ότι την είχαν σκοτώσει με αυτούς τους πυροβολισμούς.
Υστερα πήραμε χωράφι το χωράφι να φεύγουμε, ήταν όλα σπαρμένα, φασόλια, γεννήματα, κι αυτοί ήτανε απέναντι στους μύλους με τα πολυβόλα κι έβλεπαν το χωριό που καιγόταν, θα πρέπει να μας είχαν δει κι εμάς.
Κρυφτήκαμε με τα πολλά μέσα σε ένα αμπέλι, εγώ μέσα στα αίματα, πήρα και έσπασα ένα καρπούζι να φάω γιατί διψούσαμε πολύ από τον τρόμο.
Ενα κοριτσάκι 11 χρονώ και ένα αγοράκι 8 χρονώ ήταν μαζί μου.
Η Ιρις Ζέκα (δεν ξέρω αν ζει, έφυγε στην Αθήνα και δεν την ξαναείδα μετά) και ο Πέτρος Τσαγκαλής, πέθανε.
Εντεκα μέλη της στενής μου οικογένειας σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα (σ.σ.: συνολικά 22 άτομα της ευρύτερης οικογένειας Γκουραμάνη δολοφονήθηκαν εκείνη τη μέρα).
Η μαμά μου, δυο άλλες θείες μου, η μία με πέντε παιδιά (τα δίδυμά της, μια κοπέλα 18 χρονώ, ένα 13, το άλλο 10), η άλλη με έναν, τον άντρα της τον πήραν με δυο άλλους και τους σκότωσαν και τους έκαψαν σε άλλο σπίτι, τους αναγνωρίσαμε από τα προσωπικά τους αντικείμενα, ένα τσακμάκι, έναν σουγιά κ.λπ., οι συνυφάδες της μάνας μου, ο πατέρας μου.
Κανένας άλλος δεν σώθηκε, κάηκαν μέσα στον φούρνο όλοι».
● Οι Γερμανοί σας κάψανε;..
…Κρητικοί, Κρητικοί, ένα βράδυ έδειχνε στην τηλεόραση αυτόν τον… τον Σούμπερτ, τους είδα, αυτόν και δυο-τρεις άλλους που μας έβριζαν και μας φώναζαν, είδα τις φωτογραφίες τους, τους γνώρισα, κάτι μουστακαλήδες μέχρι εκεί πάνω, κι όταν φώναζε ο ένας τον άλλο, Γερμανάκης, Καπετανάκης… όλους τους είχε βγάλει από τη φυλακή και τους είχε κάνει τάγμα αυτός ο Σούμπερτ…
● Νομίζετε ότι από καθαρή τύχη γλιτώσατε;
…Δεν ξέρω, ούτε που ήξερα τι έκανα, ούτε πού πήγαινα να γλιτώσω, σαν μεθυσμένη, ζαλάδα, δεν ξέρω… κάθε 2 Σεπτεμβρίου, κάθε 2 Σεπτεμβρίου, όλα είναι μέσα στο μυαλό, τα βλέπω όλα μέσα στο μυαλό μου, τα φέρνω όλα μπροστά μου, ενώ κάτι έχω να κάνω, τα έχω όλα μπροστά μου, μια ταινία, κάθε 2 Σεπτεμβρίου, από όταν κάνουμε το μνημόσυνο, όλη τη μέρα είναι αυτή η ταινία, καρφώθηκε στο μυαλό μου και τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, αυτόν που είδα στην τηλεόραση, το βρισίδι που μας κάνανε, η θεια μου είχε ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία χρονώ, την είχανε σκοτώσει και το παιδί ήταν όρθιο δίπλα της χαμένο και του έριχναν καουτσούκια και καίγονταν αυτό και πηδούσε από τον πόνο κι αυτοί γελούσαν, κι ύστερα πήγε το παιδί στους μπαξέδες κι έκλαιγε, το βρήκε ο θειος μου, ήρθε ύστερα ο Ερυθρός Σταυρός και δεν του έδωσε μια ενέσα να πεθάνει να ησυχάσει, το δώσανε πάλι στη γιαγιά του, δεν μπορούσε να του βάλει ρουχαλάκια, ήτανε όλο πληγές, ένα στόμα ανοιχτό είχε μόνο, για κλάμα, ούτε να φάει ούτε τίποτα, έλιωσε όπως λιώνει το κερί στην εκκλησία, έτσι έλιωσε, δεκαπέντε μέρες έζησε… και πέθανε (κλαίει).
Από εφιάλτες άλλο τίποτα. Ολη τη ζωή μου. Πολλές φορές σκέφτομαι πώς δεν έπαθα τίποτα και από την τόση λαχτάρα. Δεν είναι να πεις ότι τα ξέχασα. Αφού κάθε χρόνο έρχονται από την αρχή.
● Νομίζετε ότι έχει αποδοθεί κάποιας μορφής δικαιοσύνη;
Τίποτα. Ποια δικαιοσύνη; Τίποτα. Απολύτως. Δικαιοσύνη δεν δώσανε καμία, ούτε τίποτα είδαμε. Ποια δικαιοσύνη; Βρήκανε κάνα-δυο ταγματαλήτες, τους εκτέλεσαν…
● Τα διηγείστε στα παιδιά και τα εγγόνια σας;
Ο γιος μου τώρα είναι στη Γερμανία. Η εγγονή μου, η μικρή, μου λέει «γιαγιά, εσύ δεν τους χωνεύεις τους Γερμανούς, τώρα δεν θα χωνεύεις κι εμάς;». Τι να της πω; Εμεινα ορφανή από μικρή, πώς να τους συμπαθώ; Πήγα τώρα τελευταία στη Γερμανία, δέκα μέρες. Ενιωσα περίεργα, θες γιατί έχουμε αυτό το μίσος, του είπα και του γιου μου «τι, στη Γερμανία θα πας;», αλλά εδώ ήταν άνεργος.
● Τι θα λέγατε σε όσους έχουν τα ίδια μυαλά με αυτούς που αποκαλέσατε ταγματαλήτες;
Ναι, ακούστηκε ότι ψήφισαν πολλοί τη Χρυσή Αυγή, και στο χωριό μας τους ψήφισαν, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θέλουν, ε, δεν είναι ωραίο για εμάς που χάσαμε ανθρώπους, αυτοί δεν χάσανε ανθρώπους τους και δεν ξέρουνε τι θα πει Κατοχή…
Πράγματα που δεν τα έχεις ζήσει δεν μπορείς να τα πιστέψεις, τα ακούς και είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο, τα ίδια τα παιδιά μας δεν το καταλαβαίνουν, τα λέω στον εγγονό μου, μένει έτσι, δεν μπορεί να το πιστέψει, δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό τους, να το καταλάβουν.
Ούτε αγάπη βέβαια μπορείς να έχεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους αλλά ούτε και μίσος, δεν μπορείς να γίνεις τέτοιος, λες ο Θεός ας τους δικάσει, εμείς δεν είμαστε Θεός, μας δίκασαν, αλλά εμείς δεν μπορούμε να δικάσουμε…
Πηγή