με το όνομα Απ Μπακ. Τίποτε το εξαιρετικό δεν υπήρχε σε εκείνο το μικρό χωριό με τα ρυζοχώραφα. Δεν αποτελούσε παρά μια ασήμαντη κουκκίδα στο χάρτη, μέχρι εκείνο το πρωινό της 2ας Ιανουαρίου του 1963.
Λίγες μέρες πριν η υπηρεσία πληροφοριών του Νοτιοβιετναμικού στρατού ενημέρωσε ότι το χωριό ελεγχόταν από μικρή δύναμη ανταρτών, οι οποίοι μάλιστα είχαν εγκαταστήσει σε αυτό έναν μικρή ισχύος ραδιοφωνικό σταθμό, από όπου μετέδιδαν προπαγανδιστικές εκπομπές.
Οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τον πρόεδρο του Νοτίου Βιετνάμ Ντιέμ να επιδείξει δημόσια τις προόδους του στρατού του στους Αμερικανούς μέντορές του και σε όλον τον κόσμο.
Η νίκη προβλεπόταν γρήγορη και εύκολη. Για αυτό ο Ντιέμ σκέφθηκε να την αξιοποιήσει για λόγους προπαγάνδας. Έστειλε λοιπόν εναντίον του μικρού χωριού, το οποίο υποτίθεται φρουρούσε μια εχθρική διμοιρία, ένα ενισχυμένο με πυροβολικό, άρματα μάχης, μια ομάδα ανδρών των ειδικών δυνάμεων, ένα τμήμα 51 Αμερικανών «συμβούλων και βαρέα όπλα, σύνταγμα μηχανοκίνητου πεζικού. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και ένας αμερικανικός λόχος ελικοπτέρων.
Όλα έδειχναν ότι θα ήταν ένα λαμπρό πρωινό για τον Ντιέμ, ο οποίος φρόντισε να διαφημίσει όσο ήταν δυνατόν την επικείμενη νίκη, καλώντας να παρακολουθήσουν την επιχείρηση και πολλοί δημοσιογράφοι, των Αμερικανών περιλαμβανομένων.
Απίστευτη εξέλιξη
Ο θεός του πολέμου όμως σίγουρα δεν ήταν με το μέρος του Ντιέμ. Όλα ξεκίνησαν με λάθος δεδομένα. Το ισχνά φρουρούμενο, υποτίθεται, χωριό, κρατείτο από 400 εμπειροπόλεμους και αποφασισμένους αντάρτες. Η υπηρεσία πληροφοριών των Νοτιοβιετναμέζων είχε κάνει λάθος.
Παρόλα αυτά, ακόμα και έτσι οι Νότιοι υπερείχαν συντριπτικά των αντιπάλων τους σε αναλογία της τάξης του 6:1 σχεδόν, σε αριθμό ανδρών, για να μην μιλήσουμε για μέσα. Ωστόσο ο αιφνιδιασμός που υπέστησαν εξ αρχής έκρινε την μάχη.
Κινούμενοι προσεκτικά οι Νοτιοβιετναμέζοι στρατιώτες βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στα πυκνά, διασταυρούμενα πυρά των αμυνομένων. Οι προπορευόμενοι λόχοι τους αποδεκατίστηκαν. Σύγχυση και πανικός επικράτησε αυτόματα σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ανώτερος Νοτιοβιετναμέζος αξιωματικός που ήταν παρών στη μάχη είχε το βαθμό του λοχαγού. Οι ανώτεροι του είχαν παραμείνει στην ασφάλεια των γραφείων τους, αφήνοντας ακέφαλα τα στρατεύματά τους.
Οι Αμερικανοί ζήτησαν υποστήριξη πυροβολικού, αλλά, μια και δεν είχε γίνει κανονισμός βολής, ούτε είχαν συγκεντρωθεί επαρκή πυρομαχικά, ο επικεφαλής του πυροβολικού υποστήριξης απάντησε ότι μπορούσε να βάλει μόνο 4 βλήματα ανά ώρα.
Με όλα τα μέσα, αλλά…
Τότε οι Αμερικάνοι ζήτησαν να ριφθούν αλεξιπτωτιστές πίσω από τις γραμμές των Βιέτ Κονγκ, για να τους κυκλώσουν. Η ρίψη έγινε, αλλά πολύ μακριά από το σημείο που έπρεπε.
Τέλος όταν ζήτησαν από τον διοικητή ενός μηχανοκίνητου λόχου να κινηθεί με τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού του προς το χωριό, αυτός πράγματι κινήθηκε, αντιμετωπίζοντας μόνο πυρά τυφεκίων και οπλοπολυβόλων, διανύοντας σε τρεις ώρες την απόσταση ρεκόρ των 1.370 μέτρων.
Οι Αμερικανοί έριξαν και τα ελικόπτερα στη μάχη. Πέντε καταρρίφθηκαν άμεσα και άλλα 11 επλήγησαν σοβαρά. Αμέσως μετά ζήτησαν τον βομβαρδισμό του χωριού από τη αεροπορία. Κατά λάθος όμως η αεροπορία βομβάρδισε ένα νοτιοβιετναμικό λόχο, τρέποντας τον σε φυγή.
Οι Βιέτ Κονγκ διέφυγαν, μόλις νύχτωσε, ως κύριοι, εντελώς ανενόχλητοι, διακομίζοντας και τους τραυματίες τους. Οι απώλειές τους παραμένουν άγνωστες. Ωστόσο η άλλη πλευρά και λόγω της παρουσίας των δημοσιογράφων, ήταν υποχρεωμένη να ανακοινώσει τις δικές της.
Από τους Νοτιοβιετναμέζους 65 άνδρες σκοτώθηκαν και πάνω από 100 τραυματίσθηκαν, αρκετοί από αυτούς σοβαρά. Οι Αμερικάνοι είχαν 3 νεκρούς και 6 τραυματίες. Επίσης καταρρίφθηκαν ή αχρηστεύθηκαν16 ελικόπτερα. Επρόκειτο για ένα άνευ προηγουμένου φιάσκο.
Πηγή