Έκανα ιππασία για πρώτη φορά το 1991 στο Εθνικό Πάρκο της οροσειράς Great Smoky Mountains, στη Βόρεια Καρολίνα. Όταν ήµουν µικρός είχα κάνει βόλτες µε άλογο που το οδηγούσε µε κοντό σχοινί κάποιος νεαρός, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που ήµουν µόνο εγώ και το άλογο, χωρίς κανένα σχοινί. ∆εν ήµουν µόνος µου –ήταν άλλοι οχτώ άνθρωποι καβάλα σε οχτώ άλογα, και ο ένας από αυτούς ήταν δασοφύλακας– κι έτσι η βόλτα δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική.
Υπήρξε όµως µια δύσκολη στιγµή. Προχωρούσαµε σε δυάδες κατά µήκος ενός µονοπατιού σε µια απόκρηµνη βουνοπλαγιά, και το δικό µου άλογο ήταν στην εξωτερική πλευρά του µονοπατιού, περίπου ένα µέτρο από το χείλος του γκρεµού. Σε κάποιο σηµείο το µονοπάτι έκανε µια απότοµη στροφή αριστερά, και συνειδητοποίησα ότι το άλογό µου πήγαινε κατευθείαν προς τον γκρεµό. Πάγωσα. Ήξερα ότι έπρεπε να το οδηγήσω προς τα αριστερά, αλλά στα αριστερά µου ήταν ένα άλλο άλογο και δεν ήθελα να πέσω πάνω του. Θα µπορούσα να φωνάξω βοήθεια, ή να ουρλιάξω «Πρόσεξε!», αλλά κάποιο µέρος του εαυτού µου προτίµησε τον κίνδυνο να πέσω στον γκρεµό από τη βεβαιότητα να φανώ χαζός. Κι έτσι απλώς πάγωσα. ∆εν έκανα απολύτως τίποτα στα πέντε κρίσιµα δευτερόλεπτα στα οποία το άλογό µου και το άλογο στα αριστερά µου έστριψαν από µόνα τους αριστερά, ήρεµα και ωραία.
Όταν ο πανικός µου άρχισε να καταλαγιάζει, έβαλα τα γέλια µε τον γελοίο φόβο µου. Το άλογο ήξερε ακριβώς τι έκανε. Είχε διανύσει αυτό το µονοπάτι εκατοντάδες φορές στο παρελθόν και, όπως ακριβώς κι εγώ, δεν είχε καµία όρεξη να πάει κουτρουβαλώντας προς τον θάνατό του. ∆εν χρειαζόταν να του πω εγώ τι να κάνει· άλλωστε, τις λιγοστές φορές που είχα προσπαθήσει να το κάνω δεν είχε δείξει να πολυνοιάζεται. Ο λόγος που είχα εκτιµήσει τόσο λάθος την κατάσταση ήταν ότι είχα περάσει τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής µου οδηγώντας αυτοκίνητα, όχι άλογα. Τα αυτοκίνητα πέφτουν σε γκρεµούς αν δεν τους πεις να µην το κάνουν. Η ανθρώπινη σκέψη βασίζεται στη µεταφορά. Κατανοούµε καινούργια ή περίπλοκα πράγµατα συσχετίζοντάς τα µε άλλα που µας είναι ήδη γνωστά.
Για παράδειγµα, είναι δύσκολο να συλλογιστούµε για τη ζωή γενικά και αόριστα, αν όµως χρησιµοποιήσουµε τη µεταφορά «η ζωή είναι ένα ταξίδι», η µεταφορά αυτή µας οδηγεί σε κάποια συµπεράσµατα: Πρέπει να µελετήσουµε την περιοχή που θα διανύσουµε, να επιλέξουµε κατεύθυνση, να βρούµε καλή συντροφιά για το ταξίδι και να απολαύσουµε τη διαδροµή, γιατί στο τέλος της µπορεί και να µην υπάρχει τίποτα. Το να συλλογιστούµε για τον νου είναι επίσης δύσκολο – αλλά από τη στιγµή που θα διαλέξουµε µια µεταφορά, αυτή θα καθοδηγήσει τη σκέψη µας. Σε όλη τη διάρκεια της καταγεγραµµένης ιστορίας οι άνθρωποι έζησαν µαζί µε ζώα και προσπάθησαν να τα έχουν υπό τον έλεγχό τους· έτσι τα ζώα αυτά εντάχθηκαν στις αρχαίες µεταφορές.
Ο Βούδας, για παράδειγµα, παροµοίασε τον νου µ’ έναν άγριο ελέφαντα:
Άλλοτε ο νους µου περιπλανιόταν όπου τον οδηγούσε η εγωιστική επιθυµία, η λαγνεία ή η απόλαυση. Σήµερα ο ίδιος αυτός νους δεν περιπλανιέται πια αλλά βρίσκεται υπό την αρµονία του ελέγχου, όπως ένας άγριος ελέφαντας βρίσκεται υπό τον έλεγχο του εκπαιδευτή.
Ο Πλάτωνας χρησιµοποίησε µια παρόµοια µεταφορά:
ο εαυτός (ή η ψυχή) είναι ένα άρµα του οποίου τα ηνία τα κρατά το ατάραχο, έλλογο µέρος του νου. Ο ηνίοχος του Πλάτωνα είχε να κουµαντάρει δύο άλογα: Το άλογο που είναι στη δεξιά θέση, την πιο τιµητική, έχει σώµα στητό και καλοδεµένο, ψηλό αυχένα και µύτη κυρτή· … είναι φιλότιµο, συνετό και σεµνό, αγαπάει την αληθινή γνώµη, δε χρειάζεται χτυπήµατα, αλλά χαλινάρι του είναι µόνο η διαταγή και ο λόγος. Το άλλο άλογο έχει σώµα στραβό και κακοσχηµατισµένο … ρέπει προς την ύβρη και την αλαζονεία, είναι κουφό, έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ δύσκολα υπακούει στο µαστίγιο και τη βουκέντρα.
Κατά τον Πλάτωνα, κάποια από τα συναισθήµατα και τα πάθη είναι καλά (η αγάπη για την τιµή, για παράδειγµα) και συµβάλλουν στην καθοδήγηση του εαυτού προς τη σωστή κατεύθυνση, άλλα όµως είναι κακά (για παράδειγµα, οι επιθυµίες και οι πόθοι). Στόχος της πλατωνικής εκπαίδευσης ήταν να βοηθήσει τον ηνίοχο να αποκτήσει πλήρη έλεγχο πάνω στα δύο άλογα. Ένα συναφές µοντέλο µάς έδωσε και ο Ζίγκµουντ Φρόυντ 2300 χρόνια αργότερα.
Σύµφωνα µε τον Φρόυντ, ο νους είναι διαιρεµένος σε τρία µέρη: το εγώ (τον συνειδητό, έλλογο εαυτό), το υπερεγώ (τη συνείδηση, µια ενίοτε πολύ αυστηρή δέσµευση προς τους κανόνες της κοινωνίας) και το εκείνο (την επιθυµία για απόλαυση, πολλή απόλαυση, το συντοµότερο δυνατόν). Στη µεταφορά που χρησιµοποιώ όταν κάνω µάθηµα για τον Φρόυντ σκέφτοµαι τον νου σαν ένα µόνιππο (µια άµαξα της βικτωριανής εποχής), όπου ο οδηγός (το εγώ) προσπαθεί απεγνωσµένα να κοντρολάρει ένα πεινασµένο, φιλήδονο και απείθαρχο άλογο (το εκείνο), ενώ ταυτόχρονα ο πατέρας του οδηγού (το υπερεγώ) κάθεται πίσω και κάνει κήρυγµα στον οδηγό για τα λάθη του.
Κατά τον Φρόυντ, ο στόχος της ψυχανάλυσης ήταν η απόδραση από αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση µέσω της ενδυνάµωσης του εγώ, ώστε αυτό να αποκτήσει περισσότερο έλεγχο πάνω στο εκείνο και να ανεξαρτητοποιηθεί περισσότερο από το υπερεγώ.
Ο Φρόυντ, ο Πλάτωνας και ο Βούδας έζησαν και οι τρεις σε κόσµους όπου υπήρχαν πολλά εξηµερωµένα ζώα. Η προσπάθεια που χρειαζόταν για να επιβάλει κανείς τη θέλησή του σε ένα πλάσµα πολύ µεγαλύτερό του ήταν κάτι γνώριµο σ’ αυτούς. Με την πάροδο όµως του 20ού αιώνα, τα άλογα αντικαταστάθηκαν από αυτοκίνητα και η τεχνολογία προσέφερε στον άνθρωπο µεγαλύτερο έλεγχο από ποτέ πάνω στον υλικό του κόσµο.
Όταν οι άνθρωποι αναζήτησαν µεταφορές, είδαν τον νου σαν οδηγό ενός αυτοκινήτου ή σαν πρόγραµµα υπολογιστή. Αυτό µας έδωσε τη δυνατότητα να ξεχάσουµε εντελώς τα περί ασυνειδήτου του Φρόυντ και να διερευνήσουµε απλώς τους µηχανισµούς της σκέψης και της λήψης αποφάσεων. Αυτό ακριβώς έκαναν οι κοινωνικοί επιστήµονες στο τελευταίο τρίτο του αιώνα: Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι δηµιούργησαν θεωρίες «επεξεργασίας πληροφοριών» για να εξηγήσουν τα πάντα, από την προκατάληψη µέχρι τη φιλία, και οι οικονοµολόγοι δηµιούργησαν µοντέλα «ορθολογικής επιλογής» για να εξηγήσουν γιατί οι άνθρωποι κάνουν αυτά που κάνουν. Οι κοινωνικές επιστήµες άρχισαν να συγκλίνουν συνολικά στην άποψη ότι οι άνθρωποι είναι ορθολογικά υποκείµενα που θέτουν στόχους και επιδιώκουν µε νοήµονα τρόπο την εκπλήρωσή τους, χρησιµοποιώντας τις πληροφορίες και τα µέσα που διαθέτουν.
Αφού είναι όµως έτσι, γιατί οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν ανοησίες; Γιατί αποτυγχάνουν να ελέγξουν τον εαυτό τους και συνεχίζουν να κάνουν πράγµατα που ξέρουν ότι δεν τους ωφελούν; Εγώ ο ίδιος, για παράδειγµα, µπορώ εύκολα να επιστρατεύσω τη δύναµη της θέλησης που απαιτείται για να αγνοήσω όλα τα γλυκά που περιλαµβάνει το µενού. Αν όµως σερβιριστεί στο τραπέζι κάποιο γλυκό, δεν µπορώ να του αντισταθώ.
Ενώ παίρνω την απόφαση να συγκεντρωθώ σε µια εργασία και να µη σηκωθώ προτού την τελειώσω, πιάνω τον εαυτό µου να πηγαίνει στην κουζίνα ή να χασοµεράει µε άλλους τρόπους. Μπορώ να πάρω την απόφαση να σηκωθώ στις 6:00 το πρωί για να γράψω· ωστόσο, αφού κλείσω το ξυπνητήρι οι επανειληµµένες διαταγές που δίνω στον εαυτό µου να σηκωθεί από το κρεβάτι δεν έχουν κανένα αποτέλεσµα, και τότε καταλαβαίνω τι εννοούσε ο Πλάτωνας όταν έλεγε πως το κακό άλογο είναι κουφό.
Οι καταστάσεις όµως όπου άρχισα πραγµατικά να καταλαβαίνω το µέγεθος της ανηµπόριας µου σχετίζονταν µε πιο σηµαντικές αποφάσεις για τη ζωή µου, που αφορούσαν αισθηµατικές σχέσεις. Αν και ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να κάνω, ωστόσο, ακόµη και τη στιγµή που έλεγα στους φίλους µου ότι θα το κάνω, ένα µέρος του εαυτού µου υποψιαζόταν πως δεν θα το κάνω. Αισθήµατα ενοχής, πόθου ή φόβου απέβαιναν συχνά ισχυρότερα από τη λογική. (Από την άλλη, ήµουν πολύ καλός στο να κάνω κήρυγµα σε φίλους µου που βρίσκονταν σε παρόµοιες καταστάσεις για το τι είναι σωστό γι’ αυτούς.)
Ο Ρωµαίος ποιητής Οβίδιος είχε συλλάβει τέλεια την κατάστασή µου. Στο έργο του Μεταμορφώσεις, η Μήδεια είναι διχασµένη ανάµεσα στην αγάπη της για τον Ιάσονα και το καθήκον της προς τον πατέρα της. Λέει θρηνώντας:
Άγοµαι και φέροµαι από µια παράξενη, πρωτόγνωρη δύναµη. Η επιθυµία και η λογική µε τραβάνε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Βλέπω τον σωστό δρόµο και τον επικροτώ, αλλά ακολουθώ τον λανθασµένο.
Οι σύγχρονες θεωρίες περί ορθολογικής επιλογής και επεξεργασίας της πληροφορίας δεν ερµηνεύουν επαρκώς την αδυναµία της θέλησης. Οι παλαιότερες µεταφορές µε τη χειραγώγηση ζώων λειτουργούν εξαιρετικά. Στην εικόνα που έφτιαξα στον νου µου για µένα καθώς απορούσα µε την αδυναµία µου, είµαι αναβάτης στη ράχη ενός ελέφαντα. Κρατάω τα ηνία στα χέρια µου και τραβώντας τα προς τη µία ή την άλλη κατεύθυνση µπορώ να πω στον ελέφαντα να στρίψει, να σταµατήσει ή να προχωρήσει. Μπορώ να καθοδηγώ τα πράγµατα, µόνο όµως όταν ο ελέφαντας δεν έχει δικές του επιθυµίες. Όταν ο ελέφαντας θέλει πραγµατικά να κάνει κάτι, τότε δεν µπορώ να αναµετρηθώ µαζί του.
Χρησιµοποιώ αυτή τη µεταφορά για να καθοδηγώ τη σκέψη µου εδώ και δέκα χρόνια, και όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο σκέφτηκα ότι η εικόνα ενός αναβάτη πάνω σε έναν ελέφαντα θα ήταν χρήσιµη σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο, σχετικά µε τον διαιρεµένο εαυτό. Όπως αποδείχτηκε, όµως, η συγκεκριµένη µεταφορά είναι χρήσιµη για όλα τα κεφάλαια του βιβλίου.
Αν θέλουµε να κατανοήσουµε τις πιο σηµαντικές ιδέες της ψυχολογίας, θα πρέπει να καταλάβουµε τον τρόπο µε τον οποίο ο νους µας είναι διαιρεµένος σε µέρη που µερικές φορές αντιµάχονται µεταξύ τους. Θεωρούµε ότι µέσα σε κάθε σώµα υπάρχει ένα άτοµο, αλλά κατά κάποιο τρόπο ο καθένας από εµάς µοιάζει περισσότερο µε µια επιτροπή που έχει συγκροτηθεί για να εκτελέσει κάποια εργασία, αλλά της οποίας τα µέλη διαπιστώνουν συχνά ότι υπηρετούν αντίθετους σκοπούς.
Ο νους µας είναι διαιρεµένος κατά τέσσερις τρόπους. Αν και ο τέταρτος από αυτούς είναι ο πιο σηµαντικός, γιατί αντιστοιχεί ακριβέστερα προς τον αναβάτη και τον ελέφαντα, οι τρεις πρώτοι συµβάλλουν επίσης στις εµπειρίες πειρασµού, αδυναµίας και εσωτερικής σύγκρουσης που βιώνουµε
Τζόναθαν Χάιντ – Η υπόθεση της ευτυχίας – Σύγχρονες αλήθειες μέσα στην αρχαία σοφία – Μετάφραση: Γεωργία Μίχα, Ιωάννης Παπαδόγγονας – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Πηγή