Ήταν αδύνατο στις Μέλαμπες των γλεντοκόπων και χαροκόπων, στα νότια του Ρεθύμνου, τον μεσήλικα...
αλλά τον «όξω καρδιά» Γιώργο Κυριακάκη, να μην τον ακολουθεί και σήμερα το λαϊκό προσωνύμιο του, η... παρέα του τώρα και μισό αιώνα, που κληρονόμησε με τα πολλά από τον δεξιοτέχνη λαουτιέρη γεννήτορά του! Μικρός, λοιπόν, ήταν «το Γιωργιό το Φλιτζανάκι του Νικολή» και μεγαλώνοντας, επικράτησε «ο Γιώργης ο Φλιτζάνις», που έγραψε και… έμεινε στην τοπική ιστορία της κοινωνίας και ευρύτερα. Αλλά, η επωνυμία συνόδευε και τα δυο του ακόμα αδέρφια, που για να εντοπίζονται άμεσα και χωρίς δυσκολία αποκαλούνταν «ο Πολύδωρος του Φλιτζάνι» και «ο Κωστής του Φλιτζάνι».
Και βέβαια δεν ενοχλείται για την… κληρονομιά, αλλά ούτε και για τον μακαρίτη τον δεύτερο ανάδοχο που ονομάτισε τον πατέρα του, «σε μια παρέα στην Κρύα Βρύση». Μάλλον, τον… ευγνωμονεί και ας μην τον έμαθε και ποτέ! «Ίσα-ίσα», ομολογεί, «είναι σε τιμή μου που με φωνάζουνε ούλοι Φλιτζάνι. Ντα και στην Εφορία που έχω δηλώσει το καφενείο μου έχω βάλει το όνομα Φλιτζάνις!».ρακοποσία φλυτζάνι μέλαμπες ρακή
«Στις κρυφές στιγμές πίνω τη ρακή από το φλιτζάνι, για να πιστεύουν ότι πίνω καφέ», εξομολογείται ο Φλιτζάνις
Ήταν χρονιά μέσα στη δεκαετία του 1950, τότε που οι πληθυσμοί και ιδιαίτερα εκείνοι που κουβαλούσαν στην ύπαρξή τους τις βαθιές πληγές των γερμανικών θηριωδιών, όπως το χωριό του μαρτυρικού Κέντρους, επιχειρούσαν να… μαλακώσουν με κάθε τρόπο με μουσικοπαρέες και μαντινάδες τον πόνο και τη δυστυχία τους στα αποκαΐδια της καταστροφής των βαρβάρων…
ΤΟΝ…ΒΑΦΤΙΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ
Αναζητώντας, λοιπόν, το χώρο και την αιτιολογία του δεύτερου ονόματος που κυριάρχησε, ο Γιώργος Κυριακάκης έμαθε: «Ο αφέντης μου ο Νικολής, λένε, ήτανε ένας καλός λαγουτιέρης και μέσα στο ’50, χρονολογία δεν έμαθα, έπαιζενε σε μια παρέα στην Κρύα Βρύση και στο γλέντι είπενε μια ερωτική μαντινάδα και από αυτή τη μαντινάδα τον… βαφτίσανε οι Κρυοβρυσανοί, που είναι και… μανούλες στσι βαφτίσεις:
Αχι μελαμπιανό νερό
και να ‘χα ένα φλιτζάνι,
να βρέξω την καρδούλα μου
απού πονεί να γιάνει!
Ο αφέντης μου πόθανενε μα οι στίχοι, οι μαντινάδες και το παρατσούκλι του έμειναν και θα ακολουθούν εμάς τα αδέρφια και τα κοπέλια μας μέχρι να υπάρχομενε… Μόλις με φωνάξουνε Φλιτζάνι ο νους μου στον αφέντη πάει με ευχαρίστηση και τιμή».
Στο χώρος του Φλιτζάνι του νεότερου στη γειτονιά της «Καμαρικής», ρέει ολόκληρη τη χρονιά άφθονη ρακή που «δεν έχει λογαριασμό σε ποσότητα!». Μόνο, που οι πελάτες δεν την βάζουν στον ουρανίσκο από τα… φλιτζάνια αλλά από τα κανονικά ποτηράκια. Ωστόσο, ο ίδιος στα είκοσι χρόνια που «πίνει συνέχεια», αδυνατεί να εκτιμήσει το βάρος της ποσότητας που έχει φτάσει στο στομάχι του, όμως, κατά τους υπολογισμούς του, εάν «την αφήσεις να κυλήσει, θα φτάξει μέχρι τον «Πλατύ Ποταμό» και πλια πέρα!».
Οι Μέλαμπες θεωρούνται ανέκαθεν, το κεφαλοχώρι που με άλλους οικισμούς της «τσικουδιάς» στο νομό Ρεθύμνου, ήταν στις πρώτες θέσεις κατανάλωσης του κρητικού ποτού. Ο Κυριακάκης , με τις πρόχειρες μετρήσεις του, πιστεύει, ότι στο καφενείο του ντόπιοι και επισκέπτες από την Αγία Γαλήνη, τα Σαχτούρια, το Ρέθυμνο, το Αμάρι, την Πόμπια και αλλού, ετησίως αδειάζουν χιλιάδες μπουκάλια που το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σε βάρος ότι «ξεπερνά σήμερα του 2,5 τόνους». Σε άλλες περιόδους, που υπήρχε ευμάρεια και αφθονία ρευστού στον πληθυσμό, η κατανάλωση ήταν διπλάσια…
Γίνεται, όμως, ένας Φλιτζάνις, σε κόντρα των καθιερωμένων στο καφενείο του να… βρέχει τα χείλη του μόνο από το ποτηράκι της ρακής και να μην προτιμά το… φλιτζάνι του καφέ; Αποκαλύπτει με το έμφυτο χιούμορ του, ότι το χρησιμοποιεί στα… δύσκολα και σε ειδικές περιπτώσεις, όταν θέλει να αποφύγει τη μουρμούρα και τις παρατηρήσεις: «Πίνω ως Φλιτζάνις τη ρακή και στο φλυτζανάκι, μα στσι κρυφές στιγμές! Μου λέει ο γιατρός να μην πίνω μα δε μπορώ και δεν ξαναπάω να με δει! Γατέχω, μόλις πάω, πως θα μου πει ότι έχω σίγουρα χοληστερίνη, τριγλικερίδια. Γι' αυτό κι εγώ για να ξεγελάσω τα κοπέλια πίνω τη ρακί στο φλιτζάνι και ούλα καλά…».
ΠΟΛΛΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ!
Κι αν παραμένει… σταθερός πότης της τσικουδιάς, στα επαγγέλματα από τα 16 του χρόνια, έχει κάνει πολλές αλλαγές, ξεκινώντας από «υδραυλικός στην Αθήνα». Δοκίμασε ύστερα «σιδεράς, αλουμινοκατασκευαστής, καλλιεργητής θερμοκηπίου, μανάβης, τυροκόμος, φούρναρης, ταχυδρόμος και τα τελευταία χρόνια καφετζής». Μα το επάγγελμα που είναι στα… μέτρα του, διαπιστώνει, είναι του καφεπώλη γιατί «πίνεις ρακή και είσαι σε επαφή με τον κόσμο».
Το χαρακτηριστικό, πάντως, στη μεγάλη κοινωνία των Μελάμπων, είναι ότι με την τσικουδιά… τρέχουν σε αφθονία και τα παρατσούκλια, που δόθηκαν από κάποιο γεγονός ή συμπεριφορά και αυτά ακολουθούν και τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, οι νεότεροι, σταδιακά, δείχνουν να τα εγκαταλείπουν ενώ «κάθε παλιός στο χωριό είχε και το άλλο του όνομα του και δεν υπήρχε παρεξήγηση». Συναντιόνται έτσι και τώρα ολόκληρες οικογένειες που… επίσημη επωνυμία τους στην κοινωνία είναι αυτή που του έδωσαν συγχωριανοί τους και έμεινε (Τσούλια, Τζανερίδης, Μπαρμπούνης, Τζατζάς, Κοτσιφός, Πεπόνης, Τούρκος, Μπαντόλιος κ.α).
«Οι παλιοί Μελαμπιανοί», αιτιολογεί ο Φλιτζάνις την πληθώρα των… άλλων επωνύμων, «είχε καθένας τους και το άλλο του όνομα και δεν τους πείραζενε. Το χωριό είχενε πολλούς ανθρώπους μια φορά και δεν ήτανε εύκολο άμα γύρευες ένα άνθρωπο να τον έβρισκες με το όνομα και το επίθετό του, γιατί έπρεπενε να ψάχνεις για ώρα. Γι αυτό τους κολλούσαν τα παρατσούκλια και τον έβρισκες γιαμιάς!»
Λέει, λοιπόν, για τον εαυτό του, έτοιμος να κατεβάσει το… φλιτζανάκι με την τσικουδιά: «Ζήτηξέ με εδά εμένα Φλιτζάνι και θα με βρεις στη στιγμή. Φλιτζάνις ήτανε ο αφέντης μου, Φλιτζάνις είμαι κι εγώ και Φλιτζάνι θα με γράψουνε και στο μνήμα μου…»
Πηγή
αλλά τον «όξω καρδιά» Γιώργο Κυριακάκη, να μην τον ακολουθεί και σήμερα το λαϊκό προσωνύμιο του, η... παρέα του τώρα και μισό αιώνα, που κληρονόμησε με τα πολλά από τον δεξιοτέχνη λαουτιέρη γεννήτορά του! Μικρός, λοιπόν, ήταν «το Γιωργιό το Φλιτζανάκι του Νικολή» και μεγαλώνοντας, επικράτησε «ο Γιώργης ο Φλιτζάνις», που έγραψε και… έμεινε στην τοπική ιστορία της κοινωνίας και ευρύτερα. Αλλά, η επωνυμία συνόδευε και τα δυο του ακόμα αδέρφια, που για να εντοπίζονται άμεσα και χωρίς δυσκολία αποκαλούνταν «ο Πολύδωρος του Φλιτζάνι» και «ο Κωστής του Φλιτζάνι».
Και βέβαια δεν ενοχλείται για την… κληρονομιά, αλλά ούτε και για τον μακαρίτη τον δεύτερο ανάδοχο που ονομάτισε τον πατέρα του, «σε μια παρέα στην Κρύα Βρύση». Μάλλον, τον… ευγνωμονεί και ας μην τον έμαθε και ποτέ! «Ίσα-ίσα», ομολογεί, «είναι σε τιμή μου που με φωνάζουνε ούλοι Φλιτζάνι. Ντα και στην Εφορία που έχω δηλώσει το καφενείο μου έχω βάλει το όνομα Φλιτζάνις!».ρακοποσία φλυτζάνι μέλαμπες ρακή
«Στις κρυφές στιγμές πίνω τη ρακή από το φλιτζάνι, για να πιστεύουν ότι πίνω καφέ», εξομολογείται ο Φλιτζάνις
Ήταν χρονιά μέσα στη δεκαετία του 1950, τότε που οι πληθυσμοί και ιδιαίτερα εκείνοι που κουβαλούσαν στην ύπαρξή τους τις βαθιές πληγές των γερμανικών θηριωδιών, όπως το χωριό του μαρτυρικού Κέντρους, επιχειρούσαν να… μαλακώσουν με κάθε τρόπο με μουσικοπαρέες και μαντινάδες τον πόνο και τη δυστυχία τους στα αποκαΐδια της καταστροφής των βαρβάρων…
ΤΟΝ…ΒΑΦΤΙΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ
Αναζητώντας, λοιπόν, το χώρο και την αιτιολογία του δεύτερου ονόματος που κυριάρχησε, ο Γιώργος Κυριακάκης έμαθε: «Ο αφέντης μου ο Νικολής, λένε, ήτανε ένας καλός λαγουτιέρης και μέσα στο ’50, χρονολογία δεν έμαθα, έπαιζενε σε μια παρέα στην Κρύα Βρύση και στο γλέντι είπενε μια ερωτική μαντινάδα και από αυτή τη μαντινάδα τον… βαφτίσανε οι Κρυοβρυσανοί, που είναι και… μανούλες στσι βαφτίσεις:
Αχι μελαμπιανό νερό
και να ‘χα ένα φλιτζάνι,
να βρέξω την καρδούλα μου
απού πονεί να γιάνει!
Ο αφέντης μου πόθανενε μα οι στίχοι, οι μαντινάδες και το παρατσούκλι του έμειναν και θα ακολουθούν εμάς τα αδέρφια και τα κοπέλια μας μέχρι να υπάρχομενε… Μόλις με φωνάξουνε Φλιτζάνι ο νους μου στον αφέντη πάει με ευχαρίστηση και τιμή».
Στο χώρος του Φλιτζάνι του νεότερου στη γειτονιά της «Καμαρικής», ρέει ολόκληρη τη χρονιά άφθονη ρακή που «δεν έχει λογαριασμό σε ποσότητα!». Μόνο, που οι πελάτες δεν την βάζουν στον ουρανίσκο από τα… φλιτζάνια αλλά από τα κανονικά ποτηράκια. Ωστόσο, ο ίδιος στα είκοσι χρόνια που «πίνει συνέχεια», αδυνατεί να εκτιμήσει το βάρος της ποσότητας που έχει φτάσει στο στομάχι του, όμως, κατά τους υπολογισμούς του, εάν «την αφήσεις να κυλήσει, θα φτάξει μέχρι τον «Πλατύ Ποταμό» και πλια πέρα!».
Οι Μέλαμπες θεωρούνται ανέκαθεν, το κεφαλοχώρι που με άλλους οικισμούς της «τσικουδιάς» στο νομό Ρεθύμνου, ήταν στις πρώτες θέσεις κατανάλωσης του κρητικού ποτού. Ο Κυριακάκης , με τις πρόχειρες μετρήσεις του, πιστεύει, ότι στο καφενείο του ντόπιοι και επισκέπτες από την Αγία Γαλήνη, τα Σαχτούρια, το Ρέθυμνο, το Αμάρι, την Πόμπια και αλλού, ετησίως αδειάζουν χιλιάδες μπουκάλια που το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σε βάρος ότι «ξεπερνά σήμερα του 2,5 τόνους». Σε άλλες περιόδους, που υπήρχε ευμάρεια και αφθονία ρευστού στον πληθυσμό, η κατανάλωση ήταν διπλάσια…
Γίνεται, όμως, ένας Φλιτζάνις, σε κόντρα των καθιερωμένων στο καφενείο του να… βρέχει τα χείλη του μόνο από το ποτηράκι της ρακής και να μην προτιμά το… φλιτζάνι του καφέ; Αποκαλύπτει με το έμφυτο χιούμορ του, ότι το χρησιμοποιεί στα… δύσκολα και σε ειδικές περιπτώσεις, όταν θέλει να αποφύγει τη μουρμούρα και τις παρατηρήσεις: «Πίνω ως Φλιτζάνις τη ρακή και στο φλυτζανάκι, μα στσι κρυφές στιγμές! Μου λέει ο γιατρός να μην πίνω μα δε μπορώ και δεν ξαναπάω να με δει! Γατέχω, μόλις πάω, πως θα μου πει ότι έχω σίγουρα χοληστερίνη, τριγλικερίδια. Γι' αυτό κι εγώ για να ξεγελάσω τα κοπέλια πίνω τη ρακί στο φλιτζάνι και ούλα καλά…».
ΠΟΛΛΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ!
Κι αν παραμένει… σταθερός πότης της τσικουδιάς, στα επαγγέλματα από τα 16 του χρόνια, έχει κάνει πολλές αλλαγές, ξεκινώντας από «υδραυλικός στην Αθήνα». Δοκίμασε ύστερα «σιδεράς, αλουμινοκατασκευαστής, καλλιεργητής θερμοκηπίου, μανάβης, τυροκόμος, φούρναρης, ταχυδρόμος και τα τελευταία χρόνια καφετζής». Μα το επάγγελμα που είναι στα… μέτρα του, διαπιστώνει, είναι του καφεπώλη γιατί «πίνεις ρακή και είσαι σε επαφή με τον κόσμο».
Το χαρακτηριστικό, πάντως, στη μεγάλη κοινωνία των Μελάμπων, είναι ότι με την τσικουδιά… τρέχουν σε αφθονία και τα παρατσούκλια, που δόθηκαν από κάποιο γεγονός ή συμπεριφορά και αυτά ακολουθούν και τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, οι νεότεροι, σταδιακά, δείχνουν να τα εγκαταλείπουν ενώ «κάθε παλιός στο χωριό είχε και το άλλο του όνομα του και δεν υπήρχε παρεξήγηση». Συναντιόνται έτσι και τώρα ολόκληρες οικογένειες που… επίσημη επωνυμία τους στην κοινωνία είναι αυτή που του έδωσαν συγχωριανοί τους και έμεινε (Τσούλια, Τζανερίδης, Μπαρμπούνης, Τζατζάς, Κοτσιφός, Πεπόνης, Τούρκος, Μπαντόλιος κ.α).
«Οι παλιοί Μελαμπιανοί», αιτιολογεί ο Φλιτζάνις την πληθώρα των… άλλων επωνύμων, «είχε καθένας τους και το άλλο του όνομα και δεν τους πείραζενε. Το χωριό είχενε πολλούς ανθρώπους μια φορά και δεν ήτανε εύκολο άμα γύρευες ένα άνθρωπο να τον έβρισκες με το όνομα και το επίθετό του, γιατί έπρεπενε να ψάχνεις για ώρα. Γι αυτό τους κολλούσαν τα παρατσούκλια και τον έβρισκες γιαμιάς!»
Λέει, λοιπόν, για τον εαυτό του, έτοιμος να κατεβάσει το… φλιτζανάκι με την τσικουδιά: «Ζήτηξέ με εδά εμένα Φλιτζάνι και θα με βρεις στη στιγμή. Φλιτζάνις ήτανε ο αφέντης μου, Φλιτζάνις είμαι κι εγώ και Φλιτζάνι θα με γράψουνε και στο μνήμα μου…»
Πηγή