- Ο αναγκαίος μετασχηματισμός δεν μπορεί να προέλθει χωρίς σημαντικούς μετασχηματισμούς...
στην παραγωγική - επιστημονική και διοικητική πρακτική της χώρας που θα «κάνουν την διαφορά», ώστε να ξεφύγει η χώρα μας από την «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος», όπου δεν κυριαρχεί η γνώση και η καινοτομική δραστηριότητα, αλλά το χαμηλό εργατικό κόστος.
- Η Ελλάδα οφείλει να συμμετάσχει και να συμβάλει σε διεθνείς πρωτοβουλίες για την αλλαγή κατεύθυνσης της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας και αυτό μπορεί να το επιδιώξει μόνο μέσω συμμαχιών με προοδευτικές κυβερνήσεις άλλων χωρών που έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη αυτή.
Για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι αναγκαία μια τριπλή στρατηγική. Το ένα σκέλος της χτίζεται πάνω στις βάσεις που τέθηκαν πρόσφατα και σε σχέση με τα υπαρκτά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Το δεύτερο αφορά την εφαρμογή μέτρων λιγότερο «ορθόδοξων» από αυτά που ελήφθησαν στα χρόνια της κρίσης και που θα προωθούν την οικονομική συνεργασία και την κοινωνική συνοχή. Το τρίτο, και δυνητικά σημαντικότερο, αποτελεί προσκλητήριο για τη δόμηση νέων πλεονεκτημάτων που μπορούν να «ανεβάσουν κατηγορία» τη χώρα.
Υπάρχει ευρεία συναίνεση γύρω από τους κλάδους που συνθέτουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας: τουρισμός, αγροδιατροφή, μεταφορές, ενέργεια, ναυτιλία, Τεχνολογία Πληροφοριών και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) και ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς (μεταποίηση τροφίμων, ορισμένες χημικές και φαρμακευτικές δραστηριότητες, επεξεργασία υδρογονανθράκων).
Τι χρειάζεται για τη δημιουργία/προσέλκυση επενδύσεων σε αυτούς τους κλάδους, είτε αυτές παίρνουν την μορφή των άμεσων επενδύσεων είτε των εξαγορών-ιδιωτικοποιήσεων (υπό τον όρο της ευρείας επανεπένδυσης); Οι συνήθεις απαντήσεις που η οικονομική ορθοδοξία προτάσσει δεν απέχουν σημαντικά από την αλήθεια: ανταγωνιστική και σταθερή φορολογία, περιορισμένη γραφειοκρατία, ασφάλεια δικαίου, διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, επαρκώς λειτουργικές αγορές κεφαλαίου, ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και εργασίας, ένα σχετικά καταρτισμένο και διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, και υποδομές που να υποστηρίζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων που υπάγονται στους κλάδους με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Το παραπάνω μείγμα μέτρων συνδυάζεται με δεσμεύσεις για διαρκή επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων και, επομένως, «υγιών δημοσιονομικών», σύμφωνα με τη θεωρία της επεκτατικής δημοσιονομικής λιτότητας. Τα παραπάνω μέτρα, κατάλληλα διαρθρωμένα, κοστολογημένα και ιεραρχημένα, αποτελούν την ουσία μιας στρατηγικής οικονομικής μεγέθυνσης (Growth Strategy) για τη χώρα κατά την επικρατούσα διεθνώς κυρίαρχη συναίνεση. Κάπου εδώ ολοκληρώνεται η επίσημη απάντηση της Ε.Ε., του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ.
Αναμφίβολα, οι περισσότερες από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι όντως χρήσιμες και αναγκαίες. Όμως, κάποιες δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας: η υπερ-ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε εργασιακή ζούγκλα και σε αρνητικά αποτελέσματα στην κατανάλωση, επομένως στη ζήτηση και την ανάπτυξη· η απορρύθμιση μεγάλου αριθμού αγορών προϊόντων αντί να αποβαίνει υπέρ του ανταγωνισμού οδηγεί σε υπερ-συγκέντρωση και ολιγοπωλιακές καταστάσεις· οι αναγκαστικές και για λόγους εισπρακτικούς ιδιωτικοποιήσεις ενδέχεται να καταλήξουν στη δημιουργία ισχυρών μονοπωλίων και στη στέρηση της χώρας από ζωτικής σημασίας πόρους· η υπερβολική λιτότητα οδηγεί σε ύφεση και αναστολή της αναπτυξιακής προσπάθειας. Πρέπει, επομένως, να υπάρξουν σταδιακά διορθώσεις σε όλα τα παραπάνω, καθώς πλέον η χώρα ανακτά αυξημένους βαθμούς ελευθερίας.
Οι περισσότερες από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις είναι χρήσιμες και αναγκαίες και αυτές η Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική (ΕΑΣ) πρoκρίνει να επιδιωχθούν άμεσα, ώστε να συμβάλουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, οδηγώντας σε αύξηση των επενδύσεων στη χώρα. Βέβαια, παραμένει ανοιχτό κατά πόσο αρκούν για να θέσουν τη χώρα σε μια τροχιά σταθερής ανάπτυξης και σύγκλισης με τον αναπτυγμένο κόσμο. Και τούτο για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, η πολιτική ενθάρρυνσης των επενδύσεων, εγχώριων και ξένων, για να επιτύχει θα πρέπει να συνυπολογίσει την ύπαρξη αφενός κάποιων διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας (όπως το εξαιρετικά μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, την έλλειψη συνεργασιών μεταξύ των επιχειρήσεων και την έλλειψη συνεργειών μεταξύ τομέων της οικονομίας), αλλά και της κοινωνίας (όπως η αναγκαιότητα μείωσης των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων και της φτώχειας, αντιμετώπισης της δημογραφικής παρακμής και διαρροής εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και του αναγκαίου οικολογικού μετασχηματισμού). Τα ζητήματα αυτά είναι αναγκαία συμπληρώματα των «ορθόδοξων» μέτρων, και δη αποφασιστικής σημασίας για την επίτευξη αξιόλογης ανάπτυξης στην χώρα.
Δεύτερον, καθώς όλες σχεδόν οι χώρες υιοθετούν η μία μετά την άλλη την ίδια «ορθόδοξη» ατζέντα, προκαλούνται προβλήματα του τύπου του «σφάλματος της σύνθεσης». Ό,τι είναι καλό σε επίπεδο μεμονωμένης χώρας δεν είναι αναγκαστικά καλό και στο σύνολο. Έτσι είναι σαφές ότι οι παραπάνω πολιτικές έχουν οδηγήσει σε επίταση της παγκόσμιας ανισότητας, επομένως και σε προβλήματα συνολικής ζήτησης, περιορισμού των κρατικών εσόδων, πολιτικής απονομιμοποίησης, κρίσης στις σχέσεις ακόμα και μεταξύ συμμάχων χωρών κ.λπ. Είναι σαφές ότι η Ελλάδα οφείλει να συμμετάσχει και να συμβάλει σε διεθνείς πρωτοβουλίες για την αλλαγή κατεύθυνσης της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας και αυτό μπορεί να το επιδιώξει μόνο μέσω συμμαχιών με προοδευτικές κυβερνήσεις άλλων χωρών που έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη αυτή. Η αλλαγή αυτή είναι προφανές ότι θα συνδράμει γενναία στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας μας, αλλά δυστυχώς δεν εξαρτάται μόνο ή κυρίως από τις δικές μας αποφάσεις.
Τέλος, εξίσου κρίσιμη είναι η αναγκαιότητα μεταβολής του κυρίαρχου παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, με στροφή προς την παραγωγή κυρίως καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας, με χρήση διαδικασιών επίσης καινοτομικών και υψηλής τεχνολογίας, που επίσης προκρίνει η ΕΑΣ. Αυτός ο αναγκαίος μετασχηματισμός δεν μπορεί να προέλθει χωρίς σημαντικούς μετασχηματισμούς στην παραγωγική - επιστημονική και διοικητική πρακτική της χώρας που θα «κάνουν τη διαφορά», ώστε να ξεφύγει η χώρα μας από την «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος». Η παγίδα αυτή συνίσταται στην προσκόλληση της χώρας στο ενδιάμεσο μεταξύ χωρών υψηλού εισοδήματος -όπου η γνώση και η καινοτομική δραστηριότητα κυριαρχεί στην οικονομική ζωή- και εκείνων που χαρακτηρίζονται από χαμηλό εργατικό κόστος.
Το καθοριστικό αναπτυξιακό διακύβευμα είναι η προσέλκυση κυρίως επενδύσεων έντασης γνώσης, όπου το ανθρώπινο κεφάλαιο κυριαρχεί, και γενικότερα ο προσανατολισμός της οικονομίας μας προς την κατεύθυνση της υψηλής έντασης παραγωγικής αξιοποίησης της παραγόμενης γνώσης. Η στροφή αυτή θα στηριχτεί στο υφιστάμενο υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό, αξιοποιώντας ασφαλώς τους τομείς όπου υπάρχουν θύλακες με πολύ σημαντικές ερευνητικές επιδόσεις σε διεθνές επίπεδο: ΤΠΕ, Προηγμένη Πληροφορική, Προηγμένα Υλικά, Βιομηχανία και Επεξεργασία, Συστήματα Έξυπνης Κινητικότητας, Διαδίκτυο των πραγμάτων, Ηλεκτρολογία, Περιβάλλον και Μηχανική υλικών.
Όμως, η στροφή αυτή δεν είναι δυνατόν να προκύψει αυτόματα από τους μηχανισμούς της αγοράς, είτε ως ένα εισαγόμενο φαινόμενο μέσω της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων είτε από την αυθόρμητη δραστηριότητα του εγχώριου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Αντίθετα, μπορεί να προκύψει μόνο ως ένα «συστημικό» και διαρθρωτικό φαινόμενο, υπό την έννοια ότι προϋποθέτει τη συνέργεια του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό και την κοινωνία των πολιτών, τη σύζευξη του εκπαιδευτικού και ερευνητικού συστήματος της χώρας με το παραγωγικό, την αξιοποίηση της εκτεταμένης διασποράς της χώρας που συχνά χαρακτηρίζεται από υψηλή επιστημονική κατάρτιση και σημαντική επιχειρηματική επάρκεια.
Κυρίως όμως προϋποθέτει την αναβάθμιση της δυνατότητας σχεδιασμού και υλοποίησης δημόσιων πολιτικών για την προσαρμογή της χώρας στη λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση. Προϋποθέτει επιπλέον να τεθούν σαφείς προτεραιότητες, που σημαίνει επιλογές και ιεράρχηση. Δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν όλα ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, oι σπάνιοι δημόσιοι επενδυτικοί πόροι πρέπει να κατευθυνθούν προς κατηγορίες ενίσχυσης, όπως καινοτομία, τεχνολογία, συνεργασίες, ψηφιοποίηση και περιβαλλοντική αναβάθμιση, αντί να διατίθενται σε τομείς οι οποίοι μπορεί να σταθούν και από μόνοι τους στα πόδια τους. Η πρωτοβουλία για τον μετασχηματισμό σε μια νέου τύπου οικονομία της γνώσης προϋποθέτει επομένως ένα νέο επιτελικό-επιχειρηματικό1 ρόλο του δημοσίου.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν ένα σύνθετο μείγμα στρατηγικών και μέτρων συχνά ετερόκλητης ιδεολογικής αφετηρίας, άλλοτε «ορθόδοξης», άλλοτε «ριζοσπαστικής» και άλλοτε κινούμενης προς τις νέες κατευθύνσεις της διεθνούς οικονομίας. Πολλά απ΄ αυτά υλοποιούνται ήδη και ακόμα περισσότερα σχεδιάζονται στο πλαίσιο της ΕΑΣ. Είναι ισχυρή πεποίθησή μας ότι μόνο η υλοποίηση στο σύνολό τους είναι σε θέση να απεμπλέξει οριστικά τη χώρα από την κρίση και να τη θέσει σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Χρειάζεται όμως προσοχή: δεν πρόκειται για αγώνα ταχύτητας, αλλά για αγώνα αντοχής, όπου διαδοχικά και καλά σχεδιασμένα βήματα πρέπει να ακολουθούνται από άλλα, αλλού επεκτείνοντας υπαρκτά πλεονεκτήματα και συμμαχίες και αλλού χτίζοντας νέα. Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχουν λαγοί για να βγουν από τα καπέλα.
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης
Πηγή