Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Η «ρεζέρβα» είναι συνώνυμη της καβάτζας, προσθέτει το λεξικό, κι εδώ παύει ο ορισμός, τον οποίο τολμώ να συμπληρώσω, λέγοντας πως η «καβάτζα», όπως χρησιμοποιείται σήμερα, έχει και την έννοια της κρυψώνας, η του καταφυγίου, του σίγουρου μέρους.
Λέμε «έχω τρεις μπίρες καβάτζα, αλλά λέμε επίσης πως «αυτός έκρυψε το πράμα στην καβάτζα του», εννοώντας πως αυτός «έκρυψε τα ναρκωτικά η τα κλοπιμαία σε ένα μυστικό, ασφαλές μέρος». Αυτές τις έννοιες αποδίδει το ρήμα «καβατζώνω», που παράγεται από την καβάτζα, το οποίο επίσης δεν υπάρχει ούτε στον Τεγόπουλο - Φυτράκη, ούτε στον Μπαμπινιώτη.
«Καβατζώνω» σημαίνει «κρύβω, αποταμιεύω, εξοικονομώ», επίσης «εξασφαλίζομαι, καλύπτομαι, βρίσκω ένα σίγουρο μέρος». Τα λεξικά αναφέρουν βέβαια το ρήμα «καβατζάρω», αλλά αυτό δεν έχει ούτε ετυμολογική, ούτε νοηματική σχέση με την καβάτζα, μιας και προέρχεται από το ιταλικό «cavazzare», από τον κάβο, δηλαδή το ακρωτήριο. «Καβατζάρω» σημαίνει «παρακάμπτω ακρωτήρι» ή μεταφορικά «περνώ μια ορισμένη ηλικία».
Τέλος πάντων, η λέξη «καβάτζα» προέρχεται από το ιταλικό «cavezza», που σημαίνει «χαλινάρι», από το λατινικό «capitium», το καπίστρι, το χαλινάρι. Ίσως ο έλεγχος που ασκείται μέσω το χαλιναριού, να παρέπεμψε νοηματικά στον έλεγχο των διαθέσιμων πόρων, όπως γίνεται με το καβάτζωμα αγαθών για τις δύσκολες ώρες. Ας καβατζωθούμε λοιπόν – ποτέ δεν ξέρεις τί γινεται. Αν έχεις καβατζάρει τα πενήντα, τις θές τις καβάτζες σου.
Πηγή