Από τα γεγονότα της ζωής ο θάνατος είναι το πιο ξεκάθαρο, το πιο διαισθητικά προφανές...
Σε νεαρή ηλικία, πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι συχνά νομίζουμε, μαθαίνουμε πως ο θάνατος θα έρθει και πως απ' αυτόν δεν υπάρχει απόδραση. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα λόγια του Σπινόζα, «τα πάντα επιχειρούν να συντηρηθούν στην ίδια τους την ύπαρξη». Στον πυρήνα του καθενός μας υπάρχει μια πανταχού παρούσα σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και στην επίγνωση του αναπόφευκτου θανάτου.
Για να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα του θανάτου, γινόμαστε απείρως εφευρετικοί, προκειμένου να επινοήσουμε τρόπους να τον αρνηθούμε ή να τον αποφύγουμε. Όταν είμαστε μικροί, αρνιόμαστε τον θάνατο με τη βοήθεια των γονεϊκών διαβεβαιώσεων και των κοσμικών ή θρησκευτικών μύθων. Αργότερα τον προσωποποιούμε μετατρέποντάς τον σε μια οντότητα, σ’ ένα τέρας, σ’ έναν μπαμπούλα, σ΄ έναν δαίμονα.
Εξάλλου, αν ο θάνατος είναι μια οντότητα που μας κυνηγά, τότε ενδέχεται να βρεθεί κάποιος τρόπος να του διαφύγουμε. Από την άλλη, όσο τρομαχτικό κι αν είναι ένα τέρας που φέρνει τον θάνατο, είναι λιγότερο τρομαχτικό απ' την αλήθεια - ότι ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του τον σπόρο του θανάτου του.
Αργότερα τα παιδιά πειραματίζονται με άλλους τρόπους, για να περιορίσουν το άγχος θανάτου: διώχνουν την τοξικότητα του θανάτου σαρκάζοντάς τον, τον προκαλούν με παρατολμίες ή απευαισθητοποιούνται εκθέτοντας τον εαυτό τους σε ιστορίες φαντασμάτων και σε ταινίες τρόμου, συντροφευμένοι με ασφάλεια απ' τους συνομηλίκους τους και από λίγο ζεστό βουτυρωμένο ποπκόρν.
Καθώς μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε να βγάζουμε τον θάνατο απ’ τον νου μας. Δημιουργούμε περισπασμούς. Τον μεταμορφώνουμε σε κάτι θετικό (τον ονομάζουμε ταξίδι, γυρισμό, ένωση με τον θεό, αιώνια γαλήνη). Τον αρνιόμαστε με μύθους για τη συνέχιση της ύπαρξης. Αγωνιζόμαστε για την αθανασία μέσα από αθάνατα έργα, προβάλλοντας τον σπόρο μας στο μέλλον μέσα από τα παιδιά μας, ή ασπαζόμενοι ένα θρησκευτικό σύστημα που προσφέρει πνευματική διαιώνιση.
Πολλοί άνθρωποι διαφωνούν μ’ αυτή την περιγραφή της άρνησης του θανάτου. «Ανοησίες!» λένε. «Δεν αρνιόμαστε τον θάνατο. Όλοι θα πεθάνουμε. Αυτό το ξέρουμε. Είναι προφανές. Έχει νόημα όμως να στεκόμαστε σ’ αυτό;»
Η αλήθεια είναι ότι το ξέρουμε άλλα δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε για τον θάνατο, γνωρίζουμε διανοητικά τα δεδομένα, αλλά το ασυνείδητο μέρος του μυαλού μας που μας προστατεύει από το κατακλυσμικό άγχος, έχει αποσυνδέσει ή έχει «μονώσει» τον τρόμο που συνδέεται με τον θάνατο. Αυτή η διαδικασία αποσύνδεσης είναι ασυνείδητη, δεν τη βλέπουμε αλλά μπορούμε να πειστούμε ότι υπάρχει σ’ εκείνα τα σπάνια επεισόδια, όπου ο μηχανισμός της άρνησης αποτυγχάνει και το άγχος θανάτου ξεπηδάει σ’ όλη του την ένταση. Αυτό μπορεί να συμβεί πολύ σπάνια, ίσως μόνο μια ή δυο φορές στη διάρκεια μιας ζωής. Καμιά φορά μας συμβαίνει ενώ είμαστε ξύπνιοι στην καθημερινή ζωή μας, καμιά φορά έπειτα από ένα προσωπικό συμβάν που μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, άλλοτε όταν πεθαίνει κάποιος αγαπημένος μας. Άλλα πιο συχνά το άγχος του θανάτου έρχεται στην επιφάνεια με τους εφιάλτες.
Ο εφιάλτης είναι ένα αποτυχημένο όνειρο, ένα όνειρο που απέτυχε στον ρόλο του ως φύλακας του ύπνου, αφού δεν κατάφερε να «χειριστεί» το άγχος. Παρόλο που οι εφιάλτες διαφέρουν στο έκδηλο περιεχόμενό τους, η διεργασία που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια κάθε εφιάλτη είναι η ίδια: ακατέργαστο άγχος θανάτου έχει διαφύγει από τους φύλακές του και εκρήγνυται στον χώρο του συνειδητού. Η ιστορία «Αναζητώντας τον ονειρευτή» προσφέρει μια μοναδική θέα του άγχους θανάτου από τα παρασκήνια, καθώς δραπετεύει από την ύστατη απόπειρα του νου να το συγκρατήσει: εδώ, ανάμεσα στη διάσπαρτη, σκοτεινή εικονοποιία θανάτου του εφιάλτη του Μάρβιν, υπάρχει ένα εργαλείο που διαλέγει τη ζωή και αψηφά τον θάνατο - το απαστράπτον μπαστούνι με το λευκό άκρο, με το οποίο ο «ονειρευτής» επιδίδεται σε μια σεξουαλική μονομαχία με τον θάνατο.
Η σεξουαλική πράξη θεωρείται απ’ τους πρωταγωνιστές και άλλων ιστοριών σαν ένα φυλαχτό που μπορεί ν’ απωθήσει τη συρρίκνωση, τη γήρανση και το πλησίασμα του θανάτου: από ‘δω προέρχεται και η καταναγκαστική αδιάκριτη σεξουαλικότητα ενός νέου άντρα μπροστά στο φάσμα του καρκίνου που τον σκοτώνει («Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός...»), και η εμμονή ενός ηλικιωμένου να μένει προσκολλημένος στα κιτρινισμένα γράμματα που του έγραψε πριν από τριάντα χρόνια η νεκρή πια αγαπημένη του («Όχι με το μαλακό»).
Στα πολλά χρόνια που έχω δουλέψει με καρκινοπαθείς, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τον επερχόμενο θάνατό τους, διαπίστωσα ότι χρησιμοποιούν δύο ιδιαίτερα ισχυρές και κοινές μεθόδους, για να παραμερίζουν τους φόβους τους για τον θάνατο, δύο πίστεις -θα μπορούσε κανείς να τις πει ακόμη και παραληρητικές ιδέες- που παρέχουν μια αίσθηση ασφάλειας. Η μια είναι η πίστη στην προσωπική ιδιαιτερότητα. Η άλλη, η πίστη σ’ έναν υπέρτατο σωτήρα. Ενώ πρόκειται ουσιαστικά για παραληρητικές ιδέες, εφόσον αντιπροσωπεύουν «ακλόνητες ψευδείς πεποιθήσεις», δε χρησιμοποιώ τους όρους αυτούς με την αρνητική τους σημασία: πρόκειται για πανανθρώπινες πεποιθήσεις που, σε κάποιο επίπεδο συνειδητότητας, υπάρχουν σε όλους μας και που παίζουν έναν ρόλο σε αρκετές από αυτές τις ιστορίες.
Η ιδιαιτερότητα αφορά την πίστη ότι κάποιος είναι άτρωτος, απαραβίαστος - πέρα απ’ τους συνηθισμένους νόμους της ανθρώπινης βιολογίας και μοίρας. Σε κάποια στιγμή στη ζωή μας όλοι θ’ αντιμετωπίσουμε μια κρίση: μπορεί να πρόκειται για μια σοβαρή αρρώστια, για μια αποτυχία στην καριέρα μας ή για ένα διαζύγιο. Ή, όπως συνέβη στην Έλβα στο «Ποτέ δεν φανταζόμουνα πως θα συμβεί σε μένα», μπορεί να είναι ένα γεγονός τόσο απλό όσο η αρπαγή μιας τσάντας, που ξαφνικά απογυμνώνει την κοινή μοίρα του καθενός μας και κλονίζει την κοινή υπόθεση ότι η ζωή μας θα είναι πάντα μια διαρκώς ανοδική σπείρα.
Ενώ η πίστη στην προσωπική ιδιαιτερότητα παρέχει μια αίσθηση ασφάλειας εκ των ένδον, ο άλλος μείζων μηχανισμός άρνησης του θανάτου -η πίστη σ’ έναν τελικό σωτήρα- μας επιτρέπει να νιώθουμε ότι μια εξωτερική δύναμη μας παρακολουθεί συνεχώς και μας προστατεύει. Παρόλο που μπορεί να κλονιστούμε, ν’ αρρωστήσουμε, παρόλο που μπορεί να φτάσουμε ως την έσχατη όχθη της ζωής, είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει κάποιος κρυμμένος παντοδύναμος υπηρέτης που πάντα θα μας επαναφέρει.
Μαζί αυτά τα δύο συστήματα πεποιθήσεων συνιστούν μια διαλεκτική - δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις στην ανθρώπινη μοίρα. Το ανθρώπινο πλάσμα είτε διατρανώνει την αυτονομία του με ηρωική αυτεπιβολή είτε αναζητά την ασφάλεια μέσα απ’ τη συγχώνευση με μια ανώτερη δύναμη: ο άνθρωπος δηλαδή είτε αναδύεται είτε συγχωνεύεται, χωρίζει ή ενώνεται. Γίνεται γονιός του εαυτού του ή παραμένει αιώνιο παιδί.
Οι περισσότεροι από μας ζούμε τον περισσότερο καιρό καλά, αποφεύγοντας με αμηχανία το βλέμμα του θανάτου, γελώντας και συμφωνώντας με τον Γούντυ Άλλεν, όταν λέει: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Απλώς θέλω να λείπω όταν έρθει». Υπάρχει όμως κι άλλος τρόπος: μια μακρά παράδοση που εφαρμόζεται στην ψυχοθεραπεία και η όποια μας μαθαίνει ότι η πλήρης επίγνωση του θανάτου ωριμάζει τη σοφία μας και πλουτίζει τη ζωή μας. Τα τελευταία λόγια ενός απ’ τους ασθενείς μου πριν πεθάνει («Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός...») αποδεικνύουν ότι, παρόλο που το γεγονός -η σωματική πραγματικότητα του θανάτου- μας καταστρέφει, η ιδέα του θανάτου μπορεί να μας σώσει.
Irvin D. Yalom - Ο Δήμιος του Έρωτα
Πηγή