την ανεξαρτοποίηση της πολεμικής ως επαγγελματικής λειτουργίας και σημαίνει το τέλος της κλασσικής πόλης. Οι μακρινές αρχές και η επικράτηση του στρατιωτικού επαγγελματισμού με τη μορφή της μισθοφορίας, όπως και η επιβίωση της αρχαιότατης μορφής του πολέμου, του ιδιωτικού πολέμου, εξετάζονται στο τέλος του κεφαλαίου.
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Η στρατιωτική οργάνωση
Στρατιωτική και δικαστική λειτουργία, η προστασία από τον εξωτερικό κίνδυνο, όπως και η εξασφάλιση της εσωτερικής ειρήνης, αποτελούν τις δύο κύριες λειτουργίες της αρχαίας πόλεως. Στην ομηρική εποχή ήταν και οι δύο ιδιωτική υπόθεση των γενών. Στην κλασσική πόλη, η οποία ταυτίζεται με το σύνολο των πολιτών, πολιτικά δικαιώματα (συνεπώς και την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος) έχουν όλοι όσοι μπορούν να ασκήσουν τη στρατιωτική λειτουργία, δηλαδή να εξοπλισθούν με δαπάνη τους. Οπλίτης και πολίτης ταυτίζονται και η στρατιωτική οργάνωση ακολουθεί εκείνη του πολιτεύματος. Οι φυλές, βάση της οργάνωσης του δήμου στις ελληνικές πόλεις, αποτελούν συνεπώς συγχρόνως τη βάση της στρατιωτικής οργάνωσής του.171
α. Η φυλετική βάση της στρατιωτικής οργάνωσης στην Αθήνα
Το στρατιωτικό ρόλο των φυλών στην Αθήνα αποδεικνύει η ύπαρξη 10 τάξεων κάτω από 10 στρατηγούς, οι οποίοι αρχικά προέρχονταν ένας από κάθε φυλή. Μετά το 501 π.Χ. όταν πλέον οι στρατηγοί εκλέγονται από όλο το δήμο, επικεφαλής των φυλετικών τάξεων βρίσκονται οι 10 ταξίαρχοι. Αλλά και οι κατάλογοι των οπλιτών τηρούνται κατά φυλήν από τον ταξίαρχο, ο οποίος κατά τον 5ο αι. επιλέγει τους πολίτες που χρειάζεται για την επιστράτευση, φροντίζοντας θεωρητικά για την ανακύκλωση των επιστρατευομένων, στην πράξη όμως διαλέγοντας τους πιο έμπειρους. Ο πίνακας με τα ονόματά τους τοιχοκολλείται κάτω από άγαλμα του επωνύμου ήρωος της φυλής, αντίστοιχα και οι πεσόντες στον πόλεμο καταγράφονται κατά φυλές, ενώ και ο επιτάφιος απαγγέλλεται μπροστά σε 10 κενά φέρετρα. Ως μονάδα επιστράτευσης χρησιμεύουν οι υποδιαιρέσεις της φυλής, οι τριττύες. Τούτο αποδεικνύεται από τη διάταξη των τριττύων κάθε φυλής κατά μήκος των δρόμων που οδηγούν στην Αθήνα, έτσι ώστε οι οπλίται λ.χ. της παραλίου τριττύος της Αιγηίδος (που συγκεντρώνει τους παραλιακούς δήμους γύρω από τη Ραφήνα) να μπορούν να ενωθούν στην πορεία τους προς το κέντρο με εκείνους της μεσογαίας τριτττύος της ιδίας φυλής (που περιλαμβάνει τους δήμους από τα Σπάτα, την αρχαία Ερχιά έως την Πεντέλη) και να πάνε πλέον συντεταγμένοι στην Αθήνα, όπου η τάξη της φυλής θα συμπληρωθεί με την αστική τριττύν. Κατά τριττύες —όπως αποδεικνύεται από σειρά οροσήμων των τριτ- τύων που βρέθηκαν γύρω από το ναύσταθμο της Ζέας- πραγματοποιείται και η συγκέντρωση των επιβατών και των πληρωμάτων του στόλου στον Πειραιά172.
β. Η ταξική βάση της στρατιωτικής οργάνωσης
Η γενικευμένη υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία εισάγεται μόλις στα μέσα του 4ου αι. Έως τότε υποχρέωση οπλιτικής υπηρεσίας είχαν μόνο οι τρεις ανώτερες τάξεις με πλειοψηφία βεβαίως των ζευγιτών ή (σύμφωνα με τη διατύπωση που ισχύει μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο) οἱ τά ὅπλα παρεχόμενοι, δηλαδή αυτοί που μπορούν να εξοπλισθούν με δική τους δαπάνη. Αυτοί μόνο ήσαν καταγεγραμμένοι στο ληξιαρχικόν γραμματεῖον, τον κατάλογο δηλαδή αυτών που κληρώνονται ή «ἄρχονται λήξεως»), βάσει του οποίου γίνεται η επιστράτευση. Υπάρχουν χωριστοί, κατά τάξεις, κατάλογοι των πολιτών, οι οποίοι, ανάλογα με το τίμημά τους, κατατάσσονται στους ιππείς ή τους οπλίτες. Οι κατάλογοι (ιππέων και οπλιτών) τηρούνται κατά φυλήν, οι δε πολίτες καταγράφονται σ’ αυτούς κατά ηλικίες. Κατά την εγγραφή τους στον κατάλογο της τάξης τους, οι ιππείς λαμβάνουν ένα ποσό για τον εξοπλισμό, την ονομαζόμενη κατάστασιν, και σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους (ακόμα και στις ειρηνικές περιόδους) πληρώνονται τον σίτον, την τροφή για το άλογο που είναι υποχρεωμένοι να συντηρούν, που είναι μία δραχμή για κάθε μέρα. Η δαπάνη για το ιππικό (οι πληρωμές καταγράφονται στις επιγραφές με τον τύπο ἵπποις σῖτος ἐδόθη) ανέρχεται κατά τον Ξενοφώντα σε 40 τάλαντα ετησίως. Ο ιππεύς πρέπει να διατηρεί εκτός από τον υπηρέτη (όπως οι οπλίτες) και ιπποκόμο με ένα δεύτερο άλογο. Οι ιππείς προέρχονται από τους πλουσιότερους πολίτες και διέπονται ακόμα τον 5 ο αι. από το αριστοκρατικό πνεύμα στη συμπεριφορά και την αμφίεση. Η παρουσία τους δίνει ιδιαίτερη λαμπρότητα στις αθηναϊκές πομπές. Η ζωφόρος των Παναθηναίων μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα ποίημα για το αθηναϊκό ιππικό. Ως σώμα αποτελούν κοινόν που βγάζει ψηφίσματα, κάνει αφιερώματα ή χορηγεί τιμές (στεφάνους). Στους όρκους αναφέρονται χωριστά, καμιά φορά αναφέρεται ότι ορκίζονται όλοι οι ιππείς, όχι μόνο ο αρχηγός για λογαριασμό του σώματος. Τέλος για τους πεσόντες ιππείς προβλέπεται χωριστή στήλη. Το πνεύμα αυτό της διαφοροποίησης από τον υπόλοιπο δήμο, ο οποίος σημειωτέον ότι δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτούς, αλλά και την αναγέννηση της αριστοκρατικής ιδεολογίας του σώματος των ιππέων, που είναι περήφανοι για την προσφορά τους στην άμυνα της Αττικής κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο, μαρτυρεί η ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη: κ’ εμείς πάντα υπερασπιζόμαστε γενναία/την πολιτεία χάρισμα και τους θεούς του τόπου./Και δεν ζητούμε τίποτε γι αυτό παρά μονάχα,/ αν γίνει ειρήνη κάποτε κ’ οι κόποι πάρουν τέλος,/ν’ αφήστε να κρατούμε τα μακριά μαλλιά μας/ και το κορμί να καθαρίζουμε με τη στλεγγίδα.173
Στην άλλη άκρη της κοινωνικής κλίμακας, οι θῆται δεν υποχρεώνονταν τον 5ο αι. σε στράτευση. Επιστρατεύονταν μαζικά ως ψιλοί, αλλά τούτο μόνο στην περίπτωση εισβολής σε γειτονικές πόλεις (Μέγαρα 431, Βοιωτία 424). Το μοναδικό αναφερόμενο τακτικό σώμα θητών είναι αυτό των τοξοτών στο πεζικό και στο στόλο (πάνω από 700 στα Μηδικά, 1300 αργότερα). Οι τοξότες είναι και αυτοί οργανωμένοι σε 10 φυλές υπό τους τοξάρχους. Στους καταλόγους των πεσόντων οι τοξότες αναφέρονται μετά τους οπλίτες και πριν από τους ξένους (μισθοφόρους) που ακολουθούν ως σύμμαχοι. Οι υπόλοιποι από τους θήτες υπηρετούσαν με μισθό ως κωπηλάτες ή ναύτες στο στόλο. Οι μέτοικοί επιστρατεύονταν ως οπλίτες για τη φρουρά της πόλεως και στις πανστρατειές (εκστρατείες «πανδημεί»). Εκτός από μερικούς που απολάμβαναν το προνόμιο της στρατείας, οι υπόλοιποι κατατάσσονταν σε χωριστές μονάδες. Στις αρχές του πελοποννησιακού πολέμου σε συνολικό αριθμό 10-15.000 μετοίκων υπηρετούν 3.000 ως οπλίτες. Από αυτούς που δεν υπηρετούν ως οπλίτες στρατολογούνται οι κωπηλάτες. Οι δούλοι κατά κανόνα αποκλείονται της στρατεύσεως και ακολουθούν ως υπηρέτες (σκευοφόροι) ή υπασπιστές.
Η στρατιωτική αγωγή
Στρατιωτική υπήρξε η πρώτη μορφή της ελληνικής αγωγής. Η παράδοση επιζεί με τη μορφή της αριστοκρατικής αγωγής και του ηρωικού ηθικού ιδανικού, που ο Όμηρος μεταβιβάζει στις ύστερες γενεές.
α. Η σπαρτιατική αγωγή
Το ιδανικό της αρετής, η μίμηση του Ήρωος, αποτελούν ακόμα στην κλασσική εποχή το ηθικό υπόβαθρο της συντηρητικής σπαρτιατικής αγωγής, παίρνουν όμως τώρα νέο περιεχόμενο, σύμφωνο με το πνεύμα της ελληνικής πόλης. Εκείνο που πλέον προέχει δεν είναι απλώς και μόνο η αγωνιστική αρετή του Ομήρου, αλλά η θυσία για την πόλη (Τυρταίος fr. 12 1-10). Η αγωγή είναι κρατική και αποτελεί την προϋπόθεση της πολιτείας. Ο σκοπός της είναι διπλός. Αφενός αυτή παρέχει έναν ηθικό κώδικα, χάρη στην καλλιέργεια της ιδέας της αφιέρωσης στην πατρίδα και της υπακοής στους νόμους, αφετέρου αποτελεί μια τεχνική προετοιμασίας σε έναν τρόπο ζωής, μια αγωγή στην πειθαρχία της ομαδικής στρατιωτικής ζωής και άσκηση στην πολεμική τέχνη. Ο σκοπός επιτυγχάνεται με ένα μακρόχρονο (διαρκεί από το 7ο έως το 20ό έτος της ηλικίας) και ομαδικό «ντρεσσάρισμα» των νεαρών Σπαρτιατών μέσα από διαδοχικά στάδια, στις αγέλες και στη συνέχεια στις βουές, που αντιστοιχούν στις τάξεις ηλικίας του νέου και σηματοδοτούν τις φάσεις μύησής του στην ανδρική ηλικία. Βασικό στοιχείο της αγωγής σε όλα τα στάδια είναι η μουσική, με τη μορφή ασμάτων ή θούριων και χορών, που αποτελούν κεντρικό τμήμα των εορτών της μύησης στα ιερά του Απόλλωνος (Υακύνθια, Γυμνοπαιδίες και Κάρνεια) και στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Με το άσμα (μῷα, κελοία, καθθηρατόριον, εὐάλκης)προωθείται η αγωγή των παίδων στην πειθαρχία της φάλαγγος και στις παραδόσεις της πόλης, ενώ ο πολεμικός χορός (πυρρίχη), αποτελεί τη ρυθμική άσκηση κινήσεων στο χειρισμό των όπλων.
Η μύηση των εφήβων συνεπάγεται, αντιθέτως, σκληρές δοκιμασίες, όπως ο αγών καρτερίας, που πιθανότατα ταυτίζεται με τη διαμαστίγωσιν των εφήβων στο ιερό της Ορθίας, και η κρυπτεία, που συνίσταται στη φυγή και απομόνωση του εφήβου στην ύπαιθρο χώρα και συγχρόνως την άσκησή του στον κλεφτοπόλεμο. Στο τελευταίο αυτό στάδιο της εφηβείας η αγωγή περιλαμβάνει εξάλλου σκληρούς αγώνες μεταξύ ομάδων νέων, όπως η ανελέητη σύγκρουσή των στη νησίδα του Πλατανιστά και ο πιθανόν ταυτιζόμενος με αυτή αγώνας μεταξύ των ομάδων των σφαιρέων, που πρέπει να ήταν ένα είδος σφαιροβολίας συγγενικό ως προς τη σκληρότητα με το αμερικανικό ποδόσφαιρο174.
Η αθηναϊκή εφηβεία
Σε αντίθεση προς τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι, όπως παινεύεται στον Επιτάφιο ο Περικλής, δεν είχαν ανάγκη να ασκούνται μια ολόκληρη ζωή προκειμένου να διαπρέψουν στον πόλεμο. Ο θεσμός της στρατιωτικής θητείας (στρατιωτικής αγωγής και υποχρεωτικής υπηρεσίας) των νέων εισάγεται εκεί μόλις λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. Την περιγραφή του έχουμε από τον Αριστοτέλη (Άθ. Πολ. XLII): Όλοι οι νέοι 18 και 19 ετών (περί τους 450-500) βάσει της έγγραφης στο κοινό γραμματείο και ανεξάρτητα από τίμημα εγγράφονται μετά από δοκιμασία της βουλής στον κατάλογο των εφήβων. Ακολουθεί η εκλογή των 10 σωφρονιστών από τις 10 φυλές και του κοσμητού από όλους τους Αθηναίους. Οι σωφρονιστές εποπτεύουν την πολιτική αγωγή των νέων φυλετών τους ως προς την υπακοή στους νόμους και τους άρχοντες, την πειθαρχία και την τάξη, και την εκπαίδευσή τους στα όπλα, και φροντίζουν για τη διατροφή τους. Κάθε έφηβος παίρνει 4 οβολούς, ο σωφρονιστής 1 δρχ. Οι σωφρονιστές συγκεντρώνουν όλα τα χρήματα και οργανώνουν τα κοινά γεύματα. Ο δήμος εκλέγει επίσης τους ειδικούς δασκάλους, όπως είναι οι παιδοτρίβαι, οι ὁπλομάχοι, ο ἀκοντιοτής, ο τοξότης και ο καταπαλταφέτας (που διδάσκει το χειρισμό του καταπέλτη). Τον πρώτο χρόνο της θητείας τους οι έφηβοι αναλαμβάνουν τη φρούρηση των οχυρών του Πειραιώς. Στη συνέχεια, αφού περάσουν από την εξέταση της εκκλησίας του δήμου, λαμβάνουν από την πόλη τον οπλισμό (δόρυ και ασπίδα) και περιπολούν για ένα έτος στα φρούρια («φυλακτήρια») της Αττικής.
Η θητεία των αθηναίων εφήβων στα φρούρια των συνόρων, όπως και η σπαρτιατική κρυπτεία, έχουν την προέλευση και τα εθνολογικά τους παράλληλα στις τελετές μυήσεως που συνοδεύουν το πέρασμα (rites de passage) από την παιδική ηλικία στην ηλικία της σεξουαλικής και πολιτικής ωριμότητας. Κοινό χαρακτηριστικό των τελετών αυτού του τύπου είναι η άρνηση της καταστάσεως στην οποία ο μυούμενος ετοιμάζεται να μπει, δηλ. εν προκειμένω των οπλιτικών αρετών. Πραγματικά η διετής εφηβεία συμπίπτει με την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στην είσοδο στην ανδρική ηλικία και την αναγνώριση της πολιτικής ωριμότητος και έχει ως βασικό στοιχείο ακριβώς την αναχώρηση και τον κλεφτοπόλεμο, ένα είδος πολέμου που διεξάγεται στα βουνά και βασίζεται στην παραπλάνηση (την απάτη), αποτελεί δηλαδή την απόλυτη άρνηση των αγωνιστικών κανόνων της κανονικής παρατάξεως της φάλαγγος. Είναι εν προκειμένω ενδεικτικό ότι η εγγραφή στις φρατρίες γίνεται στα Άπατούρια, με τα οποία συνδέεται ο αιτιολογικός μύθος του Μελάνθου, του «μαύρου κυνηγού».175
Οι περίπολοι των εφήβων στα σύνορα της Αττικής διαπιστώνονται ήδη από την αρχή του 4ου αιώνα. Η θεσμοθέτηση της «εφηβείας» συγχρόνως με την επέκταση της στράτευσης στους θήτες επιβάλλεται από την ανάγκη της μύησής των στην παράδοση του αθηναίου οπλίτη. Εξυπηρετεί όμως αυτή συγχρόνως και πρακτικές ανάγκες της νέας στρατηγικής, τη δημιουργία μιας εκπαιδευμένης δύναμης για τη φύλαξη των συνόρων. Την απόδειξη για το σκοπό του θεσμού της εφηβείας δίνει ο ταχύς εκφυλισμός της σε ένα είδος αθλητικής εκπαίδευσης των νέων αριστοκρατών ευθύς μετά την κατάργηση της γενικής στράτευσης και της δημοκρατίας, μετά δηλαδή το Λαμιακό Πόλεμο.
γ. Ασκήσεις, γυμνάσια και επιθεωρήσεις
Με εξαίρεση το θεσμό της εφηβείας, η εκπαίδευση των οπλιτών περιοριζόταν – όπως ήδη στο σχετικό κεφάλαιο εκθέσαμε εκτενέστερα- σε ασκήσεις πάνω στις βασικές κινήσεις με οπλισμό, το χειρισμό του δόρατος, τη στοίχιση και την πορεία, ενώ αντίθετα, με εξαίρεση τα ιδιαίτερα μαθήματα οπλομαχίας και τακτικής των πλουσίων νεαρών, έλλειπε η συστηματική άσκηση των πολιτών στις τακτικές κινήσεις και τους ελιγμούς. Γυμνάσια πραγματοποιούνταν μόνο κατά την περίοδο του πολέμου, στο Λύκειο και αντιμετωπίζονταν, όπως και η επιθεώρηση (ἐξέτασις ὅπλων) με δυσθυμία (Αριστ. Ειρήνη 353). Εξέτασις αναφέρεται μόνο στην περίοδο της ολιγαρχίας (411). Διαφορετική είναι – σύμφωνα με τον φιλολάκωνα Ξενοφώντα – η τακτική του Αγησιλάου, ο οποίος προετοιμάζει τις εκστρατείες του με διαγωνισμούς και βραβεία για τους πιο εξασκημένους οπλίτες και τον καλύτερο οπλισμό, όπως στην έναρξη της ασιατικής εκστρατείας (Ξεν. Έλλην. 3.4.15): «Έπειτ’ απ’ αυτά, μόλις άρχισε να μπαίνει η άνοιξη, συγκέντρωσε όλο το στρατό στην Έφεσο, και θέλοντας να τον εξασκήσει αθλοθέτησε βραβεία για όποια μονάδα οπλιτών θα ’χε πιο καλογυμνασμένα κορμιά και για όποια μονάδα ιππικού θα ξεχώριζε στην ιππευτική τέχνη- αθλοθέτησε βραβεία και για τους πελταστές και τους τοξότες που θα ’δειχναν ξεχωριστήν επίδοση στις ειδικότητές τους. Ύστερα απ’ αυτό μπορούσε κανένας να δει όλα τα γυμναστήρια γεμάτα άντρες που γυμνάζονταν, τον ιππόδρομο γεμάτο καβαλλάρηδες, τους ακοντιστές και τους τοξότες να εξασκούνται. Έκανε όμως κι ολόκληρη την πόλη άξια να βλέπεις: η αγορά ήταν γεμάτη από κάθε λογής άλογα και όπλα για πούλημα· σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι – όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου». Το ίδιο επαναλαμβάνεται κατά την αναχώρηση για την Ελλάδα (Ξεν. Έλλην. 4.2. 3): «τότε ο Αγησίλαος που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για το λοχαγό των μισθοφόρων που θα ’παίρνε μέρος στην εκστρατεία με το καλύτερα εξοπλισμένο» (μτφ. Ρ.Ρούφου).
Συστηματικότερη – καθότι αναγκαιότερη, όπως στα οικεία κεφάλαια αναφέρθηκε – είναι η άσκηση του ιππικού και βεβαίως του ναυτικού. Την επιμέλεια της εκπαιδεύσεως του ιππικού στην Αθήνα έχουν – τον 4ο όπως και τον 5ο αι – οι 2 ίππαρχοί και οι 10 φύλαρχοί. Τον ανώτατο έλεγχο ασκεί η βουλή που κάνει επιθεώρηση των ίππων, των όπλων και των ικανοτήτων των ιππέων στην εκτέλεση των ελιγμών (δοκιμασία) και μπορεί να αφαιρέσει την επιχορήγηση (σίτον) ή να εξαιρέσει ένα άλογο. Από τα μέσα του 4ου αι. διοργανώνονται ιππικοί αγώνες, και στις αρχές του 3ου αι. κανονικά γυμνάσια ιππικού.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
Η επιστράτευση
α. Τάξεις ηλικίας
Τη βάση για την επιστράτευση παρέχουν όπως και σήμερα οι τάξεις ηλικίας. Η στρατεύσιμη ηλικία αρχίζει στην Αθήνα με τη συμπλήρωση του 18ου και διαρκεί έως το 60ό έτος. Ο κατάλογος των οπλιτών αποτελείται συνεπώς από 42 τάξεις ή ηλικίες. Οι ταξίαρχοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν ενημερωμένο τον κατάλογο της φυλής τους. Κάθε ηλικία χαρακτηριζόταν με το όνομα του άρχοντος επί του οποίου είχε γίνει η καταγραφή, και του επωνύμου ήρωος της ηλικίας. Οι νεότατοι και οι πρεσβύτατοι δεν περιλαμβάνονταν στις τάξεις (= συντάγματα) των οπλιτών. Από τους άνω των 60 ετών, τους λεγόμενους υπέρ τον κατάλογον, εκλέγονταν οι διαιτηταί.
β. Η προκήρυξη της επιστράτευσης
Η προκήρυξη της επιστράτευσης με τον τύπο «αὔριον δ’ ἔσθ’ ἔξοδος» και oι ονομαστικοί – κατά φυλές – κατάλογοι των επιστρατευομένων τοιχοκολλούνται στο μνημείο των επωνύμων στην αγορά, συγχρόνως δε καθορίζεται και ο χρόνος της εκστρατείας. Δεν ήταν εντούτοις σπάνιο, όπως διαπιστώνει αγανακτισμένος ο χωρικός του Αριστοφάνη (Ειρήνη 1179-1190), τα ονόματα να αλλάζουν την τελευταία στιγμή. Τον 4ο αι. η πρόσκληση βάσει των ονομαστικών καταλόγων έχει αντικατασταθεί από την κλήση ολοκλήρων τάξεων ηλικιών. Διακρίνονται τρία στάδια επιστράτευσης.
Το πρώτο είναι αυτό που θα λέγαμε γενική επιστράτευση, στρατεία πανδημεί ή πανστρατιά, και λαμβάνει χώρα μόνο στις περιπτώσεις ανάγκης άμυνας της ίδιας της χώρας ή εκστρατειών σε πλησίον περιοχές.
Το δεύτερο, η στρατεία ἐν τοῖς ἐπωνύμοις, αφορά την κλήση, όπως θα λέγαμε σήμερα, σειρών εφέδρων. Σ’ αυτήν την περίπτωση καλούνται μόνο ορισμένες τάξεις ή ηλικίες, για παράδειγμα από το 30ό ως το 40ό έτος (στην πρόσκληση αναφέρονται τα ονόματα των επωνύμων ηρώων των αντιστοίχων ηλικιών).
Το τρίτο είναι η στρατεία ἐν τοῖς μέρεσι, μερική δηλαδή επιστράτευση, κατά την οποία καθορίζεται ο απαιτούμενος συνολικός αριθμός και εν συνεχεία κατανέμεται ισομερώς στις ηλικίες. Μεταξύ των συνομηλίκων στρατεύονται πρώτα όσοι δεν έχουν υπηρετήσει.
Απαλλαγή από τη στράτευση ισχύει μόνο για τους βουλευτές και τους άρχοντες, τους τελώνες (μισθωτές τελωνείων) και τους χορευτές (τα μέλη των τραγικών και κωμικών χορών).
Ενστάσεις είναι συχνές στην περίπτωση στρατείας ἐν τοῖς μέρεσι. Η ένσταση κατατίθεται προφορικά στους στρατηγούς (βλ. Λυσ. 16.14: «προσελθών ἔφην τῷ Ὀρθοβονλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου»). Για τους ανυπότακτους προβλέπεται η δίωξη βάσει της γραφής ἀστρατείας.
γ. Η επιστράτευση τον στόλου
Με την απόφαση επιστράτευσης του στόλου διατάσσεται η παράδοση των πλοίων και των σκευών τους από τους επιμελητάς των νεωρίων στους τριηράρχους, οι οποίοι υποχρεώνονται να τα παρουσιάσουν έτοιμα για τον απόπλου σε καθοριζόμενη με την απόφαση ημερομηνία, σε συγκεκριμένο σημείο του κεντρικού λιμένος.176 Παράλληλα τα πληρώματα συγκεντρώνονται συντεταγμένα κατά τριττύες στους προκαθορισμένους χώρους της τριττύος των δίπλα στους νεώσοικους της Ζέας (σε κάθε τριττύ αντιστοιχούν 10 νεώσοικοι) προκειμένου να κατανεμηθούν στα πλοία (Δημοσθ. 14.22). Μια ιδιαίτερα ζωντανή περιγραφή της ατμόσφαιρας της επιστράτευσης στο λιμάνι δίνει ο Αριστοφάνης στους Άχαρνής: αλλ’ ευθύς τα τριακόσια/καράβια σας στη θάλασσα θέλατε ρίξει/ και θάταν θόρυβον η πολιτεία γεμάτη/ απ’ τους στρατιώτες, καθώς θα γινόταν/ του τριηράρχου η εκλογή και μισθό θα μοιράζαν/ και τ’ αγάλματα θα χρύσωναν της Παλλάδος,/ θα βούιζε η στοά απ’ το συναγμένο πλήθος,/ θα μοίραζαν σιτάρι εκεί, ασκιά θάταν, τρουπωτήρες,/ καδιά θ’ αγόραζαν, εληές, σκόρδα, κρομμύδια/ θάχαν σε δίχτυα, θάβλεπες εκεί στεφάνια, σαρδέλλες, αυλητρίδες, χέρια με φουσκάλες· απ’ τάλλο μέρος θάβλεπες στο ναυπηγείο κουπιά να ξύνουν, να χτυπούν καρφιά, να δένουν/τις τρουπωτήρες στους σκαρμούς, σουραύλια να λαλούνε, παρα- κινιστικά και πίφερα σφυρίγματα ν’ αχούνε177 (μτφ. Γ. Σουρή).
Η επιμελητεία
Η οργάνωση του ανεφοδιασμού είναι ένα από τα σπουδαιότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάθε στρατός σε εκστρατεία. Από αυτήν εξαρτάται η πειθαρχία και το ηθικό του και τελικά η επιτυχία της εκστρατείας. Έτσι, για το Θουκυδίδη (Α 11) η μακρά διάρκεια του Τρωικού πολέμου οφειλόταν ακριβώς στη διάσπαση του ελληνικού στρατού, τα δύο τρίτα της δύναμης του οποίου ήταν μονίμως απασχολημένα με την τροφοδοσία, την καλλιέργεια της γης στη Χερσόνησο και τη λεηλασία.
Για τον κλασσικό πόλεμο, που ήταν περιορισμένος, τόσο ως προς το χώρο, όσο και ως προς τη διάρκεια, το σιτηρέσιο μιας συνηθισμένης εκστρατείας κάλυπτε συνήθως μία έως το πολύ επτά μέρες, ενώ σε μια καλά προετοιμασμένη εκστρατεία μπορούσε να υπάρξει πρόβλεψη για τροφή τριάντα ημερών. Τούτο αποτελεί π.χ. όρο της συνθήκης του 420 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων, Αργείων, Ηλείων και Μαντινέων.178 Στην Αθήνα ο εφοδιασμός για την κανονική διάρκεια μιας εκστρατείας (που συνήθως ήταν τρεις ημέρες) αποτελούσε υποχρέωση του ιδίου του οπλίτη. Η σχετική ανακοίνωση αποτελούσε μέρος της προκήρυξης της επιστράτευσης (βλ. Αριστοφ. Ειρήνη 1181-83, Άχαρνής 197, Σφήκες 243): ἔχοντας ἥκειν σιτί’ ἡμερῶν τριῶν. Το βασικό είδος διατροφής ήταν το χοντροκομμένο κριθάρι, που συμπληρωνόταν με τυρί και κρεμμύδια, έτσι ώστε όλος ο γυλιός να μυρίζει κρεμμυδίλα. (Ειρήνη 1129). Ακόμα και ο ταξίαρχος Λάμαχος στους Άχαρνής φέρει στον ώμο του το σακκίδιο με θυμάρι, αλάτι, ξερό μπακαλιάρο και τα απαραίτητα κρεμμύδια.179 Δεν υπάρχει συσσίτιο. Το μαγείρεμα ήταν υπόθεση του κάθε στρατιώτη. Έτσι, ο Αθηναίος Χάρης με τους Φλειασίους αιφνιδιάζει τους Σικυωνίους λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα, την ώρα που στο οχυρό, άλλοι από αυτούς λούζονταν, άλλοι μαγείρευαν, άλλοι ζύμωναν και άλλοι ετοίμαζαν τα οτρώματά τους (Ξε- νοφ. Έλλην. 7.2.22). Το μαγείρεμα είναι κανονικά δουλειά του άκολον- θον, που μπορεί να είναι ένας δούλος (παϊς βλ. Δημοσθ. 54,4 κ.α.) ή ακόμα κάποιος φτωχός συγγενής (Ιααίος 5.4). Ο ακόλουθος συνόδευε τον οπλίτη, κουβαλώντας κατά την πορεία την ασπίδα, όπου συνήθως ήταν δεμένα τα στρωσίδια και ο χειρόμυλος για το άλεσμα του κριθαριού ή του σταριού. Πιο αυταρχικά καθεστώτα, όπως του Διονυσίου Α΄ (Διόδωρος 13.95.3) ή του Φιλίππου Β’ απαιτούσαν από το στρατιώτη να μεταφέρει καμιά φορά τροφές ακόμα και για 30 μέρες, τούτο μάλιστα αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης του μακεδόνα χωρικού, ο οποίος σε αντίθεση προς τον αθηναίο ή τον σπαρτιάτη οπλίτη δεν είχε (ούτε του επιτρεπόταν να έχει) ακόλουθο (Πολύαινος Στρατ. 4.2.10). Στη Σπάρτη, όπου ο στρατός είχε κατά κάποιο τρόπο επαγγελματικό χαρακτήρα, η οργάνωση της εκστρατείας διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες (Ξεν. Λακ. Πολ. 11.2). Μετά την πρόσκληση από τους εφόρους των στρατευσίμων κλά- σεων πεζικού, του ιππικού και του τεχνικού σώματος, οι Σπαρτιάτες εφοδιάζονται πλήρως, έτσι ώστε να μην τους λείπει στο στρατόπεδο ό, τι είχαν και στην πόλη, ενώ ειδικοί κανονισμοί καθορίζουν τα σχετικά με τη μεταφορά με άμαξες ή με υποζύγια, όλων των αναγκαίων για το στράτευμα. Είναι χαρακτηριστική εν προκειμένω η υψηλή θέση που είχαν οι στρατοῦ σκευοφορικοῦ ἄρχοντες στον κύκλο των αξιωματούχων που συνόδευε το βασιλιά των Λακεδαιμονίων. Με την οργάνωση των μετακινήσεων και του εφοδιασμού του σπαρτιατικού στρατού συνδέεται πιθανώς και το εκτεταμένο οδικό δίκτυο της Λακωνίας και της Αρκαδίας, για το οποίο ήδη έγινε λόγος.
Για τον πέρα από το συνηθισμένο στις εκστρατείες χρόνο, τη φροντίδα του επισιτισμού ανελάμβανε είτε η ίδια η πόλις με την αποστολή της παρασκευής από την πατρίδα, όπως έκαναν οι Αθηναίοι επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας (Θουκ. Ζ 93.4, Η 42.1) είτε οι σύμμαχοί της, στο χώρο των οποίων διεξαγόταν η εκστρατεία, εφόσον βεβαίως τούτο περιλαμβανόταν στους όρους της συμμαχίας, όπως στην περίπτωση της συνθήκης του 420 π.Χ. και όπως συχνά συνέβαινε στην ελληνιστική εποχή. Το εκστρατευτικό σώμα συνοδευόταν έτσι είτε από σκευοφόρους με τα απαραίτητα τρόφιμα, είτε από –ενδεχομένως χρηματοδοτούμενους από την πόλη- εμπόρους, η ασφάλεια των οποίων αποτελούσε κύρια μέριμνα του στρατηγού, όπως φαίνεται από την τοποθέτησή τους στο μέσον της παράταξης π.χ. κατά την προετοιμασία της πρώτης σύγκρουσης των Αθηναίων με τους Συρακοσίους (Θουκ. Ζ 67.1), ή από τη διάταξη της πορείας κατά την υποχώρησή τους (Θουκ. Η 78.2).
Δύο ενδιαφέροντα παραδείγματα οργάνωσης του ανεφοδιασμού ενός μεγάλου εκστρατευτικού σώματος έχουμε οτην φανταστική, εμπνευσμένη από την οργάνωση του σπαρτιατικού στρατού, αφήγηση της εκστρατείας του Κύρου (Ξενοφ. Κύρου Παιδεία 6.2.25-41) και στην περιγραφή των προετοιμασιών της τραγικά πραγματικής σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων (Θουκ. Ζ 22). Οι δυσκολίες του εγχειρήματος της τροφοδοσίας της μεγάλης και μακρινής αυτής εκστρατείας διακρίνονται στο λόγο του Νικία.
Έχουμε απόλυτη υπεροχή στο στόλο για να μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη μεταφορά του εφοδιασμού. Θα πρέπει να μεταφέρουμε μαζί μας με εμπορικά πλοία δημητριακά -σιτάρι και καβουρντισμένο κριθάρι – και μυλωνάδες που θα επιστρατεύσουμε κατ’ αναλογία από τους μύλους μας με μισθό, ώστε αν μας πιάσει κακοκαιρία να έχει ό, τι χρειάζεται ο στρατός, ο οποίος θα είναι πολυάριθμος και η κάθε πολιτεία δεν θα μπορεί να τον δέχεται.
Στον ιδανικό χώρο του μυθιστορήματος του Ξενοφώντος, ο Κύρος, για μια πορεία που προβλέπεται να κρατήσει 15 μέρες μέσα από έρημη περιοχή, διατάσσει τη συγκέντρωση τροφίμων (στάρι, κριθάρι, νερό, κρασί) για 20 μέρες, τα οποία πρέπει να κουβαλούν στην πλάτη τους οι ίδιοι οι στρατιώτες, ενώ συγχρόνως φροντίζει για την προσαρμογή του διαιτολογίου στις ανάγκες των στρατιωτών και στις συνθήκες της εκστρατείας. Για παράδειγμα προβλέπονται οι αναγκαίες ποσότητες πόσιμου νερού και αυτού που χρειάζεται για την παρασκευή του χυλού, όπως και η βαθμιαία αντικατάσταση του κρασιού από νερό. Ειδική μέριμνα λαμβάνεται για τον παράλληλο εφοδιασμό σε υγειονομικό υλικό, σε ξυλεία και σε εργαλεία. Για τη συντήρηση των όπλων και γενικά της εξάρτυσης των οπλιτών επιστρατεύονται τεχνίτες σιδηρουργοί, ξυλουργοί και υποδηματοποιοί, ενώ χρέη σκαπανέων για τη διάνοιξη των δρόμων αναλαμβάνουν ειδικά εξοπλισμένοι με φτυάρια και κασμάδες ψιλοί, που πάνε μπροστά από το κύριο σώμα του στρατού. Όσον αφορά τις σκευοφόρες άμαξες λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για την προετοιμασία του δρόμου και την ασφάλεια της πορείας των αμαξών με τη στρατιωτική πλαισίωσή τους, ειδικά στα επικίνδυνα περάσματα. Σημειωτέον τέλος ότι στους εμπόρους που συνοδεύουν το στράτευμα – οι οποίοι όχι μόνο επιδοτούνται από το βασιλιά με προκαταβολή της δαπάνης, αλλά και αμείβονται με ειδικές τιμές – απαγορεύεται, με απειλή τη δήμευση του εμπορεύματος, η πώληση τροφίμων πριν από την πάροδο των 20 ημερών, που προβλέπονται από τη διαταγή επιστράτευσης.
Η τροφή μοιραζόταν, όπως είπαμε, αρχικά σε είδος, δηλαδή σε μερίδες σίτου ή κριθαριού. Στη συνέχεια, όταν η τροφοδοσία πήρε τη μορφή ημερήσιας αποζημίωσης σε χρήμα, την υποχρέωση της οργάνωσης της προμήθειας και του ελέγχου της δαπάνης, μέσω ενός ταμία, την ανέλαβε ο στρατηγός. Η προμήθεια των τροφίμων πραγματοποιόταν στις αγορές που διοργάνωναν είτε οι έμποροι που συνόδευαν το στράτευμα, είτε οι φιλικές ή ουδέτερες πόλεις, μέσα από την περιοχή των οποίων περνούσε ο στόλος ή ο στρατός. Στην πρώτη περίπτωση ειδική μέριμνα έπρεπε να ληφθεί από τον στρατηγό για τον έλεγχο της αισχροκέρδειας, ακόμα και με την αγορά -εφόσον κρινόταν απαραίτητο- των τροφίμων χονδρικώς από τους διοικητές των συνταγμάτων, οι οποίοι ανελάμβαναν στη συνέχεια τη διανομή στους στρατιώτες. Στη δεύτερη, μάλλον σπάνια περίπτωση, η αγορά, λόγω δυσπιστίας προς το συμμαχικό στρατό, οργανωνόταν συνήθως έξω από τα τείχη της πόλης, οι άρχοντες της οποίας διατηρούσαν την διαχείριση αλλά και την οικονομική εκμετάλλευση της.180
Η ανάγκη αγοράς των τροφίμων από τους στρατιώτες οδηγεί ωστόσο στη χαλάρωση της συνοχής του στρατεύματος. Τούτο υπήρξε μία από τις κύριες αιτίες της καταστροφής στους Αιγός Ποταμούς. Ακόμα πιο διαλυτικές ήταν ωστόσο οι συνέπειες της καθυστέρησης της μισθοδοσίας, που ανάγκαζαν τους στρατιώτες να αναζητήσουν μόνοι τους τα αναγκαία για τη διατροφή τους χρήματα. Έτσι, επανειλημμένα πληροφορούμεθα τώρα για τη μίσθωση των στρατιωτών ως ημερομίσθιων αγροτικών εργατών στους ντόπιους γαιοκτήμονες181, ή για πράξεις λεηλασίας σε βάρος ουδετέρων.
Η οργάνωση της τροφοδοσίας του κλασσικού στρατού δεν σημαίνει βέβαια την παραίτηση από την επίσημη προσφυγή σε πανάρχαιες μεθόδους, όπως ήταν η ληστεία ή η επίταξη των αγροτικών προϊόντων (προ- νομή), πράγμα που όμως εξέθετε το στράτευμα σε σημαντικό κίνδυνο (βλ.Διόδ. 13.88.1: τούς τ’ ἐν ταῖς προνομαῖς αὐτῶν κατελάμβανον). Η διατροφή του στρατού οε βάρος του εχθρικού πληθυσμού (ἡ τροφή τοῦ στρατοῦ ἐκ ταῶν πολεμίων, βλ. Ισόκρ. Παναθ. 82) αποτέλεσε βασικό στοιχείο της σπαρτιατικής στρατηγικής των ετήσιων εκστρατειών στην Αττική στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου. Οι εκστρατείες διαρκούσαν όσο και τα διαθέσιμα τρόφιμα, έτσι ώστε π.χ. αυτή του 425 να κρατήσει μόνο 15 μέρες, γιατί ακόμα δεν είχε ωριμάσει το στάρι (Θουκ. Δ 6. 1-2: εκτός από αυτό (την πληροφορία για την κατάληψη της Πύλου) είχαν κάνει την εισβολή πολύ νωρίς την άνοιξη και το σιτάρι ήταν ακόμη χλωρό. Σπάνιζαν τα τρόφιμα για το στρατό). Η συστηματική διατροφή του στρατού εις βάρος της χώρας συνδέεται τώρα, όπως και στον Τρωικό Πόλεμο, με μακροχρόνιες εκστρατείες, όπως για παράδειγμα, εκείνες του Δερκυλίδα το 399-398 ή του Αγησιλάου το 395 (Ξενοφ. Έλλην. 4.1.16), όπου οι πολεμική δράση εναλλάσσεται με την οργάνωση της εκμετάλλευσης των περιοχών, την οχύρωσή τους όπως και τη δημιουργία μόνιμης βάσης τροφοδοσίας για το στρατό σ’ αυτές.
Με την εξασφάλιση της τροφοδοσίας του στρατού του συνδέεται πιθανώς και η δραστηριότητα του Δερκυλίδα στη Μ. Ασία και στη Χερσόνησο, όπου αυτός αναλαμβάνει την αποκατάσταση του παλαιού (για πρώτη φορά αναφέρεται στον Ηρόδοτο) αγροτικού τείχους των Χερσονησιωτών (Ξενοφ. Έλλην. 3.2.10-11): Την ώρα που οι απεσταλμένοι της Σπάρτης βρίσκονταν στην ίδια σκηνή με το Δερκυλίδα, κάποιος από την ακολουθία του Αράκου θύμισε ότι είχαν αφήσει στη Λακεδαίμονα πρέσβεις των Χερσονησιωτών, που δήλωναν ότι δεν μπορούσαν πια να καλλιεργήσουν τη Χερσόνησο επειδή την καταλήστευαν οι Θράκες -ενώ αν χτιζόταν ένα προστατευτικό τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη, θα υπήρχε άφθονη κι εύφορη γη να καλλιεργήσουν κι αυτοί και όσοι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν… (Ο Δερκυλίδας πέρασε με το στρατό του από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή όχθη). Εκεί διαπίστωσε πως υπήρχαν έντεκα-δώδεκα πόλεις και πρώτης τάξεως γη, που τη ρήμαζαν όμως – όπως ακριβώς τούχαν πει – οι Θράκες. Μετρώντας τον ισθμό τού βρήκε πλάτος τριάντα επτά στάδια· τότε, χωρίς να χάσει καιρό, έκανε θυσία κι άρχισε να κατασκευάζει τείχος, μοιράζοντας τη δουλειά στις μονάδες με την υπόσχεση ότι θάδινε βραβεία σ’ εκείνους που πρώτοι θα τελείωναν το κομμάτι τους, και στους άλλους ανάλογα με την επίδοσή τους. Με αυτό τον τρόπο αποτελείωσε το τείχος – πούχε αρχίσει μόλις την άνοιξη – πριν τελειώσει το καλοκαίρι· τόχτισε έτσι που να κλείνει μέσα του έντεκα πόλεις, πολλά λιμάνια, πολλή και καλή γη για σπορά και πολλές φυτείες, καθώς και πάμπολλους θαυμάσιους βοσκοτόπους για κάθε λογής ζώα, Αφού τάκανε όλ’ αυτά, ξαναπέρασε αντίκρυ στην Ασία.
Οι μακρόχρονες εκστρατείες και η ανάγκη οργάνωσης μονίμων φρουρών σε ξένες πόλεις από τους μισθοφορικούς στρατούς των ελληνιστικών βασιλείων έκαναν ωστόσο απαραίτητη τη συστηματική οργάνωση της επιμελητείας. Τούτο μαρτυρείται από το Στράβωνα (XVI 2,10) για το στρατό των Σελευκιδών, και από μία επιγραφή με λεπτομερείς οδηγίες (και τιμωρίες για τη μη τήρησή τους) που αφορούν στην αποθήκευση (σφράγιση, φύλαξη κλειδιών, τακτικό ποσοτικό και ποιοτικό έλεγχο, αντικατάσταση αλλοιωθέντων υλικών) και τη λήψη μέτρων προστασίας (τον τρόπο αποθήκευσής τους, την τακτική παρακολούθηση της κατάστασης και ανανέωσή τους, επισκευή ζημιών κλπ) τριών ειδών πρώτης ανάγκης -του σταριού, του κρασιού και της ξυλείας- που προορίζονταν για τη μακεδονική φρουρά του Φιλίππου Ε’ στη Χαλκίδα (A JA42, 1938, στ. 51-54). Ακόμα και σ’ αυτά τα χρόνια όμως τον κύριο ρόλο εξακολουθούν να έχουν οι ιδιώτες έμποροι, που οργανώνουν τις τοπικές αγορές ή ακολουθούν από πίσω το στρατό, σχηματίζοντας μαζί με τα κοπάδια των ζώων και τις οικογένειες των μισθοφόρων ένα ατέλειωτο μπουλούκι, που δυσχεραίνει μεν την πορεία, από την άλλη πλευρά όμως εξασφαλίζει την υλική και ηθική στήριξη των απάτριδων στρατιωτών.
Ανάλογος είναι και ο τρόπος αντιμετώπισης της προμήθειας των όπλων για το στράτευμα, η οποία κανονικά γίνεται κατευθείαν από τους ενδιαφερόμενους. Μια ζωντανή εικόνα της δραστηριότητας της αγοράς, την παραμονή μιας εκστρατείας, μας δίνει ο Ξενοφών (Έλλην. 3. 4.17): Η αγορά (της Εφέσου) ήταν γεμάτη από λογής άλογα κι όπλα για πούλημα· σιδεράδες, μαραγκοί, χαλκουργοί, βυρσοδέψες, ζωγράφοι, όλοι έφτιαχναν πολεμικά όπλα, έτσι που η πόλη έμοιαζε στ’ αλήθεια εργαστήριο πολέμου. Πρωτοπόρος στο θέμα της κρατικής οργάνωσης της παραγωγής όπλων, πρόδρομος και σ’ αυτό των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων, είναι ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο οποίος στην τεράστια προσπάθεια προετοιμασίας για τον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων (μέσα στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η δημιουργία του καταπέλτη και των πολιορκητικών μηχανών στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε) μετατρέπει ολόκληρη την πόλη σε ένα γιγαντιαίο πολεμικό εργαστήριο.
Την περιγραφή οφείλουμε αυτή τη φορά στο Διόδωρο (14. 41. 3-4): Συγκέντρωσε (ο Διόνυσος) χωρίς καθυστέρηση ειδικευμένους τεχνίτες, άλλους επιστρατεύοντας από τις υπηκόους πόλεις, άλλους δελεάζοντας με υψηλές αμοιβές από παντού, την Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμα και την επικράτεια των Καρχηδονίων. Είχε την πρόθεση να κατασκευάσει ένα μεγάλο αριθμό από πανοπλίες, όλων των ειδών τα βαλλιστικά όπλα, και πολεμικά πλοία, τετρήρεις αλλά και πεντήρεις, ένα τύπο που για πρώτη φορά έμπαινε στα σκαριά. Μόλις συγκεντρώθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός ειδικευμένων εργατών, τους κατένειμε σε ειδικά εργαστήρια, επικεφαλής των οποίων τοποθέτησε τους πιο γνωστούς (επίσημους) από τους πολίτες, και υποσχέθηκε ειδικές αμοιβές για τους κατασκευαστές των όπλων. Τους μοίρασε στη συνέχεια δείγματα κάθε είδους πανοπλιών,καθώς είχε συγκεντρώσει μισθοφόρους από πολλά έθνη, και σκόπευε να προμηθεύσει κάθε στρατιώτη με την εθνική του πανοπλία, έτσι ώστε και εντύπωση μεγάλη να κάνει ο στρατός του, αλλά και στη μάχη να αποδώσουν καλύτερα οι πολεμιστές, καθώς θα πολεμούσαν ο καθένας με τα όπλα που γνώριζε καλύτερα. Καθώς όλοι οι Συρακόσιοι έσπευσαν να υποστηρίξουν την προσπάθεια του Διονυσίου, η κατασκευή των όπλων αποτέλεσε γρήγορα το αντικείμενο μεγάλου ανταγωνισμού. Πρόναοι και οπισθόδομοι των ναών, γυμνάσια και στοές, όχι μόνο δεν έμεινε δημόσιος χώρος που να μη γεμίσει από εργάτες, αλλά ακόμα και τα καλύτερα σπίτια μετατράπηκαν σε εργαστήρια για τη μαζική κατασκευή όπλων. Έτσι, χάρη στη συγκέντρωση από παντού σε ένα συγκεκριμένο χώρο τόσων εξαίρετων ειδικευμένων τεχνιτών, ο ζήλος των οποίων καλλιεργήθηκε από τις σημαντικές αμοιβές και τα βραβεία που προτάθηκαν για τους καλύτερους, ανακαλύφθηκε τότε στις Συρακούσες ο καταπέλτης. Όμως και ο Διονύσιος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτά, αλλά επισκεπτόμενος καθημερινά τους εργάτες, τους απηύθυνε φιλικά το λόγο, έδινε δώρα στους πιο εργατικούς και τους καλούσε σε τραπέζι. Ο αξεπέραστος αυτός ανταγωνισμός εξηγεί πώς οι τεχνίτες κατάφεραν τότε να εφεύρουν τόσα νέα βαλλιστικά όπλα και νέες και χρήσιμες μηχανές.
Υγειονομική υπηρεσία
Πολύ λιγότερο οργανωμένη, ή ορθότερα ανύπαρκτη, είναι στην κλασσική περίοδο η υγειονομική υπηρεσία του στρατού. Τη φροντίδα για τους τραυματίες έχουν συνήθως οι φίλοι και συγγενείς μεταξύ των στρατευμένων ή οι σύμμαχες πόλεις, σπανιότερα επαγγελματίες γιατροί που προσλαμβάνονται από την πόλη (δημόσιοι γιατροί)182 ή από το στρατηγό για προσωπική του χρήση.
Η οργάνωση του στρατοπέδου
Η ασφάλεια της παραμονής του στρατού στο εχθρικό έδαφος αποτελεί, μαζί με την τροφοδοσία του, ένα από τα βασικότερα στοιχεία της στρατηγικής.183 Τα ελληνικά στρατόπεδα ήταν ουσιαστικώς ανοχύρωτοι, συνεπώς χωρίς τυπική μορφή, χώροι, που επελέγοντο για τα πλεονεκτήματα της φυσικής οχυρής μορφής του εδάφους.184 Το πιο συνηθισμένο οχυρωματικό έργο ήταν μια τάφρος ή ένα ανάχωμα καί μια πρόχειρη περίφραξη από κομμένα δένδρα, κλαδιά και θάμνους, η κοπή των οποίων συνέβαλλε συγχρόνως και στην ερήμωση της εχθρικής χώρας. Για τον καταυλισμό του στρατού χρησίμευαν καλύβες φτιαγμένες επίσης από θάμνους και ξύλα. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα επιχειρήματα κατά της συστηματικής οχύρωσης του στρατοπέδου είναι ότι αυτό θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε παγίδα για τον περιχαρακωμένο στρατό, ή ότι ο αριθμός και η διάταξη των σκηνών θα ήταν δυνατόν να δώσει πληροφορίες για την αριθμητική του δύναμη στον εχθρό.185Εξαίρεση αποτελούν και εδώ οι Σπαρτιάτες.186 Τα προσωρινά στρατόπεδά τους -που φρόντιζαν να μετακινούν συνεχώς – ήταν ανοιχτά, με σκοπιές για τη φύλαξη των όπλων από τον εσωτερικό εχθρό και προφυλακές ιππικού ή – κατά τη νύκτα – Σκιριτών προσκόπων, για τον έλεγχο των πέριξ.
Οι μονιμότερες όμως εγκαταστάσεις π.χ. για τον έλεγχο ενός στρατηγικού σημείου, είχαν χοντρικά κυκλική, προσαρμοσμένη στο έδαφος, μορφή. Η εγκατάσταση των στρατιωτών επραγματοποιείτο κατά τάξεις, σε χωριστά παραπήγματα. Συστηματικά αντιμετωπίζεται το θέμα της οργάνωσης και προστασίας του στρατοπέδου από τον επαγγελματία στρατιωτικό Ιφικράτη, που όχι μόνο την κρίνει απαραίτητη ακόμα και μέσα σε φιλική χώρα, αλλά και χρησιμοποιεί τον αριθμό των σκηνών για παραπλάνηση του εχθρού (Πολύαινος, Στρατηγ. 3.9.19). Η ανάγκη οργάνωσης μιας επιχειρησιακής βάσης στο ξένο έδαφος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του επιτειχισμού της Πύλου από τους Αθηναίους στον Πελοποννησιακό, ή της ανατολικής Αττικής από τον Πάτροκλο στο Χρεμωνίδειο πόλεμο, συνεπάγεται βεβαίως τη δημιουργία μονιμότερων στρατοπέδων από αργούς λίθους, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει τη συστηματικότερη εσωτερική τους οργάνωση. Τα οργανωμένα ελληνιστικά στρατόπεδα, όπως αυτό του Πύρρου στο Beneventum (275 π.Χ.) που αποτέλεσε το πρότυπο των ρωμαϊκών (βλ. Επίμετρο), φαίνεται ότι ακολουθούν μια τελείως διαφορετική και πολύ παλαιότερη, ασσυριακή-περσική, παράδοση.
III. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο πόλεμος υπήρξε απαρχής και παρέμεινε ως το τέλος της αρχαιότητος μία σε μεγάλο βαθμό οικονομική υπόθεση. Η διαφορά είναι όχι ενώ στην αρχή εμφανίζεται ως μια κερδοφόρος επιχείρηση, στη συνέχεια, καθώς εξελίσσεται σε ένα μέσο ασκήσεως πολιτικής, αποβαίνει ένα οικονομικό πρόβλημα, τόσο ως προς την εξεύρεση των πόρων για τις συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες, όσο και ως προς χη διαχείρισή χους.
Ο πόλεμος ως κερδοφόρος επιχείρηση
Όπως ήδη στην αρχή του βιβλίου αναφέρθηκε, για χους αρχαίους Έλληνες ο πόλεμος αποτελούσε έναν τρόπο πλουτισμού, μια κτητική πρακτική (Αριστοτ. Πολιτ. 1257 β). Τούτο δεν ισχύει μόνο για τον κόσμο του Ομήρου ή για την αρχαϊκή Ελλάδα (Ηροδ. 3.57-59, Meiggs-Lewisαρ. 16). Αυτό χο νόημα είχε π.χ. η εκστρατεία του Μιλτιάδη κατά της Πάρου (Ηροδ. 6.132). Παρόμοια, για τους συμμάχους της Δηλιακής συμμαχίας η λεηλάτηση της περσικής επικράτειας εννοείται ως ένα είδος πολεμικής αποζημίωσης για τα Μηδικά (Θουκ. A 96.1).
Η πόλη συνεπώς όχι μόνο δεν επιβαρύνεται οικονομικά από τον πόλεμο, αλλά προσκομίζει κέρδος από τα λάφυρα (στους κλασσικούς ιστορικούς ονομάζονται συνήθως λεία, και – όταν προέρχονται από τη σκύλευση των ηττημένων σε μάχη – σκύλα)187και τη δεκάτη (το 10%) που ανήκει στην προστάτιδα θεότητα της πόλης. Η πώληση των λαφύρων, που ακολουθεί τη μοιρασιά από τον υπεύθυνο στρατηγό (δεκάτη των θεών, μερίδιο των συμμάχων, ἀριστεῖα για τους πιο γενναίους κλπ), πραγματοποιείται συνήθως επί τόπου, στο πεδίο της μάχης από ειδικούς κρατικούς λειτουργούς, τους λαφυροπώλας, και τροφοδοτεί ένα σημαντικότατο εμπόριο. Μια ιδέα των οικονομικών μεγεθών δίνουν οι πίνακες στο βιβλίο του Pritchett GSW I σ. 75-76 (με την αξία των λαφύρων από μια σειρά μαχών από το 480 έως το 223) και σ. 78-79 (με αριθμούς των αιχμαλώτων, η πώληση ή εξαγορά των οποίων αποτελούσε ένα ακόμα μεγαλύτερο έσοδο). Οι πολεμικές δαπάνες, τα αμυντικά έργα και (στον 4ο αι.) η μισθοφορία χρηματοδοτούνται από τα λάφυρα.
Ο κλασσικός πόλεμος είναι υπόθεση των πολιτών που μπορούν να εξοπλισθούν μόνοι τους. Η επιβολή φόρων είναι συνεπώς και άχρηστη και ασυμβίβαστη με την έννοια του πολίτη, αποτελεί σημείο υποτελείας που χαρακτηρίζει τον υπήκοο του Μεγάλου Βασιλέως και γενικά τη σατραπική οικονομία. Φόροι δεν προβλέπονται ούτε στους Πόρους του Ξενοφώντος. Οι έκτακτες πολεμικές ανάγκες της πόλεως αντιμετωπίζονται με τις εισφορές των πολιτών. Χαρακτηριστικό της πολεμικής οικονομίας της παραδοσιακής ελληνικής πόλης, είναι το παράδειγμα της οικονομικής προετοιμασίας των Σπαρτιατών για τον πελοποννησιακό πόλεμο, που βασίζεται σε προσφορές μεμονωμένων και ομάδων ιδιωτών ή πόλεων. Οι σχετικές πληροφορίες του Θουκυδίδη (Α 141.5, A 80.4, A 121.3) επιβεβαιώνονται επιγραφικώς (για τον απλό τύπο της καταγραφής των συνεισφορών βλ. Meiggs-Lewis 67: [ο δείνα] ἔδοκε τοῖς Λακεδαιμονίοις ποττόν πόλεμον (ο δείνα έδωσε στους Λακεδαιμονίους για τις δαπάνες του πολέμου, ακολουθεί αριθμός και νόμισμα).
Η αρχαιότερη και μοναδική πολεμική επιβάρυνση της αρχαίας κοινότητος αφορά στη συντήρηση του στόλου. Στον 6ο αι. η κατανομή της στους Αθηναίους πραγματοποιείται μέσω των ναυκραριῶν. Η Αττική διαιρείται σε 48 ναυκραρίες (12 από κάθε φυλή) που διοικούνται από μια συναρχία ναυκράρων. Κάθε ναυκραρία αναλαμβάνει την κατασκευή και τον εξοπλισμό ενός πλοίου καθώς και τη συντήρηση του πληρώματος. Τις δαπάνες οι ναύκραροι εισπράττουν από τους πλουσίους με τη μορφή ενός φόρου (Άθ. Π. 8,3, ναυκραρικόν τέλος). Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένους οι ναυκραρίες έγιναν 50 (όπως δείχνει ο αριθμός των αττικών πλοίων στην Αίγινα κατά τον Ηρόδοτο). Οι ναυκραρίες καταργούνται με τη ναυτική μεταρρύθμιση του Θεμιστοκλέους το 483/2, όταν αποφασίζεται η κατασκευή από την πόλη (με έξοδα του δήμου) 200 τριήρων.
Οι πολεμικές δαπάνες των Αθηνών
Οι πολεμικές δαπάνες στην κλασσική περίοδο, δεν αποτελούν τυπικό δείγμα της οικονομίας μιας αρχαίας πόλης. Η Αθήνα βρίσκεται επικεφαλής μιας ναυτικής αυτοκρατορίας, και είναι ως εκ τούτου υποχρεωμένη να συντηρεί μια πολεμική οικονομία, άγνωστη στις άλλες πόλεις, ακόμα και στη μεγάλη αντίπαλό της, τη Σπάρτη.
Οι σημαντικότερες πολεμικές δαπάνες αφορούν στον εξοπλισμό του ναυστάθμου και στις οχυρώσεις.
α) Η ανανέωση του στόλου εξακολουθεί ακόμα τον 4ο αι. να αποτελεί την κυριότερη δαπάνη. Τούτο οφείλεται, πρώτον στη συνεχή αύξηση του αριθμού των τριήρων (έτσι, αν το 404 στόχος ήταν οι 300 τριήρεις, το 359 π.Χ. οι τριήρεις είναι 392, το 325 π.Χ. υπάρχουν 360 τριήρεις, 43 τετρήρεις και 7 πεντήρεις), δεύτερον στο υψηλό κόστος κατασκευής και εξοπλισμού μιας τριήρους, που ενδέχεται να ανέλθει σε δυο τάλαντα για κάθε σκάφος, ένα τάλαντο (=6.000 δρχ.) για την κατασκευή και άλλο ένα για τον εξοπλισμό. Στο κόστος πρέπει να ληφθεί υπόψη και ο ρυθμός ανανέωσης του στόλου, που προσδιορίζεται από τις απώλειες στον πόλεμο, τις κακοκαιρίες και την κακή συντήρηση, λόγω της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, μετά την τριετία πολλές τριήρεις θεωρούνται πλέον «παλαιαί».
β) Οι εγκαταστάσεις του ναυστάθμου: κατά τον Ισοκράτη η κατασκευή των νεωσοίκων εκόστισε 1.000 τάλαντα.
γ) Οι οχυρώσεις: Η μετατροπή ενός πύργου στην Ελευσίνα (Maier) απαιτεί 280 μεροκάματα (X 6 οβ= 1.686 δρχ.), η κατασκευή ενός πύργου στην Κύζικο, 1533 μεροκάματα= 9.200 δρχ. Η δαπάνη για τα Μακρά Τείχη (5-7 χλμ με δεκάδες πύργων) υπολογίζεται ότι ανήλθε σε 800-1000 τάλαντα.
Παράλληλα πρέπει να υπολογισθούν και οι λειτουργικές δαπάνες για την άμυνα. Όπως είναι φυσικό, οι πολεμικές δαπάνες σε καιρό ειρήνης διαφέρουν από εκείνες της πολεμικής περιόδου.
α. Πάγιες δαπάνες σε καιρό ειρήνης
Για τη φυλακή της πόλεως – σύμφωνα με τον ολιγαρχικό συγγραφέα της ψευδοξενοφ. Ἀθηναίων Πολιτείας – η Αθήνα της εποχής της ειρήνης του Νικία απασχολούσε:
1.200 ιππείς x 1 δρχ. ημερ. (ολοχρονίς)…………………………… 40-80 τ
1.600 τοξότες χ 4 οβ…………………………………………………….. 40-80 τ
550 φρουρούς νεωρίων-Ακροπ. χ 3 οβ………………… 16 τ
Σε υπηρεσία εκτός Αθηνών απασχολούνται:
4.000 άνδρες ως πληρώματα πλοίων
(6 μήνες χ 3 οβ)…………………………………………….. 7 3 τ
2.500 οπλίτες (χ 4 οβ.)………………………………………. 101 τ =174 τ
Σύνολο…………………………………………………………….. περίπου 300 τ
Η εφηβεία (τον 4ο αι. Αριστ. Άθ. Πολ.) στοιχίζει….. 40 τα
Οι πολεμικές δαπάνες σε καιρό πολέμου
Υπάρχει αδυναμία υπολογισμού του γενικού κόστους του πολέμου ή μιας εκστρατείας, πολύ περισσότερο που σ’ αυτό θα έπρεπε να συνυπολογισθεί το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, τραυματίες, όπως και η απώλεια ημερών εργασίας των αγροτών. Από το συνδυασμό φιλολογικών και επιγραφικών πληροφοριών – οι τελευταίες αφορούν στις πληρωμές που γίνονται κάθε χρόνο από το ταμείο της Αθηνάς188– έχουν υπολογισθεί οι δαπάνες για τις πολιορκίες της Σάμου (1.277 τ) και της Ποτίδαιας (κατά τον Θουκ. Β 70.2, 2.000 τ). Η εκστρατεία της Σικελίας, που ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως πολυτελεστάτην, εστοίχισε συνολικά 4.500-5.000 τ. Έχει ακόμα εκτιμηθεί ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος εστοίχισε από 35.000 (Beloch) έως 47.000 (Francotte) τάλαντα, στα οποία φυσικά δεν συνυπολογίζονται οι υλικές ζημιές, οι απώλειες ωρών εργασίας κλπ. Τον 4ο αι. οι πολεμικές δαπάνες αυξάνονται. Πέρα από εκείνες που οφείλονται στην τελειοποίηση της τεχνικής (μηχανήματα), ιδιαίτερα βαραίνουν τα οικονομικά της πόλεως, η μεγάλη διάρκεια των επιχειρήσεων και οι συνέπειές τους: η ανάγκη συνεχούς ανανέωσης του στόλου, και κυρίως το σιτηρέσιον (4 οβολοί) ή η αντίστοιχη τροφή (για εκστρατείες πέραν των τριών ημερών των Αθηναίων πολιτών, δεδομένου ότι οι θήτες πρέπει να τραφούν και να θρέψουν και την οικογένεια τους) και ο μισθός των μισθοφόρων (π.χ. κατά τον Ισοκράτη οι μισθοφόροι του Συμμαχικού Πολέμου εστοίχισαν στις αντίπαλες πόλεις 1.000 τάλαντα).
Η αντιμετώπιση των πολεμικών δαπανών
Οι πολεμικές δαπάνες, κυρίως η βαρύτερη από αυτές, αυτή της κατασκευής των πλοίων, αντιμετωπίζονται τον 5 ο αι. χάρη στο συμμαχικό φόρο.
Τον 4ο αι., αντίθετα, η πόλις έχει περιορισθεί στα δικά της έσοδα. Αυτά (όπως και στις άλλες ελληνικές πόλεις) προέρχονται από την κρατική περιουσία (μίσθωση μεταλλείων, αλυκών και ακινήτων), τους εμμέσους φόρους που βαρύνουν το μεγάλο εμπόριο (ἐλλιμένιον 2% στις εξαγωγές και εισαγωγές), το εσωτερικό εμπόριο, τις μισθώσεις των φόρων (ἐπώνιον) καθώς και από τις λειτουργίες και τις έκτακτες επιδόσεις. Μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες (ανάληψη ενός τομέως κρατικών δαπανών) ήταν η τριηραρχία, η ανάληψη της δαπάνης συντήρησης μιας τριήρους και των σκευών της, συχνά και της προκαταβολής του μισθού των ναυτών. Από το 428 προστίθεται και η εισφορά (φόρος επί του κεφαλαίου) που επίσης επιβαρύνει τους πλουσιότερους από τους πολίτες. Εκείνη τη χρονιά το κατατεθειμένο στο ταμείο της Αθηνάς αποθεματικό είχε μειωθεί από 6.000 τ. (που ήταν προ του πολέμου) σε 945 τ., η δε επανάσταση της Μυτιλήνης απαιτούσε νέες δαπάνες.
Τότε επιβάλλεται για πρώτη φορά η εισφορά 200 τ. (Θουκ. Γ 19.1: αὐτοί εἰσενεγκόντες τότε πρῶτον εἰσέφερον). Σύμφωνα με την υπόθεση του Thomsen (που στηρίζεται σε ένα κείμενο του ιστορικού Κλειδήμου) η εισφορά κατανέμεται σε 100 συμμορίες στις οποίες συμμετέχουν οι 3 πρώτες τάξεις. Έτσι, για παράδειγμα, στην εισφορά του 428, που είχε προοδευτικό χαρακτήρα, κάθε μέλος της συμμορίας επιβαρύνθηκε, ανάλογα με το τίμημα του, με 5-8 δρχ. Σε κάθε συμμορία συγκέντρωσαν οι 500μέδιμνοι 1 τάλαντο, οι 300μέδιμνοι μισό τάλαντο, οι ιππείς 10 μνας, δηλ. συνολικά οι 100 συμμορίες συγκέντρωσαν 166 2/3 τ., στα οποία προστέθηκε η εισφορά των μετοίκων, που επιβαρύνονταν με το 1/6 του ποσού, έτσι ώστε το σύνολο να φθάσει τα 200 τ. Η εισφορά επιβάλλεται πάλι συγχρόνως με την προσπάθεια ανασύστασης της αθηναϊκής συμμαχίας το 378-7. Το ποσόν της εκάστοτε επιβαλλόμενης εισφοράς κατανέμεται όμως τώρα ισόποσα σε 400 συμμορίες, και όλοι επιβαρύνονται αναλογικά βάσει του τιμήματος (περιουσίας) που δηλώσανε. Οι πληροφορίες προέρχονται από τους λόγους του Δημοσθένη κατά του Αφόβου και κατά του Ανδροτίωνος. Οι δαπάνες των εκστρατειών των ετών 378/7 έως 372/1 καλύπτονται εκτός από την εισφορά, από τα λάφυρα και (από το 374/3 κ.ε.) από τη σύνταξίν των συμμάχων (το ποσόν της συντάξεως καθορίζεται από το συνέδρων των Συμμάχων και επικυρώνεται από την αθηναϊκή εκκλησία). Ειδική εισφορά επιβάλλεται συνεχώς από το 348-325, για την κατασκευή της σκευοθήκης και των νεωρίων.
Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ. ΜΙΣΘΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ
Η πόλη και οι στρατηγοί
Στον Όμηρο και στις αρχαϊκές κοινωνίες, όπως και στην κλασσική Σπάρτη, πολιτική και στρατιωτική εξουσία ταυτίζονται, θεωρείται ως εκ τούτου αυτονόητο ότι την αρχηγία του στρατού και τη διοίκηση των επιχειρήσεων έχουν οι αρχηγέτες βασιλείς.
Η ιστορική εξέλιξη στην Αθήνα του αξιώματος του αρχηγού του στρατού διέπεται από την αρχή της αποτελεσματικότητος μέσω του καταμερισμού της εργασίας και της αυτονόμησης των λειτουργιών. Τις πολεμικές αρμοδιότητες της βασιλείας ανέλαβε μετά την κατάργησή της ένας από τους εννέα άρχοντες, ο πολέμαρχος. Τούτον πλαισιώνουν από το 501-500 δέκα στρατηγοί, εκλεγόμενοι αρχικά από τις 10 φυλές (από το 460 ανεξάρτητα από αυτές, δηλ. ἐξ ἁπάντων τῶν Ἀθηναίων), οι οποίοι ασκούν και την πραγματική διοίκηση του στρατού, αρχικά και έως το Μαραθώνα εκ περιτροπής, στη συνέχεια με ανάθεση εκάστοτε από το δήμο μιας συγκεκριμένης εκστρατείας. Στον 4ο αι. οι στρατηγοί εξειδικεύονται: υπάρχει ένας στρατηγός ἐπί τούς ὁπλίτας, δύο για τη φρούρηση του Πειραιώς (Μουνιχίας και Ακτής), ένας στρατηγός που είναι υπεύθυνος για την οργάνωση των συμμοριών – είναι αυτός που καταρτίζει τους καταλόγους των τριηραρχών -, ενώ οι υπόλοιποι έξι αναλαμβάνουν τη διοίκηση των εκάστοτε εκστρατειών (Αριστ. ΆΘ. Πολ. 41.1). Ο πολέμαρχος διατηρείται ως άρχων με δικαστικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες που αφορούν στους ξένους.
Πόλεμος και ειρήνη αποφασίζονται παντού (ακόμα και στη Σπάρτη) από το σύνολο των πολιτών-οπλιτών, στην Αθήνα από την εκκλησία του δήμου. Ο δήμος άμεσα ή έμμεσα, μέσω της βουλής, διευθύνει τις επιχειρήσεις, εκλέγει τους στρατηγούς, τους ελέγχει σε κάθε πρυτανεία (Αριστ. Άθ. Πολ. 41.2) τους επιβάλλει πρόστιμα και ενδεχομένως τους καθαιρεί.
Ωστόσο, στην πράξη, όπως είναι φυσικό, την πρωτοβουλία για την εφαρμογή των γενικών στρατηγικών στόχων έχει μόνο ο υπεύθυνος για την εκστρατεία στρατηγός, που χαρακτηρίζεται συνήθως ως στρατηγός αυτοκράτωρ. Αυτός σχεδιάζει τις απαιτούμενες εκάστοτε στρατηγικές κινήσεις και παίρνει τις αποφάσεις που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση του σχεδίου, οι οποίες σε περιπτώσεις που συνεπάγονται αλλαγή της γενικής στρατηγικής (αλλαγή του στόχου, ειρήνη και ανατροπή των συμμαχιών) χρειάζονται βεβαίως την επικύρωση του δήμου.189
Η παραδοσιακή στρατηγική της φάλαγγος, όπως και η νέα στρατηγική, είχαν περιορισμένους στόχους, όπως την οργάνωση της πορείας και την κατάληψη των κατάλληλων θέσεων, τον εξαναγκασμό του εχθρού σε μάχη με αιφνιδιασμό ή την υπερκέραση με παράκαμψη της θέσεώς του. Η έλλειψη βασικών εφοδίων, όπως χαρτών, πυξίδος και κυρίως ρολογιών, καθώς και η πρωτόγονη κατάσταση των διαβιβάσεων έκαναν αντιθέτως δύσκολη αν όχι αδύνατη – όπως αποδεικνύουν οι επανειλημμένες αποτυχίες190 – την πραγματοποίηση συντονισμένων επιχειρήσεων.
Ο στρατηγός του 6ου ακόμα και του 5ου αι. δεν χρειαζόταν να έχει ειδικές γνώσεις. Αρκούσαν οι έμφυτες αρετές και γνώσεις του ευπατρίδη, και από την εποχή της σοφιστικής, αυτές του πλούσιου και πεφωτισμένου αθηναίου αστού: ο κοινός νους, το θάρρος, η άσκηση στα όπλα και ο λόγος (η ικανότητα να εμπνέει τους στρατιώτες στη μάχη). Ο πολιτικός ήταν συγχρόνως και στρατηγός, όπως ο Περικλής ή ο Κλέων. Ήδη από τα μηδικά είχε εντούτοις αρχίσει να διαγράφεται το διαζύγιο του στρατηγού από την πόλη. Στρατηγοί όπως ο Μιλτιάδης, ο Παυσανίας και ο Θεμιστοκλής, αποκτούν τέτοια προσωπική ακτινοβολία, ώστε να είναι σε θέση να ασκούν μια δική τους πολιτική, η οποία ξεπερνά τα όρια της πόλης, ενώ ο Αλκιβιάδης θέτει τον εαυτό του πάνω από την πόλη. Τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία στην Αθήνα τον 4ο αι. Οι πολιτικοί ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης, δεν ασχολούνται με τη διοίκηση του στρατού, που έχει γίνει το αποκλειστικό έργο ειδικών (Ιοοκρ. Ειρήνη 54-65, Πλουτ. Φωκίων 7.5).
Για να μπορούν να ακούγονται στην εκκλησία οι στρατηγοί είναι συνεπώς υποχρεωμένοι να συνεργάζονται με πολιτικούς, με αποτέλεσμα την εμπλοκή τους στις διαμάχες των παρατάξεων και συχνά την καθαίρεση και εξορία τους.’91 Από την άλλη πλευρά οι στρατηγοί ως επαγγελματίες, ειδικοί στα στρατιωτικά, μπαίνουν συχνά στην υπηρεσία ξένων ηγεμόνων, ή και πόλεων. Έτσι, ο Τιμόθεος είναι φίλος του Αμύντα και του Ιάσονα των Φερών, ο Ιφικράτης δημιουργεί ολόκληρο πλέγμα συγγενειών: είναι γαμπρός του Κότυος και υποστηρικτής του γιου του Κερσοβλέπτη στη διαμάχη με τους αδελφούς του, συγχρόνως δε υιοθετημένος γιος του Αμύντα, συνεπώς και προστάτης των θυγατέρων του τελευταίου.192 Ο ίδιος, όπως και ο Χαβρίας και ο σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος, υπηρετούν ιδιωτικά στην Αίγυπτο.193 Οι σχέσεις, η δύναμη και τα χρήματα έχουν ως αποτέλεσμα την ανεξαρτοποίηση των στρατηγών από την πόλη, αν και δεν διευκρινίζεται πάντοτε σε ποιο βαθμό αυτοί ενεργούν ως ιδιώτες ή σύμφωνα με επίσημες εντολές της Αθήνας.
Στην ανεξαρτησία των στρατηγών συμβάλλει και η αλλοίωση της σύνθεσης του στρατού, αποτέλεσμα της αύξησης του μισθοφορικού στοιχείου. Η ελλιπής χρηματοδότηση από την πόλη οδηγεί πράγματι στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των στρατευμάτων, για την εξεύρεση τροφής όπως και για τον πλουτισμό (λάφυρα), από το στρατηγό, ο οποίος τείνει πλέον να εξομοιωθεί με τον τύπο των condottieri, των περιβόητων αρχηγών μισθοφόρων της Αναγέννησης (βλ. Ξενοφ. Έλλ. 6.2.14 για την περίφημη εκστρατεία στην Κέρκυρα το 373/2).194 Τούτο όμως ιδιαίτερα χαρακτηρίζει τη δεύτερη γενιά των αθηναίων στρατηγών, ένα Χάρη, ένα Χαρίδημο και έναν Αθηνόδωρο, με την ευκαιρία της δράσης των οποίων ο Αισχίνης διαπιστώνει ότι η πόλη δεν γνωρίζει πλέον πού βρίσκεται ο στρατός της (Περί Παραπρεσβείας 2.73: ἐκπλεῖν τήν ταχίστην Ἀντίοχον καί ζητεῖν Χάρητα).
Η μισθοφορία
Κλείνοντας το κεφάλαιο δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε κάπως εκτενέστερα στην εξέλιξη του στρατιωτικού επαγγελματισμού ή της μισθοφορίας, που χαρακτηρίζει την περίοδο της ακμής των πολεμικών τεχνών στο δεύτερο αυτό μισό του 4ου αι..
Μισθοφόροι υπήρχαν πάντα, η μισθοφορία ήταν όμως στην Ελλάδα ένα φαινόμενο άγνωστο πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η φήμη του έλληνα οπλίτη, του οποίου την εξάρτυση και την τεχνική περιγράψαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, ως ειδικού στο στρατιωτικό επάγγελμα, είχε ήδη από τον 7ο αι. ξεπεράσει τα όρια της Ελλάδος. Έτσι, στην περίοδο της μεγάλης εξάπλωσης του Ελληνισμού μεγάλος είναι ο αριθμός αυτών που ζητούν την τύχη τους ως μισθοφόροι στην υπηρεσία ξένων, κυρίως του αιγυπτιακού και του ασσυριακού στρατού. Σ’ αυτούς ανήκουν οι Έλληνες και Κάρες μισθοφόροι του Ψαμμητίχου Α΄, που χάραξαν τα ονόματά τους στα πόδια του αγάλματος του Ραμσή Β’, στο Αμπού Σιμπέλ,193 όπως και ο αδελφός του Αλκαίου, του οποίου ο ποιητής σε ένα πασίγνωστο ποίημα χαιρετίζει την επιστροφή από την Βαβυλώνα.196 Στη σύγχρονη Ελλάδα οι μισθοφόροι περιορίζονταν πάντως αποκλειστικά σχεδόν στη σωματοφυλακή των τυράννων, οι οποίοι δεν εμπιστεύονταν τους συμπολίτες τους. Η περίοδος της ακμής της οπλιτικής φάλαγγος των πολιτών-οπλιτών δεν ήταν πρόσφορη για τον επαγγελματία και άπατρι μισθοφόρο στρατιώτη. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν τα ειδικά σώματα που απαιτούσαν μακρόχρονη εκπαίδευση, όπως το σώμα των τοξοτών, όπου ειδικεύονται οι Κρήτες ή εκείνο των Ακαρνάνων σφενδονητών.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά το τέλος και εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου, ως συνέπεια της αλλαγής της κοινωνικής θέσης του οπλίτη και της απότομης αύξησης του αριθμού των ανέργων και καλά εκπαιδευμένων στον πόλεμο οπλιτών.
Ως προς το πρώτο, το αποφασιστικό βήμα έγινε με την αποσύνδεση του στρατιώτη από την αντίστοιχη εισοδηματική τάξη των τα όπλα παρεχόμενων. Από τη στιγμή που η πόλη αναλαμβάνει τον εξοπλισμό των θητών και την πληρωμή του σιτηρεσίου για τις όλο και πιο μακρόχρονες πλέον εκστρατείες,197 πολύ περισσότερο όταν αυτοί εκστρατεύουν ως σύμμαχοι επί πληρωμή198 καταργούνται ουσιαστικά και τα σύνορα μεταξύ του οπλίτη και του μισθοφόρου.
Από την άλλη πλευρά, οι συνεχείς εκστρατείες οδήγησαν στη δημιουργία μέσα στο ίδιο το πολιτικό σώμα μιας κατηγορίας ανθρώπων που έμαθαν να ζουν από τον πόλεμο και τα τυχερά του και οι οποίοι προσφέρονταν πλέον ως εθελοντές ή επιλέγονταν κατά προτεραιότητα οτις επιστρατεύσεις.199 Η εξέλιξή τους σε ένα είδος επαγγελματιών οφείλεται στην πείρα και την ειδική εκπαίδευση στη σύγχρονη πολεμική τεχνική, στα νέα όπλα και την τέχνη της τειχομαχίας. Τέτοιοι επαγγελματίες στρατιώτες αποτέλεσαν τον Ιερό Λόχο του Πελοπίδα, τους Χιλίους του Άργους (Διοδ. 12,75.5), πιθανώς και τους ἐπιλέκτους διαφόρων πόλεων, όπως π.χ. του Φλειούντος (Ξεν. Έλλην. 2.5. 3, 22-23) ή των αττικών επιγραφών.200 Στην Κύρου Ανάβασιν του Ξενοφώντος, που χρονολογείται στην αρχή ήδη της περιόδου, έχουμε μια πρώτης τάξεως και από πρώτο χέρι πηγή για τις ικανότητες και τα επιτεύγματα ενός σώματος 10.000 ελλήνων μισθοφόρων. Το νέο είδος του πολέμου του 4ου αι. με τις απαιτήσεις του επαγγελματισμού που συνεπαγόταν, έκανε την παρουσία τους ολοένα και πιο αναγκαία, ούτως ώστε οι περισσότεροι εθνικοί στρατοί των μέσων του 4ου αι. να αποτελούνται ουσιαστικά από μισθοφόρους (είναι οι άνθρωποι για τους οποίους ο Φίλιππος έλεγε ότι «γι’ αυτούς ο πόλεμος είναι ειρήνη και η ειρήνη πόλεμος» (Διοδ. 18.10.1) και οι στρατηγοί τους να εξελιχθούν αντίστοιχα στον τύπο του αθηναίουcondottiere που περιγράφηκε προηγουμένως. Μερικοί από αυτούς συμβαίνει να δημιουργούν ακόμη και ιδιωτικούς στρατούς. Τον μισθοφορικό κίνδυνο επισημαίνει επανειλημμένα ο Ισοκράτης.201 για τον οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά των μισθοφόρων πελταστών από τους πειρατές (Πανηγ. 115 ).
Η πραγματική καθιέρωση στο σώμα των «ξένων» ήρθε εντούτοις με την ἀνάβασιν του Αλεξάνδρου που συνοδεύεται από 50.000 μισθοφόρους, τις ακόλουθες συγκρούσεις των διαδόχων και τη δημιουργία των νέων βασιλείων, τα οποία έπρεπε να βασισθούν αποκλειστικά πλέον σ’ αυτή τη μισθωμένη πολεμική δύναμη. Η ελληνιστική εποχή είναι συνεπώς η χρυσή εποχή της μισθοφορίας, με τη δημιουργία ακόμα και αγορών μισθοφόρων, όπως αυτή του Ταινάρου, όπου με την έναρξη της ετήσιας πολεμικής περιόδου πραγματοποιούνταν οι προσλήψεις. Οι ελληνιστικοί βασιλείς, ιδιαίτερα οι Λαγίδες, επεδίωξαν με κάθε τρόπο, όπως με τις παραχωρήσεις προνομίων και γαιών (κληρουχιών) κλπ., τον προσεταιρισμό των μισθοφόρων στην ιδέα της δυναστείας. Η αποσύνδεση ωστόσο της πολεμικής λειτουργίας από την έννοια της πατρίδος, στην οποία ήρθε να προστεθεί η σταδιακή εξάντληση της πηγής των ελλήνων μισθοφόρων, υπήρξε αναμφισβήτητα – πέρα από κάθε άλλη τεχνικής φύσεως καθυστέρηση, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν η βασική αιτία της αδυναμίας των βασιλείων αυτών να αντιμετωπίσουν το ρωμαϊκό εθνικό στρατό.
Η πειρατεία
Η γενίκευση του επαγγελματικού και απάτριδος στρατού των μισθοφόρων, παράλληλα με την ανεπαίσθητη μεταμόρφωση και αυτού του οπλιτικού στρατού των πολιτών, δύο φαινόμενα που χαρακτηρίζουν την περίοδο της παρακμής της ελληνικής πόλης, συνοδεύεται από την αναβίωση της μορφής του ιδιωτικού πολέμου, της πειρατείας, η οποία τώρα αναλαμβάνει επίσημο ρόλο στις συγκρούσεις ανάμεσα στα ελληνιστικά κράτη.
Η ληστεία ή πειρατεία (στις πηγές δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους) αποτελεί μια αρχαϊκή μορφή πολέμου, αυτή ενός ιδιωτικού πολέμου, ιστορικά αλληλένδετου με τις πρώτες μορφές των διεθνών σχέσεων και του εμπορίου, που στηρίζεται νομικά στο δικαίωμα της κατάσχεσης αγαθών ή της απαγωγής ανθρώπων (της σύλης και της ἀνδροληψίας) ως νομίμων αντιποίνων, με βάση την αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης και αλληλεγγύης των μελών της κοινότητας. Με τον ίδιο όρο καλύπτονται, παράλληλα με τις εμπορικές, και άλλες οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται έξω από τα όρια της νομιμότητος που εγγυάται η πόλις, όπως είναι η λεηλασία ναυαγίων ή η απαγωγή. Παραδοσιακοί πειρατές αυτού του τύπου (ευκαιριακοί ή συστηματικοί) θεωρούντο οι Φοίνικες και οι Τυρρηνοί. Σχετικά παραδείγματα υπάρχουν πολλά στον Όμηρο και γενικά στους ελληνικούς μύθους.
Από τον 6ο αι. οι πόλεις προσπάθησαν και πέτυχαν με μια σειρά νομικών ρυθμίσεων που προέβλεπαν τη δυνατότητα εξαγοράς και αποζημιώσεων – πρόκειται για τα σύμβολα (=διακρατικές συμφωνίες που ορίζουν τον τρόπο εκδίκασης των διαφορών με προσφυγή στα δικαστήρια της ξένης πόλης) και τα ρύσια (=εγγυήσεις)- να θέσουν κάτω από έλεγχο αυτό τον τρόπο της ιδιωτικής λύσης των διαφορών. Η πειρατεία αρχίζει έτσι σταδιακά να διακρίνεται τόσο από τις κανονικές διαδικασίες ανταλλαγών, όπως είναι το εμπόριο, όσο και από τον πόλεμο, που έπαυσε πλέον να αποτελεί ιδιωτική vendetta.
Η επιβίωση της μορφής του ιδιωτικού πολέμου εννοείται στο εξής μόνο στο γεωγραφικό και πολιτικό περιθώριο του συστήματος των πόλεων. Η πειρατεία ασκείται -ευκαιριακά ή συστηματικά- από λαούς ή ομάδες, που είτε βρίσκονται στο περιθώριο της κρατούσης τάξεως, είτε σε αντίσταση σ’ αυτήν, και ειδικά σε περιόδους απουσίας μιας δύναμης ικανής να επιβάλλει την ειρήνη των θαλασσών, όπως η μινωική Κρήτη, η Αθήνα του 5ου-4ου αι., οι Πτολεμαίοι τον 3ο, η Ρόδος το 2ο και η Ρώμη από το 100 π.Χ. Ο γεωγραφικός χώρος όπου ενδημεί η πειρατεία στην ελληνιστική περίοδο, είναι οι απομονωμένες, εκτός των οδών του εμπορίου και των πολιτιστικών ρευμάτων περιοχές, όπως η Κρήτη, η Ιλλυρία, η Αιτωλία, η νότια παραλία της Μ. Ασίας (Κιλικία) και η περιοχή των Ταύρων της Κριμαίας και γενικά των ακτών του Ευξείνου. Πρόκειται για χώρες και λαούς με συνήθειες και αξίες πολεμικές και βαθύ αίσθημα αυτονομίας, αλλά και σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, όπου η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να αποτελεί, παράλληλα ή εκ περιτροπής με τη μισθοφορία, όπως στην περίπτωση των αρματολών και κλεφτούν, έναν ηθικώς αποδεκτό τρόπο πλουτισμού (Θουκ. A 5). Μεγάλο ρόλο παίζουν εν προκειμένω, όπως είναι φυσικό, η κατάλληλη για ενέδρες κλπ μορφή των ακτών σε συνδυασμό με τον παράκτιο χαρακτήρα της πρώιμης ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο Αιγαίο,
Οι πολιτικές συνθήκες της αναβίωσης της πειρατείας στην κλασσική εποχή συνδέονται με την παρακμή της ναυτικής δύναμης των Αθηνών. Ήδη στον 5ο και 4ο αι. υπάρχουν πόλεις που κατά διαστήματα προσλαμβάνουν πειρατές ως μισθοφόρους, ή ακόμα καλούν τους ίδιους τους πολίτες τους στην άσκηση πειρατείας.202 Τέτοιες περιπτώσεις επίσημης πειρατείας (course) έχουμε ήδη στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν, το 416, οι Πελοποννήσιοι ως αντίποινα για την Πύλο συλλαμβάνουν εμπορικά πλοία στην Καρία-Λυκία (Θουκ. Β 69 ) και πάλι το 389 με τη δράση του Ετεονίκη στην Αίγινα. Άλλοτε πάλι η ανώμαλη γενική κατάσταση, όπως αυτή που επικρατεί την επαύριο του Πελοποννησιακού (403 π.Χ. βλ. Λυσία 31.1-18) ή στη διάρκεια του Χρεμωνίδειου πολέμου (265 π.Χ. βλ. την επιγραφή των Ραμνουσίων για το στρατηγό Επιχάρη), ευνοεί την αυτόματη ανάπτυξη της πειρατείας, ενώ στην ξηρά ληστές ακολουθούν συχνά και τους στρατούς εισβολής για να συμμετάσχουν στη λεηλασία (Ξεν. Έλλην. 3.2.26, Διοδ. 14.79.2., Πλουτ. Αγησίλαος 31.1).
Στην ελληνιστική περίοδο έρχονται εξάλλου στο προσκήνιο κράτη με αρχαϊκές παραδόσεις, όπως το βασίλειο της Ιλλυρίας, η Αιτωλική Συμπολιτεία ή οι πόλεις της Κρήτης, τα οποία επιτρέπουν επίσημα τη συστηματική άσκηση ιδιωτικής πειρατείας από τους πολίτες τους (για την αιτωλική συνήθεια της λείας επί της λείας εχθρών και φίλων βλ. Πολ.18.4. 8 και 5.3), την οποία μάλιστα χρησιμοποιούν ως πολιτικό μέτρο πίεσης.203 Με την προσφυγή στη συμμαχία με τους πειρατές, οι ίδιες οι μεγάλες δυνάμεις συχνά αναπληρώνουν ή συμπληρώνουν το στόλο τους: ο Αντίγονος Γονατάς έχει στην υπηρεσία του Αιτωλούς, ο Φίλιππος Ε’ και ο Νάβις Κρήτες, ο Μιθριδάτης Κίλικες. Γίνεται έτσι φανερό πόσο στενή μπορεί να είναι η συγγένεια ανάμεσα στους μισθοφόρους και τους πειρατές.
Στο αποκορύφωμά της όμως έφθασε η πειρατεία στην ανατολική Μεσόγειο μετά την ταπείνωση το 167 π.Χ. της Ρόδου, της μόνης δύναμης που εξασφάλιζε μέχρι τότε την ειρήνη των θαλασσών. Σε τούτο συνέβαλε αποφασιστικά η πολιτική της Ρώμης, που ευνόησε την εμπορική συνεργασία με τους πειρατές, βασικούς προμηθευτές δούλων της αγοράς της Δήλου. Το ρωμαϊκό ενδιαφέρον για την ειρήνη των θαλασσών, που είχε εκδηλωθεί για πρώτη φορά, με αφορμή την ιλλυρική πειρατεία, με την επέμβαση στην ανατολική ακτή της Αδριατικής (229-167 π.Χ.), ξύπνησε πάλι στις αρχές του 1ου αι, π.Χ. όταν – μετά τον κορεσμό της αγοράς των δούλων από τους αιχμαλώτους των πολέμων της Ισπανίας- οι πειρατές στράφηκαν πλέον στην πρακτική της απαγωγής για λύτρα, επεκτείνοντας μάλιστα τις δραστηριότητές τους στην ίδια την Ιταλία (Η.Pohl, Die romische Politik und die Piraterie im ostlichen Mittelmeer vom 3. bis zum 1. Jg. v. Chr., Berlin, 1993). Ανάμεσα στα θύματά τους ήταν και ο νεαρός Ιούλιος Καίσαρ. Για την οριστική καταστολή της πειρατείας χρειάστηκαν ωστόσο 30 χρόνια και τρεις μεγάλες εκστρατείες, το 100, το 74 και το imperium magnum του Πομπηίου το 67 π.Χ.
Ως προς την τακτική του πειρατικού, αυτή αποτελεί ουσιαστικά την αντιστροφή του κλασσικού ναυτικού πολέμου. Συνίσταται σε ενέδρες πίσω από νησίδες και ακρωτήρια πάνω στους πολυσύχναστους θαλάσσιους δρόμους ή μετά από πληροφορίες για το συγκεκριμένο θύμα. Σε αντίθεση προς τα μεγάλα πολεμικά πλοία οι πειρατές χρησιμοποιούν ελαφρές και γρήγορες λέμβους, παλαιότερα ἡμιολίες, στην ελληνιστική εποχή μυοπάρωνες, και ιλλυρικές ή λιβυρνίδες λέμβους, έναν τύπο πλοίου που θα υιοθετηθεί με επιτυχία από τους ελληνιστικούς στόλους και από τον Οκταβιανό στο Άκτιο. Πρόκειται γενικά για δίκροτα καράβια, που χάρη στον περιορισμό της πάνω σειράς των κωπηλατών στο πίσω μισό του πλοίου, είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν συγχρόνως τα κουπιά και τα πανιά, αυξάνοντας έτσι σημαντικά την ταχύτητα και ευελιξία τους. Αντί του εμβολισμού οι πειρατές χρησιμοποιούν την τακτική της εφόδου. Τα ορμητήρια και καταφύγιά τους βρίσκονται σε απόκρημνες ή ελώδεις και δυσπρόσιτες από την ξηρά ακτές. Στην περίοδο της μεγάλης ακμής της πειρατείας, όπως στην Κιλικία των αρχών του 1ου αι. π.Χ., οι πειρατές φθάνουν στη μορφή μιας σχεδόν κρατικής οργάνωσης, οι δε επιδρομές παίρνουν πλέον τη μορφή εκστρατείας με χίλια πλοία (Πλουτ. Πομπ. 24 και 28).
Ο έγκαιρος εντοπισμός των πειρατών και η έγκαιρη ειδοποίηση των παραθαλάσσιων πληθυσμών που περισσότερο κινδυνεύουν από τις επιδρομές των, επιτυγχάνεται με δίκτυα από πύργους και φρυκτωρίες, που απλώνονται σε όλες τις ελληνικές ακτές και τα νησιά, τέλος με την μετατόπιση των οικισμών στα ενδότερα, κάτι που επηρέασε την εικόνα του παραθαλάσσιου μεσογειακού χώρου για πολλούς αιώνες μετά το τέλος της αρχαιότητος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Για τη Σπάρτη η δωρική φυλετική οργάνωση μαρτυρείται από τις φιλολογικές πηγές, τον Τυρταίο, όπως και τη μεγάλη Ρήτρα (Πλουτ Λυκ. 6,2:φυλάς φυλάξαντα και ὠβάς ὠβάξαντα). Δεν υπάρχει ωστόσο βεβαιότητα ούτε για την ύπαρξη, ούτε, ακόμα περισσότερο, για τον αριθμό των φυλών στην κλασσική εποχή, ούτε για τη σχέοη τους με τις ωβές, ενώ αμφισβητούμενη είναι και η ύπαρξη της φρατρίας. Αλληλοσυγκρουόμενες είναι επίσης οι πληροφορίες – σε τούτο συνέτεινε αναμφισβήτητα το κρυπτόν της πολιτείας των Λακεδαιμονίων- για τη σύνθεση του σπαρτιατικού στρατού, με αποτέλεσμα μια τεράστια βιβλιογραφία. Έται, πιθανή κατά τον W.G. Forrest (Λ History of Sparta 950-192 BC, N.York-London, 1968 σ.48) είναι η ταύτιση της (άγνωστης στο Θουκυδίδη, αλλά και μετά το 371 αμαρτύρητης) μόρας με τη στρατιωτική διαίρεση της φυλής, όπως και του λόχου με εκείνη της φρατρίας (πάτρας).
P. Siewert, Die Trittyen Attikas und die Heeresreform des Kleisthenes, Miinchen, 1982.
Αριστοφ.Ἱππής (στ. 576-580): ἡμεῖς δ’ ἀξιοῦμεν τῇ πόλει / προῖκα γενναίως ἀμύνειν καί θεοῖς ἐγχωρίοις. / Καί πρός οὐκ αἰτοῦμεν οὐδένπλήν τοσουτονί μόνον: / ἤν ποτ’ εἰρήνη γένηται καί πόνων παυσώμεθα, / μή φθονεῖθ’ ἡμῖν κομῶσι μηδ’ ἀπεστλεγγισμένοις. Για τις σχέσεις των ιππέων με την αθηναϊκή κοινωνία βλ. Spencer, The cowboy of classical Greece, σελ. 164-230.
M. Nilsson, «Die Grundlagen des spartanischen Lebens», Klio 2 (1912) 308- 340, K.M.T. Chrimes, Ancient Sparta, A Re-examination of the Evidence, Manchester, 1949σ.84-136, 248-271.
Βλ.P. Vidal-Naquet, «Le chasseur noir et Γ origine de Γ ephebie athenienne», Annales (RS’C/1968 σ. 947-964.
IG II21629, 178κ.ε.: τούς μεν τῶν νεωρίων ἐπιμελητάς παραδοῦναι τοῖς τριηράρχοις τάς ναῦς καί τά σκεύη κατά τά δεδογμένα τῷδήμῳ, τούς δέ τριηράρχους τούς καθεστηκότας παρακομίζειν τάς ναῦς ἐπί τό χώμα ἐν τῷ Μουνιχιώνι μηνί πρό ταῆς δεκάτης ἱσταμένον καίπαρέχειν παρεσκευασμένας εἰς πλοῦν. (οι μεν επιμελητές των νεωρίων να παραδώσουν τα πλοία και τον εξοπλισμό τους σύμφωνα με αυτά που αποφάσισε ο δήμος, οι δε τριήραρχοι που έχουν ορισθεί, να οδηγήσουν τα πλοία στο ανάχωμα (τη μεγάλη προβλήτα) πριν από τις δέκα του μήνα Μουνιχιώνα έτοιμα για απόπλου). Πρβ. Δημοσθ. 51.4.50 5.
Αριστοφ. Αχαρν. στ. 544-54: Καί κάρτα μεντἄν εὐθέως καθείλκετε/ τριακοσίας ναῦς, ἧν δ’ ἄν ¨η πόλις πλέα / θορύβου στρατιωτῶν, περί τριηράρχου βοῆς, / μισθοῦ διδομένου, παλλαδίων χρυσουμένων, / στοάς στεναχούσης, αἰτίων μετρουμένων, / ἀσκῶν, τροπωτήρων, κάδους ὠνουμένων, σκορόδων, ἐλῶν, κρομμύων ἐν δικτύοις, / στεφάνων, τριχίδων, αὐλητρίδων, ὑπωπίων / τό νεώριον δ’ ἄν κωπέων πλατουμένων, τύλων ·ψοφούντων, θαλαμιῶν τροπωμένων (ἤ ορθότερον τρυπωμένων), αὐλῶν, κελευστῶν, νιγλάρων, συριγμάτων.
IGII2 86 (=TOD I αρ.72) στ.21 κ.ε.: τοῖς δέ βοηθοῦσι ἡ πόλις ἡ πέμπουσα παρεχέτω μέχρι μεν τριάκοντα ἡμερῶν σίτον, ἐπειδάν ἔλθωσι ἐς τήν πόλιν τήν ἐπαγγείλασαν βοηθεῖν, καί ἀπιοῦσιν κατά τά αὐτά. (η πόλη που θα στέλνει τη βοήθεια θα πρέπει να εξασφαλίζει στο εκστρατευτικό της σώμα εφοδιασμό για τριάντα μέρες, που θα υπολογίζονται από την άφιξή τους στην πόλη που ζήτησε βοήθεια, θα εξασφαλίζει και τον εφοδιασμό για την επιστροφή).
Βλ. π.χ. τις εντολές του Λαμάχου στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη (1099- 1101): Μ’ αλάτι, ρίγανη, παιδί, φέρε μου και κρομμύδια. – Φέρε, παιδί, παλιό ψάρι παστό σ’ εμένα, ψημένο μέσα σε συκιάς πράσινο φύλλο. Κάποιες πληροφορίες για το (καθημερινό) σιτηρέσιον του λάκωνα οπλίτη παραδίδουν οι όροι της ανακωχής που αφορούσαν στην τύχη των αποκλεισμένων Σπαρτιατών της Σφακτηρίας (425), τους οποίους οι Αθηναίοι υποχρεούνται να τροφοδοτούν καθημερινά με 2 χοίνικες (1,700 λτρ) χονδροκομμένο αλεύρι από κριθάρι, 2 κοτύλαι (1 λτρ) κρασί και κρέας (οι υπηρέτες τους δικαιούνται το μισό των παραπάνω ποσοτήτων). Στο άλλο άκρο βρίσκεται το σιτηρέσιο των αθηναίων αιχμαλώτων στις Συρακούσες, (μισή χοίνικα κριθάρι και μία κοτύλη νερό). Το κρέας προμήθευαν κατά την εκστρατεία τα προς θυσίαν σφάγια που ακολουθούσαν το στράτευμα, πιθανόν και από φονευθέντα φορτηγά ζώα.
Τούτο γίνεται περισσότερο από αλλού σαφές στην πορεία του αθηναϊκού στόλου προς τις Συρακούσες (Θουκ. Ζ 44.2-3, και 50.1).
Τούτο ισχύει τόσο για τους ηττημένους Σπαρτιάτες των Αργινουσών, το 406, όοο και για το στρατό του Τιμόθεου, νικητή της Κέρκυρας το 373 (Ξενοφ. Έλλην. 6.2.27).
Γιατους δημόσιους ιατρούς βλ L Cohn-Haft, The Public Physicians of Ancient Greece, 1956, L. Robert, Decrets de Delphes pour des medecins, Opera Minora 1 σ. 101,. Στο ψήφισμα (Habicht,AM 72 (1957) 233 αρ. 64) για τον «Διόδωρον Διοσκουρίδου, εἰληφότα παρ’ ἡμῖν τό δημόσιον ἔργον τῶν ἱατρῶν», γίνεται (στ. 27 κ.ε.) σαφής αναφορά στο ρόλο στην περίθαλψη των τραυματιών: ἐν τε τῇ ἀποκαταοτάσει τῆς πόλεως εἰς τά τοῦ βασιλέως Πτολεμαίου πράγματα γινομένων τραυματιῶν πολλῶν περί πλείονος ποιούμενος τῆς κοινής σωτηρίας καί τῶν ἀεί ἐνδεομένων τῆς βοήθειας.
Για παραδείγματα ανατροπής της στρατηγικής καταστάσεως από τον αιφνιδιασμό ενός στρατοπέδου βλ. Θουκ. Γ. 112.3-4, Ξεν. Έλλ. 2.4. 4-6.
Βλ. Πολύβιο 4,42, 2-5.
Ξεν. Άνάβ. 8.4.12, Κύρον Παιδεία 3.3.26-27, 47 και 56, Έλλην. 3.2.2., Πολυβ. 2.69,6.
Βλ. Ξεν.ΠοΑ. Λακ. 12.1-4, Κύρον Παιδεία 8.5,2-3.
Ησύχιος: λάφυρα·τά ἐκ τῶν πολεμίων ἔτι ζώντων λαμβανόμενα· τά δέ τῶν τεθνεώτων αὐτῶν, σκύλα.
Π.χ.Meiggs-Lewis αρ. 61 (πληρωμές για την εκστρατεία στην Κέρκυρα 433): [Αθηναίοι άνέλ]οσαν ές Κόρκυρα[ν τάδε· έπί Ά]/[φσεϋδος άρχο]ντος καί επί τες βολές hei Κρ[ι]/[τιάδες Φαένο]Τειθράσιος προτος έγραμμά/[τευε, ταμίαι ή]ιερον χρεμά- τον τες Άθεναία[ς]//[…6…έκΚερ]αμέον καί χσυνάρχοντες, Ιιοις/[Κράτες Ναύ]πονος Λαμπτρεΰς έγραμμάτευε,/[παρέόοσα]ν στρατεγοίς ές Κόρκυραν τοϊς /[πρότοις έκ]πλέοσι Λακεδαιμονίοι Λακιά/[δει, Προτέαι] Αίχσονεί, Διοτίμοι Εύονυμεί//[έπί τες Αίαν]τίδος πρυτανείας πρότες πρυ/[τανευόσες, τ]ρες καί δέκα έμέραι έσελελυ/[θυίαι έσαν (26 τάλαντα) vacat έπί Άφσεύδος] άρχοντας καί τες βολές /[ΙιειΚριτιάδες] Φαένο Τειθρά- σιος προτος έ/[γραμμάτευε, τα]μίαι Ιιιερον χρεμάτον τες Ά/[θεναίας Προνάπ]ες Έρ- χιεύς καί χσυνάρχον/[τες, Ιιοις Εύθίας Αί]σχρονος Αναφλύστιος/[έγραμμάτευε, παρέ]- δοσν στρατεγοίς ές Κόρ/[κυραν δευτέρ]οις έκπλέοσι Γλαύκονι/[έκ Κεραμέον, Μεταγ]ένει Κοιλεί, Δρακοντί/Ιδει Θοραιεί επί τες] Αίαντίδος πρυτανείας/[πρότες πρυτανευό- σε]ες τει τελεντ[αίαι έμέ]/[ραι τες πρυτανείας (60 τάλαντα). Πρβ. αρ. 72 (πληρωμές για τα ετη 426/5-423/2), αρ. 77 (418-414), αρ. 78 (415, προετοιμασία σικελικής εκστρατείας), αρ. 84 (πληρωμές για το έτος 410-9: Αθηναίοι άνέλοσαν έπί Γλαυκίππο άρχοντος καί έπί τες βολές ει Κλεγένες Ιιαλαιεύς πράτ[ο]ς/έγραμμάτευε· ταμίαι Ιιιερογ χρεμάτων τες ΑΘεναίας Καλλίοτρατος ΜαραΘόνιος και χσυνάρχο[ν]/τες παρέόοοαν έκ τον έπετίον φσεφισαμένο το δέμο οτ.7 έπ]ι τες Οίνεΐδος τρίτες πρυτα[ε]/υόαες: ίιελλε- νοταμίαις παρεδόθε: ΓΙερικλει καί χσννάρχοσι: Μπποις σίτος έόόθε: 2 Τ 920 δρχ./, έτερον τοίς αύτοίς Ιιε?.λετομίαις ήίπποις σίτος έδόθε 2 Τ 900 όρχ.: έτερον τοίς αύτοίς Ιιελλενοταμίαις/Ιιερμον έδόθε Αρχοντι ές Πύλον 6 Τ. (στην ίδια στήλη πίσω υπάρχουν οι δαπάνες για το έτος 407-6).
189.Τα testimonia για διάφορα επί μέρους θέματα που αφορούν στις σχέσεις της πόλης με τους ηγεμόνες στρατηγούς, όπως α) τον έλεγχο των στρατηγών (στη Σπάρτη μέσω των συμβούλων, που ακολουθούν το βασιλιά στην εκστρατεία, στην Αθήνα μέσω των ταμιών και των δημοσίων δούλων που παρακολουθούν τα οικονομικά της εκστρατείας ή των εξεταστών του μισθοφορικού στρατού), β) το είδος των οδηγιών που δίνονται στους ηγεμόνες ή στρατηγούς κατά την αναχώρησή τους και γ) τον τρόπο επικοινωνίας της πόλης με αυτούς, συγκεντρώνει ο Pritchett Η., GSW II ο. 34-58.
Αποτυχία σύγκλισης των τριών σπαρτιατικών τμημάτων προς εγκλωβισμόν των Αργείων το 418. Αποτυχία σύγκλισης Παυσανίου και Λυσάνδρου στην Αλίαρτο με αποτέλεσμα την ήττα και το θάνατο του τελευταίου (Θουκ. Γ.76,4 και 89,1, Ξεν. Έλλην. 3.5-25). Αποτυχία του αθηναϊκού σχεδίου στη Βοιωτία το 424, όπως και του αντίστοιχου σπαρτιατικού το 395.
Pritchett GSWII σ. 4-32 (με πίνακα των γνωστών δικών κατά στρατηγών).
IGII2 402, πρβ. F. Geyer, Historische Zeitschrift, Suppl. 19, 1930, σ. 119.
Διοδ. 15.29, Δημοσθ. Εις Λεπτίνην, 76,IG II2 111,18, Διοδ. 15.92.3.
Σχετικά με τους αθηναίουςcondottieriτου 4ου αι. 6λ. Pritchett GSW II σ. 59-116).
Meiggs-Lewis7 (Βασιλέος ἐλθόντος ἐς Ἐλεφαντίναν Ψαματίχο, / ταῦτα ἔγραψαν τοί συν Ψαματίχοι τοι Θεοκλέος / ἔπλεον, ἦλθον δέ Κέρκιος κατυπερθε, υἷς ὁ πόταμος / ἀνίη (=ανέβηκαν όσο επέτρεπε ο ποταμός)· ἀλογλόσος δ’ ἦχε (=επικεφαλής των ξένων ήταν ο) Ποτασίμτο, Αἰγυπτίος δε Ἄμασις· / ἔγραφε δ’ ἀμέ Ἄρχον Ἀμοινίχο καί /7ε- λεqoς Οὐδάμο).
Αλκ.110: Ήλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίνων / λαβάν ταῶ ξίφεος χρυσοδέταν ἔχων / φιλ’ Άντιμενίδα, τῷ ποτά χράμενος / τοῖσι τετραμαρήων κατά τέγματα / πλίνθων ναιετάοισιν Βαβυλωνίοις / συμμάχεις ἐτέλεσας μέγαν αὔεθλον / κἀκ πόλλαν ὀνίαν άσφε Φερύσσαο / κτένναις ἄνδρα μαχαίταν βασιληΐων / παλαίστραν ἀπυλείποντα μόνον ἴαν / παχέων ἀπύ πέμπων(=ήρθες από της γης τα πέρατα, φέρνοντας ένα σπαθί πούχε τη φιλντισένια του λαβή χρυσοδεμένη, αφού, πολεμώντας στις τάξεις του στρατού των Βαβυλωνίων, έβγαλες πέρα ένα κατόρθωμα μεγάλο κι από πολλούς μόχτους τους λύτρωσες, άντρα πολεμιστή σκοτώνοντας, που τ’ απολείπανε για νάχει πέντε βασιλικούς πήχες ψήλος τέσσερα μονάχα δάκτυλα (μετφ.Π. Λεκατσά).
Ο στρατιωτικός μισθός προορίζεται αρχικώς, όπως και ο δικαστικός, «διά σίτισιν» και ανέρχεται σε 3 οβολούς. Σε εξαιρετικά μακρόχρονες εκστρατείες, όπως στην πολιορκία της Ποτίδαιας και τη Σικελική εκστρατεία, ο μισθός ανέρχεται σε 1 δρχ.(+ 1 δρχ. για τον υπηρέτη). Ιδιαίτερα στην τελευταία εκστρατεία μεγάλο ρόλο στον ενθουσιασμό των πολιτών έπαιξε η αναμονή των πλουσίων λαφύρων. Για σύγκριση, ο μισθός του μισθοφόρου οπλίτη του Κύρου ανέρχεται σε 5 οβολούς.
Συνέπεια τούτου είναι ότι η ονομασία του συμμάχου (επίκουρος) τείνει να ταυτισθεί με εκείνον του μισθοφόρου.
A. Andrewes, «The Hoplitekatalogos», Classical Contributions in Honor of McGregor, (1981)σ. 103., πρβ. Garlan, Guerre et economic σ. 148.
G. Hoffmann, «Les choisis: un ordre dans la cite grecque?» Droits et cultures, 9-10 (9185)σ.15-26, P. Vidal Nacquet, «The Black Hunter Revisited», PCPS 212 (1986) σ. 133-139.
Βλ. κυρίως Φίλιππος 121, Έπιστ. εις Φίλιππον II, 19, αλλά και Πανηγ. 168, Ειρήνη 24, Αρεοπαγ. 83.
Βλ. Θουκ. Ε 115.2, Ξεν. Έλλην. 5.1.Πρβ.G.Biraghi, «La pirateria greca in Tucidide», Acme 5 (1952), σ. 471-477.
Χαρακτηριστικός είναι εν προκειμένω ο μεγάλος αριθμός συνθηκών ασυλίας των Αιτωλών και των Κρητικών πόλεων.
Πηγή