(συνήθως με μειωτικό τρόπο) ένα πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων.
Κάποτε το τσούρμο ήταν το πλήρωμα κυρίως ιστιοφόρων, εμπορικών ή πολεμικών πλοίων.
Το κέλευσμα έδωσε… εντολή να γεννηθεί το τσούρμο
Η λέξη τσούρμο συνδέεται με την αρχαιοελληνική κέλευσμα, που σημαίνει διαταγή, πρόσταγμα. Επίσης κέλευσμα ονομαζόταν και το παράγγελμα του κελευστή προς τους κωπηλάτες στις αρχαίες τριήρεις, για να κρατήσουν τον ρυθμό.
Το αρχαιοελληνικό κέλευσμα πέρασε στη συνέχεια στη λατινική ως celeusma με τη σημασία τραγούδι κωπηλατών και κατέληξε να δηλώνει τους ίδιους τους κωπηλάτες και αργότερα το κατώτερο πλήρωμα του καραβιού.
Από κει προέκυψε και η ιταλική λέξη ciurma, που αποδόθηκε στα ελληνικά ως τσούρμο, διατηρώντας την αρχική της σημασία (= πλήρωμα πλοίων). Κατόπιν απέκτησε και τη δεύτερη σημασία της, δηλαδή πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων.
Πηγή