από τα όρια της κατοικημένης περιοχής. Ξέσπασε όμως ραγδαία βροχή και μπόρα. Χάνουν τον δρόμο γιατί δεν μπορούν να δουν μπροστά τους.
Περιπλανώνται στην έρημο, χωρίς να βρίσκουν ούτε χωριό, ούτε σπηλιά, ούτε διαβάτη. Παραδέρνοντας στη στεριά, σαν τους θαλασσινούς, φθάνουν σαν σε λιμάνι στη σπηλιά του θείου Συμεώνη (όσιος Συμεών ο Παλαιός). Βλέπουν έναν άνθρωπο σκελετωμένο και ρυπαρό που είχε ρίξει στους ώμους του μια κουρελιασμένη προβειά.
Τους είδε και τους χαιρέτησε. Ήταν καταδεκτικός και τους ρώτησε γιατί ήλθαν. Όταν του διήγηθηκαν τι είχε συμβή και τον παρακάλεσαν να τους δείξη το δρόμο για το φρούριο τους είπε:
– Περιμένετε κι εγώ θα σας δώσω ευθύς αμέσως οδηγούς που θα σας δείξουν τον δρόμο που θέλετε.
Αυτοί δέχτηκαν και ξεκουράζονταν. Την ώραν που κάθονταν ήλθαν δύο λιοντάρια που το βλέμμα τους δεν ήταν άγριο, αλλά κουνούσαν την ουρά, σαν να βρισκόντουσαν μπροστά στον κύριο τους και να έδειχναν έτσι την υποταγή τους.
Ο άγιος διέταξε με νεύματα τα λιοντάρια να ξεναγήσουν τους άνδρες και να τους πάνε σε κείνο το δρόμο που αφίνοντάς τον περιπλανήθηκαν.
Από το βιβλίο του Θεοδώρητου Κύρου, “Φιλοθεος Ιστορία”, της σειράς “Άνθη της ερήμου”, Τήνος.
Πηγή