κατά καιρούς αναφέρουν άνθρωποι που έπαθαν καρδιακή ανακοπή, αλλά τελικά ανένηψαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε όλο τον κόσμο το φαινόμενο δεν είναι καθόλου σπάνιο μεταξύ όσων επιβίωσαν.
Στο 9% των περιπτώσεων που ερευνήθηκαν, ο ασθενής ανέφερε επιθανάτιες εμπειρίες και το 2% δήλωσε ότι είχε μικρότερη ή μεγαλύτερη επίγνωση κατά τη στιγμή της διαδικασίας ανάνηψης, βλέποντας ή ακούγοντας διάφορα πράγματα γύρω του.
Σε μια τουλάχιστον περίπτωση ασθενούς που κρίθηκε ιδιαίτερα αξιόπιστη, η μελέτη βρήκε σαφείς ενδείξεις για ύπαρξη επίγνωσης και συνείδησης τουλάχιστον για μερικά λεπτά μετά το σταμάτημα της καρδιάς. Αν και οι επιστήμονες δεν έκαναν λόγο για «ζωή μετά θάνατο», ανέφεραν ότι ασφαλώς το θέμα -που αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό από άλλους επιστήμονες- χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
O άνδρας μάλιστα διηγήθηκε ότι αισθάνθηκε πως είχε εγκαταλείψει το σώμα του και παρακολουθούσε από μια γωνία του δωματίου την επέμβαση της ανάνηψης. Αν και ήταν «νεκρός» για τρία λεπτά, ο 57χρονος θυμάται με λεπτομέρειες τι έκανε γύρω του το ιατρικό προσωπικό, περιγράφοντας ακόμη και τον ήχο του μηχανήματος.
«Ο συγκεκριμένος άνδρας περιέγραψε το κάθε τι που συνέβαινε στο δωμάτιο και, το σημαντικότερο, άκουσε δύο ″μπιπ″ από το μηχάνημα, το οποίο βγάζει έναν ήχο ανά τρία λεπτά. Έτσι, μπορούμε να χρονομετρήσουμε πόσο διήρκεσε η εμπειρία του. Φαινόταν πολύ αξιόπιστος και ό,τι είπε ότι συνέβη, όντως συνέβη», πρόσθεσε ο βρετανός γιατρός, Σαμ Πάρνια.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Resuscitation" (Ανάνηψη), με επικεφαλής τον Πάρνια του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (SUNY) και μέχρι πρόσφατα του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον στη Βρετανία, ο οποίος εδώ και χρόνια μελετά επιστημονικά τις επιθανάτιες και εξωσωματικές εμπειρίες, εξέτασαν επί τέσσερα χρόνια ένα - ένα ξεχωριστά 2.060 περιστατικά ανθρώπων, οι οποίοι έπαθαν καρδιακή ανακοπή, ενώ νοσηλεύονταν σε 15 νοσοκομεία της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι ένα μεγάλο ποσοστό (σχεδόν το 40%) όσων ανένηψαν μετά την ανακοπή (οι 140 από τους 330 που επιβίωσαν), ανέφεραν στη συνέχεια ότι είχαν κάποιου είδους επίγνωση, ενόσω ήσαν κλινικά νεκροί και προτού ξαναρχίσει η καρδιά τους να χτυπά.
«Γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος δεν μπορεί να λειτουργήσει, όταν η καρδιά έχει σταματήσει να χτυπά. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται πως η συνειδητή επίγνωση συνεχίστηκε τουλάχιστον για τρία λεπτά μετά το σταμάτημα της καρδιάς, παρ' όλο που ο εγκέφαλος τυπικά παύει να λειτουργεί 20 έως 30 δευτερόλεπτα, αφ' ότου η καρδιά σταματήσει», δήλωσε ο Σαμ Πάρνια, σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ».
Από τους υπόλοιπους 140 ανθρώπους που η έρευνα κατέγραψε ότι είχαν κάποια συνείδηση μετά την ανακοπή της καρδιάς τους, πολλοί δεν θυμούνταν λεπτομέρειες, όμως ένας στους πέντε δήλωσαν ότι ένιωσαν ένα ασυνήθιστο αίσθημα γαλήνης, ενώ ένας στους τρεις αισθάνθηκαν τον χρόνο είτε να επιβραδύνεται, είτε να επιταχύνεται.
Μερικοί ανέφεραν ότι είδαν ένα έντονο φως, μια χρυσή λάμψη ή τον Ήλιο να λάμπει. Άλλοι θυμούνταν ότι φοβούνταν ή ότι ένιωθαν να πνίγονται ή να βουλιάζουν σε βαθιά νερά. Το 13% δήλωσαν ότι ένιωσαν να διαχωρίζονται από το σώμα τους και ένα ανάλογο ποσοστό είπαν ότι αισθάνθηκαν να ανυψώνονται.
Ο δρ Πάρνια πιστεύει ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έχουν παρεμφερείς εμπειρίες, όταν πλησιάζει η στιγμή του θανάτου τους, όμως τα φάρμακα και τα ηρεμιστικά που τους χορηγούν οι γιατροί, τους εμποδίζουν να τις θυμηθούν. «Εκτιμάται ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν νιώσει ζωντανές εμπειρίες σε σχέση με τον θάνατο, αλλά τα επιστημονικά στοιχεία είναι αμφιλεγόμενα στην καλύτερη περίπτωση. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι πρόκειται για φαντασιώσεις ή για ψευδαισθήσεις, όμως φαίνεται πως μάλλον αντιδρούν σε πραγματικά συμβάντα», πρόσθεσε.
«Το δείγμα ήταν πραγματικά μεγάλο, πράγμα που δίνει στη νέα έρευνα πολλή αξιοπιστία. Παρουσιάζει μερικά πολύ καλά στοιχεία ότι αυτές οι εμπειρίες πράγματι συμβαίνουν, αφ' ότου οι άνθρωποι έχουν ιατρικά πεθάνει. Απλώς, δεν ξέρουμε τι τελικά συμβαίνει. Είμαστε ακόμη στο σκοτάδι σε πολύ μεγάλο βαθμό, όσον αφορά το τι συμβαίνει, όταν κανείς πεθαίνει και ελπίζουμε ότι η νέα μελέτη θα βοηθήσει στην επιστημονική κατανόηση του θέματος», δήλωσε ο ψυχολόγος δρ Ντέηβιντ Γουάιλντ του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ Τρεντ, ο οποίος επίσης μελετά το ζήτημα των εξωσωματικών εμπειριών.