ολόκληρο τον σκελετό και όχι μόνο τοπικά στα οστά που βρίσκονται στο σημείο του τραυματισμού, δείχνουν δύο νέες αμερικανικές επιστημονικές μελέτες.
Επίσης, σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, η επίδραση του κατάγματος στην οστική πυκνότητα φαίνεται να είναι μεγαλύτερη κατά το χρονικό διάστημα αμέσως μετά τον τραυματισμό.
Οι δύο μελέτες παρέχουν τα πρώτα ερευνητικά τεκμήρια για την επίδραση των καταγμάτων στη συστημική απώλεια οστικής πυκνότητας, δηλαδή την αποδυνάμωση ολόκληρου του σκελετού. Παράλληλα, ανοίγουν τον δρόμο για την εξεύρεση θεραπειών που θα εξασφαλίζουν τη διατήρηση της σκελετικής υγείας μακροπρόθεσμα και θα μειώνουν την ευπάθεια σε κατοπινά κατάγματα και ίσως και στην οστεοπόρωση, η οποία διαγιγνώσκεται όταν η απώλεια οστικής πυκνότητας είναι πολύ προχωρημένη.
Επικεφαλής και των δύο μελετών ήταν ο Μπλέιν Κρίστιανσεν, οι έρευνες του οποίου επικεντρώνονται στον εντοπισμό μεταβολών στους μυοσκελετικούς ιστούς λόγω τραυματισμού, γήρανσης ή ασθένειας.
«Γνωρίζουμε ότι ένα κάταγμα συχνά οδηγεί και σε άλλα στο μέλλον, όμως δεν γνωρίζαμε το γιατί» αναφέρει ο Κρίστιανσεν, ο οποίος είναι καθηγητής Ορθοπαιδικής Χειρουργικής στο ακαδημαϊκό κέντρο υγείας UC Davis Health στην Καλιφόρνια. «Τα ευρήματά μας είναι το πρώτο βήμα για να αναγνωρίσουμε τους κυτταρικούς μηχανισμούς της συστημικής απώλειας οστικής πυκνότητας».
Η πρώτη από τις δύο μελέτες, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Osteoporosis International, βασίστηκε σε στοιχεία που αφορούσαν 4.000 γυναίκες προχωρημένης ηλικίας. Τα ερευνητικά δεδομένα περιλάμβαναν πληροφορίες για την οστική πυκνότητα του ισχίου των γυναικών, καθώς και το ιστορικό των καταγμάτων που είχαν πάθει σε διάστημα 20 ετών.
Από τα στοιχεία προέκυψε πως η οστική πυκνότητα όλων των γυναικών στο οστό του ισχίου τους μειωνόταν σταθερά με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο η απώλεια ήταν αισθητά μεγαλύτερη για όσες είχαν πάθει κάποια στιγμή κάταγμα, ακόμη κι αν το οστό που είχε τραυματιστεί δεν βρισκόταν κοντά στο οστό του ισχίου. Συγκεκριμένα, η μείωση της οστικής πυκνότητας κυμαινόταν από 0,77% έως 0,89% ανά έτος κατά μέσο όρο μεταξύ των γυναικών που είχαν ιστορικό κατάγματος, ενώ ήταν 0,66% ανά έτος για τις γυναίκες που δεν είχαν πάθει κάταγμα. Επίσης, για τις γυναίκες με ιστορικό τραυματισμού, η απώλεια οστικής πυκνότητας ήταν μεγαλύτερη κατά τα δύο πρώτα έτη μετά το κάταγμα.
Η δεύτερη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of Bone and Mineral Research, αφορούσε πειραματόζωα (ποντίκια) που είχαν υποστεί κάταγμα στο μηριαίο οστό τους. Οι ερευνητές μέτρησαν την οστική τους πυκνότητα σε διάφορα οστά και πάλι διαπίστωσαν απώλεια σε όλο τους το σώμα, κυρίως στη σπονδυλική τους στήλη και κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά το κάταγμα. Η απώλεια οστικής πυκνότητας φάνηκε να συνοδεύεται και από υψηλότερους δείκτες φλεγμονής στο αίμα των πειραματόζωων.
Από τη δεύτερη μελέτη προέκυψαν επίσης ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις αναφορικά με τον ρυθμό ανάρρωσης από το κάταγμα ανάλογα με την ηλικία. Αν και τα νεαρά ποντίκια κατάφεραν να επαναφέρουν τα επίπεδα της οστικής τους πυκνότητας στο φυσιολογικό μετά το κάταγμα, οι ερευνητές παρατήρησαν πως δεν συνέβη το ίδιο με τα πιο ηλικιωμένα πειραματόζωα.
Ο Κρίστιανσεν και οι συνεργάτες του ευελπιστούν πως μέσα από μελλοντικές έρευνές τους θα καταφέρουν να εντοπίσουν τους ακριβείς μηχανισμούς της φλεγμονής που οδηγούν στην απώλεια οστικής πυκνότητας μετά από ένα κάταγμα.
«Είναι πιθανό αυτοί οι μηχανισμοί να παίζουν ρόλο-κλειδί στην ενεργοποίησης της απώλειας οστικής πυκνότητας μετά το κάταγμα σε ένα οστό. Απώτερος στόχος μας είναι να αναπτύξουμε θεραπευτικές στρατηγικές που θα αναχαιτίζουν αυτές τις διεργασίες και θα αποτρέπουν την αποδυνάμωση του σκελετού» υπογραμμίζει ο ερευνητής.
Πηγή