περνούν άτομα με αναπηρία τα οποία υποβάλλουν αιτήσεις για παραχώρηση Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και αναπηρικού επιδόματος, εξαιτίας των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στην εξέταση των περιπτώσεων τους.
Η επίτροπος Διοικήσεως, ως αρμόδια Αρχή για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες στην Κύπρο, εξέδωσε πρόσφατα έκθεση της στην οποία περιγράφει λεπτομερώς δύο, από τις πολλές, περιπτώσεις με τις οποίες ασχολείται το γραφείο της και αφορούν τις τεράστιες καθυστερήσεις που φαίνεται να εντοπίζονται στη διεκπεραίωση των αιτήσεων από την αρμόδια κρατική υπηρεσία.
Στην πρώτη περίπτωση, ο ανάπηρος αιτητής χρειάστηκε να περιμένει 15 μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων του και μέχρι και τη στιγμή δημοσιοποίησης της έκθεσης της Επιτρόπου δεν είχε λάβει τα αναδρομικά του δικαιώματος. Στη δεύτερη περίπτωση, ο παραπονούμενος ικανοποιήθηκε ένα και πλέον χρόνο μετά την υποβολή της αίτησής τους.
«Για την περίοδο που εκκρεμούσαν οι αιτήσεις, τα άτομα αυτά στερούνταν των παροχών που ήταν απαραίτητες για τη διαβίωση τους και παρότι στη δεύτερη περίπτωση καταβλήθηκαν αναδρομικά δικαιώματα, δεν καταβλήθηκαν αναδρομικά οι παροχές στον πρώτο παραπονούμενο», επισημαίνει μεταξύ άλλων στα συμπεράσματά της η επίτροπος Διοικήσεως.
Ο πρώτος παραπονούμενος, σύμφωνα με τη σχετική Έκθεση, υπέβαλε την αίτηση του στις 23 Σεπτεμβρίου 2016 «και παρότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα καθότι λόγω της αναπηρίας του δεν μπορεί να εργαστεί η αίτηση του μέχρι και το τέλος Μαρτίου 2017 εξακολουθούσε να εκκρεμεί».
Το δεύτερο παράπονο υπεβλήθη στην Επίτροπο από άλλο πολίτη εκ μέρους του γιου του, που είναι άτομο με αναπηρία. Σύμφωνα με το παράπονο αυτό, ενώ η αίτηση του γιου του για ΕΕΕ και αναπηρικό επίδομα εκκρεμούσε στην υπηρεσία από τον Σεπτέμβριο του 2016, η καταβολή του ΕΕΕ και του αναπηρικού επιδόματος άρχισε τον Νοέμβριο του 2017.
«Στην πρώτη περίπτωση, ο πολίτης είχε υποβάλει αίτηση για ΕΕΕ τον Αύγουστο του 2014, η οποία απορρίφθηκε επειδή δεν είχε προσκομίσει τα απαραίτητα έγγραφα και πιστοποιητικά. Υπέβαλε νέα αίτηση το Σεπτέμβριο του 2016 η οποία και πάλι παρουσίαζε, «ουσιώδεις ελλείψεις», γι’ αυτό στις 10 Μαΐου 2017 εστάλη στον παραπονούμενο επιστολή με την οποία του ζητήθηκε να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Η καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης του «οφείλεται στον μεγάλο όγκο εργασιών που καλείται η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας να διεκπεραιώσει σε σχέση με τις υφιστάμενες αλλά και τις νέες αιτήσεις που παραλαμβάνονται καθημερινά». Η αίτηση για ΕΕΕ εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2017 και η καταβολή ΕΕΕ άρχισε τον Αύγουστο του 2017, περιλαμβανομένου και του επιδόματος ενοικίου ύψους €280 μηνιαίως, το οποίο καταβάλλεται απευθείας στον ιδιοκτήτη της κατοικίας στην οποία διαμένει ο παραπονούμενος με την οικογένεια του.
Όσον αφορά την αναπηρία του, ο παραπονούμενος αξιολογήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2017 από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας που λειτουργεί το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες και κρίθηκε μόνιμα ανάπηρος. Η καταβολή του αναπηρικού επιδόματος άρχισε το Δεκέμβριο του 2017, ενώ την ίδια περίοδο, το επίδομα ενοικίου του, ως άτομο με αναπηρία αυξήθηκε από €280 σε €400 μηνιαίως.
Στη δεύτερη περίπτωση ο παραπονούμενος υπέβαλε την αίτηση για λογαριασμό του γιου του στις 21 Σεπτεμβρίου 2016. Στις 21 Οκτωβρίου 2016 ενημερώθηκε με επιστολή ότι θα έπρεπε να αποταθεί στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες για την πιστοποίηση της αναπηρίας του. Κλήθηκε για αξιολόγηση στις 8 Ιουνίου 2017. Το πόρισμα της αξιολόγησης στάλθηκε στην αρμόδια υπηρεσία και η καταβολή των παροχών αυτών άρχισε από τον Οκτώβριο του 2017.
Σε σχέση με την πρώτη περίπτωση λήφθηκε από το γραφείο της Επιτρόπου επιστολή από τη σύζυγό του ημερομηνίας 22 Μαΐου 2018, σύμφωνα με την οποία ο σύζυγος της δεν έλαβε αναδρομικά τις παροχές ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος από το Νοέμβριο του 2016. Σημειώνεται ότι «σε μεταγενέστερη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε το γραφείο της επιτρόπου Διοικήσεως με λειτουργό της αρμόδιας υπηρεσίας δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι τα αναδρομικά δικαιώματα θα παραχωρηθούν στον δικαιούχο μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2018».
Ανταπόκριση ύστερα από επιστολή της Επιτρόπου
Οι αιτήσεις και των δύο παραπονουμένων, αναφέρει στα συμπεράσματα της η επίτροπος Διοικήσεως, «επιβεβαιώθηκε από την έρευνα ότι είχαν υποβληθεί τον Σεπτέμβριο του 2016».
Παρ' όλον τούτο, «ενώ σύμφωνα με τη διευθύντρια της αρμόδιας υπηρεσίας η αίτηση του πρώτου παραπονούμενου παρουσίαζε ουσιώδεις ελλείψεις, του ζητήθηκε να προσκομίσει όλα τα απαραίτητα παραστατικά στις 10 Μαΐου 2017, δηλαδή μετά από 8 μήνες και μετά την επιστολή ημερομηνίας 3 Μαΐου 2017 στην υπηρεσία αναφορικά με το παράπονο του». Η αίτηση του εγκρίθηκε τον Ιούλιο 2017, 10 μήνες μετά την υποβολή της και άρχισε η καταβολή ΕΕΕ τον Αύγουστο του 2017.
Η αξιολόγηση της αναπηρίας του «έγινε ένα και πλέον χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης του με αποτέλεσμα να αρχίσει η καταβολή αναπηρικού επιδόματος τον Δεκέμβριο του 2017, 4 μήνες μετά την έναρξη της καταβολής ΕΕΕ και 15 μήνες μετά την υποβολή της αίτησης».
Όσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση, ο γιος του παραπονούμενου παραπέμφθηκε έγκαιρα στο ΤΚΕΑΑ για αξιολόγηση της αναπηρίας του, αλλά η αξιολόγηση έγινε μετά από 7 μήνες. Η δε καταβολή ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος άρχισε ένα και πλέον χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης του.
«Η αναμονή από άτομα με αναπηρία της έκβασης των αιτήσεων τους για ένα χρόνο ή και περισσότερο διάστημα, όταν πλείστα από αυτά δεν έχουν δικά τους εισοδήματα, συνεπάγεται τη στέρηση τους από στοιχειώδεις για τη διαβίωση τους παροχές καθώς και εξάρτηση από τις οικογένειες τους ή και επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών των οικογενειών τους, ενώ η Σύμβαση αποβλέπει στην προστασία και του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών», τονίζει στην έκθεση της η Επίτροπος, προσθέτοντας ότι «όταν οι αιτήσεις δε συνοδεύονται από όλα τα απαραίτητα έγγραφα, η αρμόδια υπηρεσία θα πρέπει να καλεί άμεσα τους αιτητές γραπτώς να τα προσκομίζουν και παράλληλα άμεσα θα πρέπει να παραπέμπονται για την αξιολόγηση της αναπηρίας τους».
Πηγή