αυτή η επίμονη προθυμία προς υποταγή να έχει τόσο βαθιά ριζώσει σ’ ένα έθνος, ώστε η ίδια η αγάπη για την ελευθερία να φαίνεται τώρα αφύσικη.
Για να καρπωθούν το καλό που επιθυμούν, οι τολμηροί δεν φοβούνται τον κίνδυνο∙ οι έξυπνοι δεν αρνούνται να υποφέρουν τα βάσανα. Είναι οι χαζοί και οι δειλοί που ούτε είναι σε θέση να υποφέρουν τις ταλαιπωρίες, ούτε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους∙ σταματούν απλώς στη λαχτάρα γι’ αυτά και χάνουν μέσω της ατολμίας τη γενναιότητα που ξεπηδά μέσα από την προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, αν και η επιθυμία να τα απολαύσουν παραμένει ακόμα ως μέρος της φύσης τους.
Μια κοινή λαχτάρα στους έξυπνους και τους χαζούς, στους γενναίους και τους δειλούς, είναι αυτή για όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία, μόλις αποκτηθούν, τους κάνουν ευτυχισμένους και ικανοποιημένους. Όμως εμφανίζεται να λείπει ένα στοιχείο. Δεν γνωρίζω πως συμβαίνει η φύση να αποτυγχάνει να τοποθετήσει στις καρδιές των ανθρώπων μια φλογερή επιθυμία για ελευθερία, μια ευλογία τόσο μεγάλη και επιθυμητή, ώστε μόλις χαθεί, να ακολουθούν αμέσως όλα τα κακά, και ακόμη και οι ευλογίες να παραμένουν άγευστες και άνοστες λόγω της διάβρωσής τους από τη δουλεία. Η ελευθερία είναι η μοναδική χαρά στην οποία οι άνθρωποι δεν φαίνεται να επιμένουν∙ γιατί στα σίγουρα, εάν πράγματι την ήθελαν, θα την είχαν. Προφανώς αρνούνται αυτό το θαυμάσιο προνόμιο γιατί το αποκτούν τόσο εύκολα.
Είναι πράγματι στη φύση του ανθρώπου να είναι ελεύθερος και να επιθυμεί κάτι τέτοιο, όμως ο χαρακτήρας του είναι τέτοιος που ενστικτωδώς ακολουθεί τις τάσεις που η εκπαίδευσή του τού έχει δώσει. Ας παραδεχτούμε συνεπώς ότι όλα εκείνα τα πράγματα στα οποία έχει εκπαιδευτεί και συνηθίσει ο άνθρωπος του φαίνονται φυσικά, και μόνο ό,τι είναι πραγματικά εγγενές σ’ αυτόν το λαμβάνει με την αρχική του, μη εκπαιδευμένη ατομικότητα. Συνεπώς, το έθιμο γίνεται η πρώτη αιτία για την εθελοδουλεία.
(…) Παρομοίως οι άνθρωποι μεγαλώνουν συνηθίζοντας την ιδέα ότι ανέκαθεν ήταν υποταγμένοι και οι πατεράδες τους ζούσαν με τον ίδιο τρόπο∙ θα πιστέψουν ότι είναι υποχρεωμένοι να υποφέρουν αυτό το κακό και θα πείσουν τους εαυτούς τους μέσω παραδειγμάτων και της μίμησης των άλλων, δίνοντας κύρος τελικώς σ’ εκείνους που τους διατάζουν μέσω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, βασισμένοι στην ιδέα ότι έτσι συνέβαινε πάντα.
Οι άνθρωποι αποδέχονται ακόμη τη δουλικότητα, προκειμένου να αποκτήσουν πλούτη∙ λες και θα μπορούν να έχουν οτιδήποτε δικό τους όταν δεν θα μπορούν καν να ισχυριστούν ότι ανήκουν οι ίδιοι στον εαυτό τους, ή λες και μπορεί ο οιοσδήποτε να κατέχει έστω και ένα μόνο πράγμα, όταν βρίσκεται κάτω από ένα τύραννο. Έπειτα δρουν λες και ο πλούτος τους πράγματι τους ανήκει και ξεχνούν ότι είναι αυτοί οι ίδιοι που δίνουν στον κυρίαρχο την εξουσία να παίρνει τα πάντα απ’ όλους μη αφήνοντας κάτι που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να πιστοποιήσει ότι ανήκει σε κάποιον.
Ο Λα Μποεσί είναι στην πραγματικότητα ο αγνοημένος θεμελιωτής της ανθρωπολογίας του σύγχρονου ανθρώπου, του ανθρώπου των διαιρεμένων κοινωνιών. Αυτός προκαταλαμβάνει, πάνω από τρεις αιώνες πριν, την προσπάθεια ενός Νίτσε – πριν ακόμα και από έναν Μαρξ – να σκεφτεί πάνω στην παρακμή και την αποξένωση. [ Πιερ Κλαστρ – Επίμετρο ]
Πανοπτικόν 2002
Πηγή