Κασπίας, όπου είχε εγκατασταθεί από την εποχή της εισόδου των ιρανικών φύλων στο οροπέδιο του Ιράν. Η αρχαιότερη αναφορά στην χώρα των Πάρθων γίνεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. στην περίφημη τρίγλωσση επιγραφή του Μπεχιστούν (Behistun, γύρω στα 80 χλμ. ΝΔ από την αρχαία πρωτεύουσα των Μήδων, Εκβάτανα - το σημερινό Χαμαντάν. Η επιγραφή χαράχτηκε (μάλλον το 521 π.Χ.) με διαταγή του αυτοκράτορα των Περσών Δαρείου Ι (522-486 π.Χ.) στην αρχαία Περσική, την Ελαμιτική και την Βαβυλωνιακή διάλεκτο της Ακκαδικής γλώσσας και μνημονεύει τον τρόπο που κατέκτησε τον θρόνο και αποκατέστησε την τάξη στην αυτοκρατορία.
Στην επιγραφή μνημονεύονται και όλες οι επαρχίες (Σατραπείες) της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και η Παρθία (αρχ. περσ. Παρθάβα – Parthava). Τους Πάρθους μνημονεύει και ο Ηρόδοτος (Γ΄ 93) αναφέροντας ότι περιλαμβάνονταν στην 16η φορολογική περιφέρεια («Νομό») της περσικής αυτοκρατορίας, μαζί με τους Αρείους (Αρίους), τους Χορασμίους (Χωρασμίους) και τους Σόγδους (ή Σογδιανούς) και παρακάτω (Γ΄ 117) σε σχέση με ένα γεγονός που αφορούσε την άρδευση μιας μεγάλης περιοχής στα κοινά όρια Πάρθων, Χωρασμίων και Υρκανίων.
Τέλος, αναφέρει (Ζ΄ 66) ότι ένα στρατιωτικό τμήμα Πάρθων και Χορασμίων με επικεφαλής τον Αρτάβαζο, γιο του Φαρνάκη πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη (την άνοιξη του 480 π.Χ.) εναντίον της Ελλάδος. Ο Στράβων αποκαλεί τους κατοίκους της Παρθίας Παρθυαίους (ΙΑ΄ VIII. 1) και παρακάτω (ΙΑ΄ IΧ. 1-3) αναφέρει ορισμένες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την χώρα και τους κατοίκους: «…Η Παρθυαία δεν είναι μεγάλη χώρα […] Εκτός από μικρή είναι δασωμένη, ορεινή και φτωχή […]Τμήματα της Παρθυηνής είναι η Κωμισηνή και η Χωρηνή […]
Ο Αρσάκης, Σκύθης το γένος, με μερικούς Δάες, δηλ. τους νομάδες Πάρνους που ζούσαν στον Ώχο, επιτέθηκε στην Παρθυαία και την κατέλαβε […] το Συμβούλιο των Παρθυαίων είναι διπλό: αποτελείται από ένα με ευγενείς και ένα με σοφούς και μάγους…». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στους Παρθυαίους (όπως τους καταγράφει) του Στέφανου Βυζαντίου (Εθνικά): «έθνος πάλαι μεν Σκυθικόν, ύστερον δε φυγόν ή μετοικήσαν επί Μήδους, κληθέν δε ούτως παρά Μήδοις δια την φύσιν της αυτούς δεξαμένης γης ελώδους και αγκώδους ούσης, ή δια την φυγήν, καθότι οι Σκύθαι τους φυγάδας πάρθους καλούσι. λέγονται δε και Πάρθοι και Πάρθιοι και Παρθυαίοι, και Παρθυαία η χώρα και Παρθυηνή…».
Η Παρθία περιελάμβανε τις ορεινές περιοχές στα ΝΑ της Υρκανίας (Varkana), όπως ονομαζόταν η χώρα στις νοτιοανατολικές ακτές της Κασπίας (=η Υρκανίς Θάλασσα των αρχαίων πηγών). Βασιλική έδρα των Παρθυαίων (Βασίλειο των Πάρθων) κατά τον Στράβωνα (ΙΑ΄ ΙΧ. 1) ήταν η Εκατόμπυλος (σημερ. Shahr-i-Qumis κοντά στην κωμόπολη Damghan του ΒΑ Ιράν). Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (Β΄ 34) οι Πάρθοι αποστάτησαν από του ςΜήδους και παρέδωσαν την χώρα τους στους Σάκες, αλλά μετά από πολυετή αμφίρροπο πόλεμο, Μήδοι και Σάκες έκαναν ειρήνη και συμφώνησαν οι Πάρθοι να ξαναγίνουν φόρου υποτελείς των Μήδων, διατηρώντας τα εδάφη τους.
O Κύρος ΙΙ (559-529 π.Χ.), γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας, θα κατακτήσει αυτές τις περιοχές (γύρω στο 540 π.Χ.) και θα τις ενοποιήσει διοικητικά τοποθετώντας ως σατράπη τον τοπικό ηγεμόνα (kavi) και συγγενή του, τον Υστάσπη (Vistaspa, ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Δαρείου Ι), ο οποίος κυβερνούσε την περιοχή ως υποτελής της Μηδικής αυτοκρατορίας. Η Παρθία θα παραμείνει πιστή στον νέο αυτοκράτορα Δαρείο Ι, προφανώς λόγω του πατέρα του Υστάσπη, ο οποίος ήταν ακόμη σατράπης της χώρας, όταν ένα γενικευμένο κύμα εξεγέρσεων θα σαρώσει την Περσική αυτοκρατορία αμέσως μετά την άνοδο στον θρόνο του Δαρείου Ι.
Μετά την μάχη των Γαυγαμήλων , που έκρινε την τύχη της Περσικής αυτοκρατορίας (331 π.Χ.), ο Μ. Αλέξανδρος καταδιώκοντας τον Δαρείο ΙΙΙ και τον Βήσσο θα φθάσει στην Χοαρηνή(Choarene=Χωρηνή), επαρχία της Παρθίας και λίγο έξω από την πρώτη πρωτεύουσα του μετέπειτα Βασιλείου των Πάρθων, την Εκατόμπυλο, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, θα ανακαλύψει το πτώμα του άτυχου εχθρού του που είχε δολοφονηθεί από τον φιλόδοξο Σατράπη της Βακτρίας Βήσσο και τους συνεργάτες του (330 π.Χ.).
Η Παρθία θα κατακτηθεί και σατράπης της θα επανατοποθετηθεί ο Φραταφέρνης, ο παλιός σατράπης της Παρθίας και Υρκανίας , που ο Μ. Αλέξανδρος διατήρησε στην θέση του μετά την δήλωση υποταγής του και ο οποίος θα παραμείνει πιστός μέχρι τον θάνατο του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Φραταφέρνης θα παραμείνει σατράπης της Παρθίας και επί Αντιβασιλείας του Περδικκα. Η Παρθία θα περιέλθει στον Σέλευκο Α΄ (308-281 π.Χ.), ιδρυτή του Βασιλείου των Σελευκιδών. Μετά την επιτυχή έκβαση των συγκρούσεων εναντίον του Αντιγόνου θα αρχίσει τις προετοιμασίες για να επιχειρήσει να ανακαταλάβει ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου (308-307 π.Χ.).
Η εκστρατεία του Σέλευκου Α΄ (308 - 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος, ΧΙΧ 92.5), που κράτησε πέντε χρόνια (307-302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Στην διάρκεια της εκστρατείας ο Σέλευκος Α΄ θα ανακηρυχθεί βασιλεύς (το 304 π.Χ.) και η εύκολη κατάκτηση της Βακτρίας θα του επιτρέψει να αποκαταστήσει την εξουσία του και στις γειτονικές Σατραπείες της Μαργιανής, της Σογδιανής και της Αριανής. Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος αυτές να απωλεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α΄ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο.
Ο Αντίοχος, ως αντιβασιλεύς της Ανατολής (293-281), θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή, όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293-290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα-Ζαρίασπα. Ο Σέλευκος Α΄ θα πάρει μέρος σε πολλούς πολέμους, εναντίον ή υπέρ των άλλων Επιγόνων, για να δολοφονηθεί τελικά το 281 π.Χ. κοντά στην Λυσιμάχεια της Θράκης, από τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Το πλέον σημαντικό γεγονός για τις μετέπειτα εξελίξεις στο Βασίλειο των Σελευκιδών, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247/246 π.Χ. του Βασιλείου των Πάρθων από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας.
Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες, Χωράσμιοι κ.λπ.), εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών.
Σύμφωνα με την παράδοση, γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ο Αρσάκης, ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι(Dahae-Dahan tribes), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους. Επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών λόγω των Συριακών πολέμων, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της Ανδραγόρα. Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα.
Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, που σήμαινε «εξόριστοι» και με το οποίο βαθμιαία θα συγχωνευθούν. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται και επίσημα βασιλεύς της Παρθίας (Αρσάκης Ι, 260-247 ή 260-211 π.Χ.), ιδρύοντας έτσι την Δυναστεία των Αρσακιδών , αλλά η κατάκτηση της χώρας δεν θα ολοκληρωθεί πριν από το 211 π.Χ. Γενικά οι Αρσακίδες υπήρξαν ικανοί ηγεμόνες συνδυάζοντας πολλά στοιχεία περσικά και ελληνικά από τους Σελευκίδες της Συρίας. Βοήθησαν στην ανάπτυξη ελληνιστικών πόλεων ενώ διατήρησαν την οργάνωση της χώρας τους σε Σατραπείες. Ενίσχυσαν το εμπόριο και ανέπτυξαν ισχυρό στόλο.
Συνέπεια αυτών ήταν η μεγάλη οικονομική αλλά και οικοδομική ανάπτυξη όλης της χώρας τους. Κέντρο της χώρας τους ήταν η Μηδία και πρωτεύουσα το μεν καλοκαίρι είχαν τα Εκβάτανα, τον δε χειμώνα την Κτησιφώντα. Κλάδος της δυναστείας αυτής βασίλευσε και στην Αρμενία μέχρι του Αρδάση ή Αρδασίρ Δ΄, επί της βασιλείας του οποίου και η Αρμενία προσαρτήθηκε στη Περσία από τους Σασσανίδες. Ο Αρσάκης Α’ συγκυβέρνησε με τον αδελφό του Τιριδάτη επειδή δεν είχε δικούς του γιους όρισε διάδοχο του τον Αρσάκη Β’ γιο του Τιριδάτη.
Την εποχή του Αρσάκη Β’ ο βασιλιάς των Σελευκιδών Αντίοχος Γ' ο Μέγας ανακατέλαβε την Παρθία. Οι Σελευκίδες εξασθένησαν σύντομα λόγω των αλλεπάλληλων ηττών του Αντίοχου Γ’ από τους Ρωμαίους και των αποζημιώσεων που ζήτησαν οι Ρωμαίοι από τους Σελευκίδες, αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Αρσακίδες να αναδιοργανωθούν. Ο Μιθριδάτης Α’ εγγονός του Αρσάκη Β’ ανακατέλαβε ολόκληρη την Περσία από τους Σελευκίδες, αφού συνέλαβε αιχμάλωτο τον βασιλιά τους Δημήτριο Β’ Νικάτωρα πήρε τον τίτλο του «βασιλέως των βασιλέων». Ο Φραάτης Β’ γιος του Μιθριδάτη Α’ συντρίβοντας τον Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Ζ’ τον Σιδίτη αδελφό του Δημητρίου Β’ έθεσε οριστικά τέρμα στην κυριαρχία των Σελευκιδών ανατολικά του Ευφράτη.
Ο ανιψιός του Μιθριδάτη Α’ και δισέγγονος του Αρσάκη Β’ Μιθριδάτης Β’ ο μέγας έφτασε το αρχαίο Παρθικό βασίλειο των Αρσακιδών στο μέγιστο της ισχύος του, ξεκίνησε και διαπραγματεύσεις με την Ρώμη. Ο Ελληνολάτρης βασιλιάς Ορόντης Β’ γιος του Φραάτη Γ’ αφού δολοφόνησε τον αδελφό του Μιθριδάτη παρέμεινε μόνος βασιλιάς, είχε σημαντικές επιτυχίες με τους Ρωμαίους διασπάζοντας την συμμαχία τους με τον βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη. Ο Ορόντης Β΄ της Παρθίας ήταν βασιλιάς των Πάρθων από την δυναστεία των Αρσακιδών και κυβέρνησε από το 57 π.Χ. έως το 37 π.Χ..
Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά των Πάρθων Φραάτη Γ΄ τον οποίο διαδέχτηκε αφού δολοφόνησε με τον αδελφό του Μιθριδάτη Γ'. Παντρεύτηκε μια Ελληνίδα πριγκίπισσα, την Λαοδίκη από το βασίλειο της Κομμαγηνής, κόρη του βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχου Α΄ Θεού, γι’ αυτό μιλούσε καλά τα Ελληνικά σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Ο αδελφός του Μιθριδάτης αμέσως όταν έγινε ο Ορόντης βασιλιάς ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μηδίας, ο Ορόντης τον έδιωξε αναγκάζοντας τον να καταφύγει στην Συρία. Ο Μιθριδάτης επανήλθε και επιτέθηκε ξανά στο βασίλειο του αδελφού του το 55 π.Χ. έγινε κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα βασιλιάς αλλά σύντομα συνελήφθη από τον Ορόντη και εκτελέστηκε το 54 π.Χ.
Ο σπουδαίος Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Λικίνιος Κράσσος έκανε μια προσπάθεια να επεκτείνει την Ρωμαϊκή κυριαρχία στα ανατολικά αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 53 π.Χ. στην μάχη τών Καρρων από τον στρατηγό του Ορόντη Σιρένα.
Ο Ορόντης στην συνέχεια επιτέθηκε στην Αρμενία εξαναγκάζοντας τον βασιλιά Αρταβάσδη, γιο του Τιγράνη του Μεγάλου να εγκαταλείψει την συμμαχία του με τους Ρωμαίους. Το 51 π.Χ. ο Ορόντης μαζί με τον γιο του Πακώρη δολοφόνησαν τον στρατηγό Σιρένα, επειδή θεώρησαν ότι η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς του ήταν απειλή για τον θρόνο τους. Κατά την διάρκεια του Ρωμαϊκού εμφυλίου πολέμου οι Πάρθοι συμμάχησαν αρχικά με τον Πομπήιο, στην συνέχεια με τον Βρούτο και τον Κάσσιο, το 38 π.χ. ο γιος του Ορόντη Πακώρος επιτέθηκε στην Συρία, αλλά σκοτώθηκε από τον Βεντίδιο το 38 π.Χ.
Ο Ορόντης απογοητευμένος από τον θάνατο του αγαπημένου του γιου όρισε διάδοχο του τον άλλο του γιο Φραάτη Δ΄ αλλά σύντομα δολοφονήθηκε από εκείνον. Ο Ορόντης Β’ δολοφονήθηκε από τον γιο του Φραάτη Δ’ ο οποίος τον διαδέχτηκε, αρχικά ήταν πολέμιος των Ρωμαίων βοηθώντας τον φανατισμένο εχθρό τους Αρταξέρξη γιο του Αρταβάσδη να γίνει βασιλιάς της Αρμενίας.
Συμφιλιώθηκε αργότερα με τον Οκταβιανό Αύγουστο παίρνοντας σύζυγο μια Ελληνίδα από τις παλλακίδες του την Μούσα με την οποία απέκτησε τον διάδοχο του Φραάτη Ε’ αλλά τελικά δολοφονήθηκε από την Μούσα και τον γιο τους. Η Μούσα παντρεύτηκε τον γιο της Φραάτη Ε’ το 4 μ.χ. και συμβασίλευσε μαζί του αλλά οι Πάρθοι εξεγέρθηκαν, τους δολοφόνησαν και τους δύο παραδίδοντας το στέμμα στον Ορόντη Γ’.
Ο Βολογέσης Α’ της Παρθίας ήταν βασιλιάς της Παρθίας από το 51μ.χ. ως τον θάνατο του το 78μ.χ. από την δυναστεία των Αρσακιδών, ένας από τους 5 γιους και διάδοχος του βασιλιά της ΠαρθίαςΒορώνη Β’ και της Ελληνίδας συζύγου του. Με την άνοδο του στον θρόνο έδωσε το πατρικό του βασίλειο της Μηδίας Ατροπατήνης στον μεγαλύτερο αδελφό του Πακώρο και το βασίλειο της Αρμενίας στον αδελφό του Τιριδάτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μακροχρόνιους πολέμους με τη Ρώμη. Η Ρώμη αντικατέστησε το 54 μ.χ. τον αδελφό του Τιριδάτη με τον Ιουδαίο πρίγκιπα Τιγράνη Στ’ δισέγγονο του Ηρώδη του Μέγα ο οποίος παρέμεινε βασιλιάς της χώρας ως το 63μ.χ.
Οι αψυχολόγητες ενέργειες του Τιγράνη, η εισβολή του στην Παρθική επαρχία της Αδιαβηνής τον οδήγησαν σε νέο πόλεμο με τους Πάρθους, στην ανατροπή του και στην επαναφορά τουΤιριδάτη Α’ στον θρόνο της Αρμενίας με την σύμφωνη γνώμη της Ρώμης.
Η στέψη του Τιριδάτη ως βασιλιά της Αρμενίας έγινε το 66μ.χ. σε μεγαλοπρεπή τελετή στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα Νέρωνα. Από τότε οι Ρωμαίοι με τους Πάρθους παρέμειναν σύμμαχοι. Δέχτηκε επιθέσεις από το ληστρικό φύλλο των Αλανών, παρά την βοήθεια που πήρε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό.
Οι Αλανοί κατάφεραν να καταλάβουν πολλά εδάφη στα ανατολικά του κράτους του. Με πρωτοβουλία του οι Πάρθοι απαρνήθηκαν τελείως τον εξελληνισμό τους επαναφέροντας την Παρθία στα αρχαία Περσικά έθιμα και τον ζωροαστρισμό. Αντικατέστησε ακόμα και το Ελληνικό αλφάβητο με το Αραμαϊκό. Ο Βολογέσης Α’ πέθανε το 78μ.χ. και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βολογέσης Β’.
Το 224μ.χ. ο υποτελής βασιλιάς της πόλης Δαρέμπ Αρδασίρ εγγονός του ιερέα του Ζωροαστρισμού Σασσάν εξεγέρθηκε εναντίον της δυναστείας των Αρσακιδών, οι επαναστατικές δυνάμεις συνέτριψαν τον στρατό του Αρτάβανου.
Η δυναστεία των Αρσακιδών ανατράπηκε ύστερα από 400 χρόνια βασιλείας στην Παρθία, νέος βασιλιάς θα ορκιστεί ο επαναστάτης Αρδασίρ ιδρυτής της δυναστείας των Σασσανιδών η οποία θα βασιλεύσει για άλλα 400 χρόνια επαναφέροντας την Περσία στο αρχαίο της μεγαλείο.
Πηγή