αμερικανική οικονομία στην τελευταία της συνεδρίαση, θεωρώντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι ελεγχόμενες στο εγγύς μέλλον, παρά το πιο χαμηλό ποσοστό της ανεργίας που έχει καταγραφεί τα τελευταία 20 χρόνια. Οι προβλέψεις της Fed χαρακτηρίστηκαν «εξωπραγματικές» από έναν οικονομολόγο στο ετήσιο συνέδριο της National Association of Business Economics (ΝΑΒΕ), που πραγματοποιήθηκε στη Βοστώνη αυτήν την εβδομάδα, δέκα χρόνια μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε από την εξάπλωση του πανικού σε μια «υποτιμημένη» αγορά του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Οπότε, είναι αναμενόμενο η Fed να συστήνει την αποφυγή της έκθεσης σε υπερβολικό δανεισμό και να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις ανισορροπίες των χρηματοοικονομικών αγορών. Αλλά υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να υποτιμηθεί ο κίνδυνος από μια απότομη αύξηση του πληθωρισμού. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε σήμερα να οδηγήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση.
«Είναι ξεκάθαρο ότι η Fed εστιάζει στα επίπεδα μόχλευσης και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών για να μην επαναληφθεί μια χρηματοπιστωτική κρίση», σχολιάζει ο Ρόμπερτ Γκόρντον, οικονομολόγος και κοινωνικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν. Ο Γκόρντον επισήμανε στο συνέδριο της ΝΑΒΕ ότι οι προβλέψεις της Fed για τον πληθωρισμό ήταν «εκτός πραγματικότητας», διότι είναι αναπόφευκτο η ενίσχυση της απασχόλησης να οδηγήσει σε τόνωση των τιμών. Οι εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο ή η κρίση χρέους σε αρκετές αναδυόμενες αγορές δεν μπορούν να αναχαιτίσουν την ανάπτυξη στην αμερικανική ή οικονομία, παρά μόνον αν οι επιπτώσεις τους είναι μεγάλες. Προς το παρόν, η ανάπτυξη στις ΗΠΑ προβλέπεται ότι θα κινηθεί με ρυθμό 3%.
Είναι πιθανόν να αποσταθεροποιηθούν οι αγορές αν προκληθεί αιφνίδια αύξηση του πληθωρισμού λόγω μείωσης της φορολογίας που προώθησε η κυβέρνηση Τραμπ, επισήμαναν πρόσφατα οικονομολόγοι της Goldman Sachs. Περισσότεροι κίνδυνοι υπάρχουν από την απρόσμενη άνοδο των τιμών σε μια οικονομία που η ανεργία έχει υποχωρήσει στο 3,9% και οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά ενισχυμένες λόγω των αυστηρότερων κανόνων.
«Πιστεύω ότι τα προβλήματα στο μέλλον θα προέλθουν από τις υψηλότερες τιμές», παρατηρεί ο Τζέιμς Στοκ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων επί προεδρίας Ομπάμα.
Η Fed έχει ξεκινήσει τη σταδιακή αύξηση του βασικού επιτοκίου από τα τέλη του 2015, ύστερα από παρατεταμένη περίοδο με σχεδόν μηδενικό κόστος δανεισμού στην ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Είναι άγνωστο πώς η επαναφορά του βασικού επιτοκίου θα επηρεάσει το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, όπου τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και άλλα επενδυτικά οχήματα παρέχουν πίστωση σε εταιρείες που λειτουργούν με μεγαλύτερο ρίσκο από το συνηθισμένο. Τον Ιούλιο, η Fed προειδοποίησε για την παροχή πιστώσεων σε εταιρείες με χαμηλή επενδυτική βαθμολογία.
Σε πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Μπρούκινγκς, ο τέως επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι δήλωσε πως ένα μάθημα που πήραμε από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση είναι ότι θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι αλληλοεπιδράσεις μεταξύ οικονομίας και αγορών πίστωσης στις προβλέψεις. Οι απόψεις στους κύκλους της Fed διίστανται. Ο επικεφαλής της Fed στη Βοστώνη ήταν περισσότερο καθησυχαστικός, δηλώνοντας πως «δεν νομίζω πως υπάρχει μεγάλος λόγος ανησυχίας». Ομως, η Λάελ Μπρέιναρντ, αξιωματούχος της Fed, πιστεύει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην άνοδο των τιμών στις αγορές και στην επίδραση της μείωσης των φόρων στην κυβέρνηση Τραμπ.
JONATHAN SPICER, HOWARD SCHNEIDER / REUTERS
Πηγή