Δυστυχώς πολύ μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης εστιάζει στα δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που μπορούν να πάρουν οι κυβερνήσεις προκειμένου να τονώσουν τη ζήτηση. Πρόκειται σαφώς για εργαλεία - κλειδιά σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, αλλά όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι, μακροπρόθεσμα ανάπτυξη επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε την Ιαπωνία το 1992 ήταν μεγάλο σοκ από το οποίο η χώρα ακόμα δεν έχει συνέλθει. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι υπάρχουν ανησυχητικές αναλογίες με την κατάσταση στην Αμερική και την Ευρώπη σήμερα. ΗΠΑ και Ευρώπη φαίνονται να οδεύουν προς μια παρατεταμένη περίοδο αργόσυρτης πιστωτικής ανάπτυξης, η οποία θα οφείλεται τόσο στην απαραίτητη σύσφιξη του εποπτικού πλαισίου όσο και στο γεγονός ότι οι οικονομίες αυτές παραμένουν ακόμη υπερβολικά χρεωμένες.
Παρά ταύτα, και αξιολογώντας την τότε ιαπωνική εμπειρία και τις επιπτώσεις της σήμερα, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η απότομη προσγείωση της Ιαπωνίας δεν οφείλονταν μόνο στη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 1992. Η Ιαπωνία υπέστη σημαντικά αρνητικά σοκ παραγωγικότητας, που είχαν να κάνουν με ορισμένα μακροχρόνια προβλήματά της. Ακόμα και αν δεν είχε τη διπλή φούσκα, της αγοράς ακινήτων και του Χρηματιστηρίου, είχε την οικονομική ανάδυση του γιγάντιου γείτονά της, της Κίνας, που αντιπροσώπευε μια μεγάλη πρόκληση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ιαπωνική κυριαρχία στις παγκόσμιες εξαγωγές άρχισε να ψαλιδίζεται από την άνοδο των μικρότερων γειτόνων της της Ασίας, δηλαδή της Μαλαισίας, της Κορέας, της Ταϊλάνδης και της Σιγκαπούρης. Αλλά η Κίνα αντιπροσώπευε μια εντελώς διαφορετική πρόκληση, που η προσαρμογή σε αυτήν θα έπαιρνε και θα πάρει πολύ καιρό.
Επιπλέον, ακόμα και αν δεν είχε χρηματοπιστωτική κρίση, η Ιαπωνία θα γονάτιζε σταδιακά από την επιδείνωση των δημογραφικών της χαρακτηριστικών, αφού ο πληθυσμός της γερνούσε και συρρικνώνονταν. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ιαπωνίας τους καλούς καιρούς είχαν βασιστεί στον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης των επενδύσεων. Αλλά επειδή η παραγωγικότητα πρέπει εν τέλει να βασίζεται στην καινοτομία, και όχι μόνο σε κτίρια και εξοπλισμό, αναπόφευκτα οι αποδόσεις κάποια στιγμή υποχώρησαν.
Κατά βάση, αν δεν είχε μεσολαβήσει η χρηματοπιστωτική κρίση, η ιαπωνική οικονομία θα είχε ίσως μεγαλύτερη ευελιξία για να αντιμετωπίσει τις μαρκοπρόθεσμες προκλήσεις. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα δυσθεώρητα επίπεδα της ιαπωνικής ανάπτυξης κάποτε θα περιορίζονταν. Όπως συχνά συμβαίνει, η χρηματοπιστωτική κρίση στην περίπτωση της Ιαπωνίας μεγένθυνε τις άλλες αιτίες που οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή, δεν ήταν αυτή που την προκάλεσε ευθέως.
Κάτι ανάλογο μπορούμε να διακρίνουμε και στην περίπτωση της αμερικανικής Μεγάλης Ύφεσης του 1930. Και εκεί αποδόθηκε μεγάλη προσοχή στις μεταπτώσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αλλά η οικονομική πολιτική του Νιου Ντιλ, που σήμαινε την επέκταση του ρόλου του κράτους με τρόπο ενίοτε χαοτικό και απρόβλεπτο, ίσως να διαδραμάτισε αρνητικό ρόλο, τουλάχιστον προσωρινά, στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα δείχνουν να κινούνται προς ένα πιο ευγενές και ευρωπαϊκού τύπου κράτος, με υψηλότερη φορολογία και ίσως ενισχυμένη ρύθμιση. Οι υποστηρικτές του αμερικανικού συστήματος σωστά υποστηρίζουν ότι το αμερικανικό κράτος στρέφει την προσοχή του σε πράγματα που δεν συνήθιζε όπως οι εισοδηματικές ανισότητες. Αλλά σε περίπτωση που οι ΗΠΑ έχουν αργούς ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία, θα φταίει μόνο η χρηματοπιστωτική κρίση;
Κατά αναλογία, η τελευταία υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης δημιούργησε μεγάλη πολιτική αβεβαιότητα και απρόβλεπτες καταστάσεις. Αν έχουμε αντίξοες αναπτυξιακές επιπτώσεις στην Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία, θα μπορούμε να τις χρεώσουμε αποκλειστικά στη χρηματοπιστωτική κρίση;
Το σημαντικό βραχυπρόθεσμα είναι η νομισματική πολιτική της Αμερικής και της Ευρώπης να εστιάσουν στην αδυσώπητη καταπολέμηση ενός ιαπωνικού τύπου αποπληθωρισμού, ο οποίος μπορεί μόνο να επιδεινώσει τα προβλήματα χρέους μειώνοντας τα εισοδήματα σε σχέση με τα χρέη. Στην πραγματικότητα, όπως υποστήριξα από την έναρξη της κρίσης, είναι προτιμότερο να έχουμε για δύο - τρία χρόνια σχετικά μεσαίο πληθωρισμό, ικανό να τροφοδοτήσει την αποπληθωρισμό των χρεών σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως αν το πολιτικό, νομικό και εποπτικό σύστημα έχουν παραλύσει και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες διαγραφές.
Με δεδομένα τα προβλήματα των πιστωτικών αγορών, μπορεί να απαιτείται η περαιτέρω συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης. Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, αυτή είναι ήδη πολύ χαλαρή και απαιτείται η βαθμιαία σύσφιξη της, σε βάθος αρκετών χρόνων, ιδίως για τις χώρες που αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα υψηλού δημόσιου χρέους. Εκείνοι που πιστεύουν – συχνά με σχεδόν θρησκευτικό τρόπο – ότι χρειαζόμαστε την επέκταση των κεϋνσιανών δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας αγνοώντας το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, μου φαίνονται πανικοβλημένοι.
Τέλος, είναι σημαντικό να επιχειρήσουμε να διατηρήσουμε τον δυναμισμό της αμερικανικής οικονομίας και των ευρωπαϊκών οικονομιών με μέτρα στήριξης της παραγωγικότητας - για παράδειγμα με δρακόντεια πολιτική ενάντια στα ολιγοπώλια και με την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι δύσκολο να προβλέψουμε τις τάσεις της παραγωγικότητας, καθώς αυτές έχουν πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις με τις κοινωνικές, τις οικονομικές και τις πολιτικές δυνάμεις. Οι βραβευμένοι με Νόμπελ οικονομολόγοι Ρόμπερτ Σόλοου και Πολ Κρούγκμαν είχαν κάποτε διατυπώσει την περίφημη ερώτηση περί το αν η διάδοση των υπολογιστών και της τεχνολογίας μπορεί να οδηγήσει σε μηδενική ανάπτυξη. (Αυτό το άρθρο θέλει να τονίσει τον τίτλο του κλασικού βιβλίου του Κρούγκμαν «Η Εποχή των Μειωμένων Προσδοκιών»).
Εν τέλει οι πολιτικοί θα πρέπει να σκεφτούν ότι το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα αποφύγουν ή όχι τη ‘χαμένη δεκαετία’, θα εξαρτηθεί και από τη δική τους δυνατότητα να διατηρήσουν την ζωτικότητα και την παραγωγικότητα των οικονομιών τους, όχι απλά να στηρίζονται σε βραχυπρόθεσμα μέτρα τόνωσης της ζήτησης.
Ο Κένεθ Ρόγκοφ είναι καθηγητής της Οικονομίας και Δημόσιας Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ.
http://www.sofokleous10.gr/