Το καθεστώς των απευθείας αναθέσεων, ιδίως για τη συντήρηση και την προμήθεια ανταλλακτικών ιατρικών και νοσοκομειακών μηχανημάτων, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα στη Siemens ΑΕ,
προκάλεσε υπερτιμολογήσεις και ταυτόχρονα έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του ανταγωνισμού, ο οποίος θα είχε εξυπηρετηθεί, μέσω της διαδικασίας του ανοικτού διαγωνισμού με αποτέλεσμα συμφερότερες προσφορές.
Στη γενική αυτή διαπίστωση καταλήγουν -σχεδόν στην πλειονότητά τους- τα 164 φύλλα ελέγχου ισάριθμων συμβάσεων νοσοκομείων με τη Siemens κατά την τελευταία 15ετία, τα οποία κατατέθηκαν από το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας στην εξεταστική επιτροπή, που διερευνά την υπόθεση.
Επίσης γενική διαπίστωση συνιστά ότι η επιλογή της απευθείας ανάθεσης συνεπάγεται έλλειμμα ανταγωνισμού και μονομερή καθορισμό της τιμής από τον ανάδοχο, έλλειμμα διαπραγμάτευσης των διοικήσεων των νοσοκομείων και ασαφή εικόνα ως προς την επίτευξη, ή μη, του βέλτιστου οικονομικού αποτελέσματος.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των βουλευτών από όλες τις πτέρυγες, «η Siemens "έπαιζε" μόνη της και κατά το δοκούν αύξανε, ή μείωνε, τις τιμές, χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστικότητα, κυρίως στα ανταλλακτικά και στο σέρβις».
Αποτέλεσμα ήταν, σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος συντήρησης να ξεπερνά εντέλει κατά πολύ το κόστος της ίδιας της σύμβασης για μηχανήματα, όπως αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους, μηχανήματα εντατικής θεραπείας, αναισθησιολογικά μηχανήματα, αγγειογράφους, υπερηχοτομογράφους κ.λπ.
Αν και δεν περιλαμβάνονται στο πρώτο πακέτο ελέγχου, που απεστάλη στη Βουλή, μεγάλα νοσοκομεία, τα οποία επιχορηγούνται από το Δημόσιο, όπως το Ωνάσειο, το «Παπαγεωργίου» και το Ντυνάν, γενική είναι η εκτίμηση ότι οι διοικήσεις «ούτε αξιολογούσαν, ούτε συνέκριναν, ούτε διαπραγματεύονταν καλύτερες τιμές με τη γερμανική εταιρεία, αλλά ούτε και έψαχναν αν υπήρχαν στην αγορά εταιρείες, που θα κάλυπταν απλές συντηρήσεις φθηνότερα, ούτε, εντέλει, ενδιαφέρονταν να εκπαιδευτεί προσωπικό για μείωση του κόστους συντήρησης».
Στην πλειονότητα τους, οι Επιθεωρητές Υγείας καταλήγουν πως οι διοικητές των νοσοκομείων αξιοποιούσαν τις διατάξεις και τις εξαιρέσεις του νόμου 2286/95 περί προμηθειών του δημοσίου και ανέθεταν απευθείας, ίσως και χωρίς την επιβολή όρων, διαπραγμάτευσεις, που προβλέπει ο νόμος. Με τη συγκεκριμένη διαδικασία δεν φρόντιζαν να συμπεριλάβουν και δεσμευτικούς όρους για τον ανάδοχο, σε σχέση με το κόστος συντήρησης και το κόστος των ανταλλακτικών.
Ετσι, ενδεικτικά -όπως ανέφερε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Λεωνίδας Γρηγοράκος- στο Θριάσειο Νοσοκομείο, μόνον για την αποκατάσταση λυχνιών των αξονικών τομογράφων την πενταετία 2004-2009, δόθηκαν 511.991 ευρώ. Εξάλλου, για το νοσοκομείο Γιαννιτσών, η διαπίστωση είναι ότι «από τα απολογιστικά στοιχεία ετήσιας δαπάνης για τη συντήρηση αναπνευστήρων και αναισθησιολογικών μηχανημάτων, αυτή προκύπτει υψηλότερη από την αξία της σύμβασης αγοράς». Αλλά και για το Γενικό Λαϊκό Νοσοκομείο, το κόστος συντήρησης των μηχανημάτων που -κατά την έκθεση- ήταν για μεγάλα διαστήματα εκτός λειτουργίας, ήταν ενδεικτικά για τον ψηφιακό αγγειογράφο το 2008, 44.030 ευρώ, το 2009, 45.770 ευρώ και το 2010, 46.710 ευρώ.
Ίδια ανοδική τάση παρατηρείται και στη συντήρηση των αξονικών τομογράφων του ίδιου νοσοκομείου, ενώ στον διαγωνισμό για την προμήθεια αναισθησιολογικού μηχανήματος δεν βρέθηκε απόφαση του ΔΣ για έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών.
Ενδεικτικά, πάντα, για το Γενικό Νσοκομείο «Ελπίς» και σε σχέση με τη σύμβαση συντήρησης του αξονικού τομογράφου απουσιάζει η διαπραγμάτευση από την πλευρά του νοσοκομείου κι έτσι προκύπτει «υψηλό κόστος συντήρησης, ασάφεια για τις αναβαθμίσεις των προγραμμάτων και επιπλέον χρέωση για την προληπτική συντήρηση».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ