1.Το ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε ως ένα κίνημα των μη προνομιούχων. Μετατράπηκε σε ένα μαζικό κίνημα και σε ένα λαϊκό κόμμα. Βρήκε το δρόμο προς την κυβερνητική εξουσία και αφομοιώθηκε από αυτήν.
Σήμερα, στην εποχή του Μνημονίου, κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν κομματικό φορέα που παράγει μόνο ειδικούς και διαχειριστές εξουσίας. Σε έναν «απλό» αγωγό πρόσβασης στα κέντρα λήψης απόφασης.
2. Το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να προσαρμοστεί στις πιο διαφορετικές εποχές και να είναι σήμερα εκείνο το κόμμα που έχει ως επικεφαλής του έναν πολιτικό που γνωρίζει καλά το γίγνεσθαι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Όμως, η μαζική του βάση συρρικνώνεται. Η κομματική του βάση αδρανοποιείται. Το ίδιο εγκλωβίζεται στην αντίφαση αφενός να αυξάνει ο ρόλος του στις κρατικές υποθέσεις και στις δημόσιες πολιτικές, ενώ από την άλλη να μειώνεται η κοινωνική αποδοχή του. Έχει αυξήσει την ικανότητά του να διασφαλίσει καριέρα σε όσους συσστρατεύονται μαζί του, αλλά από την άλλη, οι πολίτες να απογοητεύονται από αυτό και να μην βλέπουν λόγους και προοπτικές συμμετοχής στις οργανώσεις του. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλα λαϊκά ερείσματα και αποδοχή. Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να θυμάται ότι είναι ο πολιτικός φορέας που έβαλε στην πολιτική σκηνή τα νέα μισθωτά και μη μεσαία στρώματα, ενώ έδωσε φωνή στην μικρομεσαία αγροτιά. Που αναγνώρισε την εθνική αντίσταση, δημιούργησε το (συνεχώς απαξιούμενο) ΕΣΥ, ίδρυσε τα ΚΑΠΗ.
3. Η σημασία του ΠΑΣΟΚ για τις τύχες της Ελλάδας, το που θα πάει η χώρα και με ποιους όρους αυξάνει. Όμως, η εσωκομματική του δημοκρατία μειώνεται. Η ηγεσία του παράγει και υλοποιεί πολιτικές από τις κυβερνητικές θέσεις που κατέχει, οι οποίες βρίσκονται σε κάθετη αντίθεση με τη θέληση των μελών του. Τα τελευταία είτε αποσύρονται στην σφαίρα του ιδιωτικού, απογοητευμένα από την αποκοπή του ΠΑΣΟΚ από τις ανάγκες και τους προβληματισμούς του μέσου πολίτη, είτε συνοδεύουν την ηγεσία του ως μια ομάδα κατάληψης δημόσιων θέσεων. Πρόγραμμα και ιδεολογία παίζουν όλο και μικρότερο ρόλο. Αντίθετα, αυξάνει η σημασία της διατήρησης της κυβερνητικής και τοπικής εξουσίας. Η διασφάλιση μέσω του ΠΑΣΟΚ προσωπικής καριέρας στο δημόσιο και η επαγγελματική εξασφάλιση στον ιδιωτικό.
4. Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα από τα πλέον αντιφατικά φαινόμενα της Ελληνικής κοινωνίας. Προκαλεί αντιφάσεις και εσωτερικές διχόνοιες στις υπόλοιπες κομματικές δυνάμεις. Ελπίδα και ανασφάλειες στους κοινωνικούς παίκτες. Προς το παρόν προκαλεί τη λύπη και τον θυμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, αλλά τους τροφοδοτεί και με ελπίδες (συχνά αυταπάτες) ότι μόνο αυτό θα τα καταφέρει. Τραπεζίτες, λαμόγια, διαπλοκή που το πολέμησαν με πάθος κάθε φορά που ήταν στην αντιπολίτευση, το αγκαλιάζουν προκειμένου να το διαφθείρουν με «έρωτα» έμπειρο και συστηματικό. Δείχνει να χάνει όλο και περισσότερο την κοινωνική του βάση, σίγουρα δεν διαθέτει την δραστήρια και ενεργητική στήριξή της, αλλά αυξάνει, ακόμα και με αυταρχικό τρόπο, την δημόσια παρουσία του και τις κατάληψη των κέντρων λήψης απόφασης.Το ΠΑΣΟΚ κινείται στο δίπολο της συνεχούς επέκτασής της επιρροής του σε σειρά τομέων της κοινωνίας, τόσο των άμεσων πολιτικών διαδικασιών, όσο και σε άλλους τομείς κοινωνικής δράσης και στο ξέκομμά του από τις αγωνίες των φτωχών και ανήμπορων. Από μια αρχική πρόθεση να επιδράσει πάνω στην πολιτική και να επηρεάσει το μέλλον της χώρας έχει γεννηθεί μια πολιτική πρακτική που αποσκοπεί στην κατάληψη τομέων της κοινωνίας και διαχείρισης με νεοφιλελεύθερα μέσα της κρίσης που προκάλεσε ο νεοφιλελευθερισμός.
5. Η απόκλιση ανάμεσα στο πρόγραμμα, εκείνο της 3ης του Σεπτέμβρη, και της κυβερνητικής πρακτικής, αυτή του 2010, είναι η μέγιστη που εκδηλώθηκε σε ελληνικό κόμμα μεταχουντικά. Η απόσταση λόγων και πράξεων, καθώς και η μέθοδος συγκάλυψης της ουσίας της πράξης έγινε η δεύτερη φύση μεγάλου τμήματος του στελεχικού απαράτ του ΠΑΣΟΚ. Για αυτό είναι σημαντικότερο να διαχειρίζεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο τις σκοτεινές πλευρές του ελληνικού καπιταλισμού, παρά να παλέψει για μια διαφορετική Ελλάδα, μακριά από τη διαπλοκή και την εξυπηρέτηση αποτυχημένων τραπεζιτών. Από κίνημα ένταξης των μη προνομιούχων στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, τείνει να μετατραπεί σε όχημα επαγγελματικής αποκατάστασης σειράς αξιωματούχων του, που πλην της εσωκομματικής διαμάχης και ίντριγκας, των δημοσίων αξιωμάτων και της κομματικής γραφειοκρατίας δεν γνώρισαν τίποτα άλλο, αλλά και δεν απέδειξαν πουθενά αλλού οτιδήποτε. Από κόμμα ανακούφισης των λαϊκών μαζών, έγινε κίνημα προσωπικών στρατηγικών. Ακόμα και στην κρίση, αντί ορισμένοι να ασχολούνται με την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας, ασχολούνται με την διασφάλιση της δημόσιας μικροπολιτικής εικόνας τους. Συμβάλλουν και αυτή στο να παραμένει η χώρα κολλημένη στην μιζέρια, στο λίγο και άχρηστο. Συνολικά το ΠΑΣΟΚ από κόμμα εκφραστής της λαϊκής θέλησης και ενσωμάτωσης των καταπιεσμένων ομάδων στον κοινωνικό ιστό, τείνει να μετατραπεί σε μηχανισμό ενσωμάτωσης μερίδας των στελεχών του στις κυρίαρχες ομάδες της χώρας.
6. Η πρόσφατη πορεία του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνει τις αναλύσεις του Ρόμπερτ Μίχελς, του Γερμανού σοσιαλιστή που αργότερα έλαβε την ιταλική υπηκοότητα και εντάχθηκε στους φασίστες, όπως τις παρουσίασε στο κλασσικό κείμενο για την «Κοινωνιολογία των κομμάτων στην σύγχρονη δημοκρατία» (1911!). Σε αυτό μελέτησε και ανέλυσε τις ολιγαρχικές τάσεις στα μαζικά κόμματα του πρώιμου καπιταλισμού, ιδιαίτερα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Τις τάσεις αυτές τις χαρακτήρισε ως τον «σιδηρό νόμο» της ολιγαρχίας στα κόμματα.Σύμφωνα με τον νόμο της Ολιγαρχίας που ανέδειξε ο τότε καθηγητής του πανεπιστημίου του Μαρβούργου, στις σύνθετες και πολύπλοκες οργανώσεις, όπως είναι τα σοσιαλιστικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, οι ηγεσίες τους τείνουν να ξεκοπούν από τα μέλη τους, τους καημούς, φόβους, ανησυχίες, ελπίδες και θέληση τους. Τείνουν να αυτονομηθούν από τις κομματικές δεσμεύσεις και να συγκεντρώσουν την εξουσία του κόμματος, αλλά και την κυβερνητική εξουσία που καταλαμβάνουν χάρη στο κόμμα στα χέριά τους. Μακριά από τις επιθυμίες της πλειοψηφίας του κόμματος, αλλά στο όνομα αναγκαιοτήτων που κατανοούν δήθεν μόνο οι ηγεσίες, όχι, όμως, η κομματική βάση. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και αν η κομματική πλειοψηφία έχει σαφώς άλλη γνώμη, καλείται να υποταχθεί στη λογική της κυβερνητικής ισχύος.
7. Οι προαναφερόμενες τάσεις έχουν ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μειώνεται η εμπιστοσύνη στα κόμματα, ακόμα και σε κινήματα όπως είναι το ΠΑΣΟΚ, αλλά να μειώνεται η δραστηριότητα των μελών τους, αλλά και ο αριθμός τους. Τέλος, ακόμα περισσότερο μειώνεται η εμπιστοσύνη στα κόμματα ότι είναι ικανά να λύσουν πραγματικά προβλήματα. Προς το παρόν οι δημοσκοπήσει δείχνουν ότι υπάρχει ένα κομμάτι του πληθυσμού που ενώ δεν εμπιστεύεται το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα άλλα κόμματα, καθώς και την κυβέρνηση ως σύνολο, δείχνει ακόμα να στηρίζει ελπίδες στον Γ.Παπανδρέου. Αλλά και εδώ η τάση να μειωθεί αυτή η εμπιστοσύνη ισχυροποιείται.
8. Οι προοπτικές είναι είτε μια αύξηση της απογοήτευσης από την πορεία του ΠΑΣΟΚ, είτε η πρόθεση της ανυπακοής, που αν όμως δεν πετύχει να γίνει παραγωγική, τότε θα οδηγήσει σε ακόμα βαθύτερη απογοήτευση. Ακόμα μεγαλύτερη έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα καθώς και απόσυρση από την σφαίρα της δημόσιας πολιτικής. Το αποτέλεσμα θα είναι να κυβερνάται ο τόπος όλο και περισσότερο από πολιτικές δυνάμεις που ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρά προβλήματα καλούνται να το κάνουν σε μια κοινωνία που δεν ενδιαφέρεται για αυτές, επειδή δεν ελπίζει σε αυτές. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να σταθεροποιηθούν στην διακυβέρνηση του τόπου κυβερνήσεις που δεν έχουν την ενεργό υποστήριξη της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, κυβερνήσεις που θα μπορούν να διαχειρίζονται τις κρατικές υποθέσεις με μειούμενο έλεγχο από την κοινωνία, αλλά δεν θα μπορούν να λύνουν προβλήματα της χώρας.
9. Με βάση από τα πιο πάνω, χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει μια σειρά από χαρακτηριστικά που απέκτησε στην πορεία σε βάρος της αρχικής του φυσιογνωμίας. Τέτοια είναι η απαλλαγή του από τον διαχειριστικό κυβερνητισμό και την νεοφιλελεύθερη πρακτική ενάντια σε μια προοδευτική ιδεολογία. Η αποκατάσταση της πολιτικής έναντι της λογιστικής. Ενώ η λογιστική δεν έχει ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων, η πολιτική αλλαγών μπορεί να αναπνεύσει μόνο στηριγμένη σε αυτές. Το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται, ακόμα, την ισχυροποίηση του ρόλου των κομματικών οργάνων και οργανώσεων, και πριν απ’ όλα του κομματικού μέλους. Αυτό σημαίνει την ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας και τον έλεγχο των εκλεγμένων ηγεσιών τους, κυβερνητικών ή μη.