Δεν είμαστε οι μόνοι που αποκαλούμε κοροϊδευτικά τους Ιταλούς "μακαρονάδες". Στη δεκαετία του 1970, όταν ένα γνωστό γερμανικό περιοδικό αφιέρωσε το εξώφυλλο στη βία στην Ιταλία επέλεξε ως εικόνα μια μακαρονάδα μ' ένα πιστόλι πάνω της. Μια πρόσφατη έρευνα απέδειξε ότι οι Ιταλοί είναι ένας ευρωπαϊκός λαός ο οποίος διατήρησε ανέπαφα από τον πόλεμο και μετά τα χαρακτηριστικά του και τον πολιτισμό του, μακριά από την πολιτιστική κυριαρχία του αμερικανικού τρόπου ζωής.
Τα ελληνικά λαζάνια
Τα ζυμαρικά είναι το εθνικό σύμβολο της Ιταλίας στο εξωτερικό, περισσότερο κι από τη Φεράρι, τον ήλιο, τη μαφία, ακόμα και την πίτσα, την οποία πολλοί Αμερικανοί θεωρούν δική τους. Ακόμα κι αν με την παγκόσμια επιτυχία της λεγόμενης μεσογειακής δίαιτας τα ζυμαρικά είναι σήμερα διαδεδομένα παντού, οι γείτονές μας είναι οι πιο φανατικοί καταναλωτές τους με 28 κιλά ζυμαρικά κατά κεφαλήν ανά έτος, περίπου 280 μερίδες, ενώ το μισό της ιταλικής παραγωγής εξάγεται. Μετά τους Ιταλούς ακολουθούν οι κάτοικοι της Βενεζουέλας με δώδεκα κιλά κατά κεφαλήν ανά έτος, οι Τυνήσιοι με έντεκα και οι Ελβετοί με δέκα.
Στην Ελλάδα η ετήσια κατανάλωση κατά κεφαλήν είναι περίπου εννέα κιλά, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για την κατανάλωση ανάλογων προϊόντων οικιακής παραγωγής όπως οι χυλοπίτες, ο τραχανάς κ.λπ. Από πού προέρχονται τα ζυμαρικά; Ποιος τα επινόησε και πότε; Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία αναφέρονται σ' ένα είδος επίπεδων ζυμαρικών που έμοιαζαν με τα λαζάνια και ανάγονται στους Έλληνες και στους Ετρούσκους.
Όμως η ιστορία των ζυμαρικών περιλαμβάνει και εσφαλμένες δοξασίες. Δεν τα εισήγαγε ο Μάρκο Πόλο από την Κίνα. Από το 1154, πολύ πριν από τη γέννησή του, ένας Άραβας γεωγράφος είχε γράψει ότι στα περίχωρα του Παλέρμο παράγεται ένα ζυμαρικό σε σχήμα σπάγκου, το οποίο εξάγεται ακτοπλοϊκά τόσο στις χριστιανικές όσο και στις μουσουλμανικές χώρες. Έτσι διαλύεται και ο μύθος που έδινε τα πρωτεία όχι στη Νάπολη, αλλά στο Παλέρμο. Εκεί παράγονταν και αποξηραίνονταν τα ζυμαρικά σύμφωνα με την τυπική αραβική συνήθεια, καθώς οι νομάδες της ερήμου ήταν υποχρεωμένοι να τα διατηρούν αποξηραμένα κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους.
Μακαρόνια με τυρί
Μεταξύ του 1200 και του 1300 ξηρά ζυμαρικά παρήγαγε σε μεγάλες ποσότητες και η Γένοβα, ενώ στη Νάπολη τα ζυμαρικά επικράτησαν ως λαϊκή τροφή μόνο στα τέλη του 1500, όταν άρχισαν να πωλούνται σε περίπτερα κατά μήκος των οδών και να τρώγονται με τα χέρια, σκέτα ή, συχνότερα, με τυρί. Οι πιο πλούσιοι τα έτρωγαν ως σούπα για πρώτο πιάτο.
Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι ο Βοκκάκιος στο Δεκαήμερο, όταν φαντάζεται το χωριό Μπενκόντι, μιλάει για "ένα βουνό από τριμμένη παρμεζάνα, πάνω στο οποίο υπήρχε κόσμος που δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να φτιάχνει μακαρόνια, να τα βράζει σε ζωμό κοτόπουλου και να τα καταβροχθίζει". Η επίδραση των ζυμαρικών στη ζωή των Ναπολιτάνων είναι τόσο ισχυρή, ώστε η λογοτεχνική παράδοση θεωρεί εμπνευστή τους το θρυλικό Πουλτσινέλα. Το 1604 κυκλοφόρησε ένας κατάλογος με τους εμπνευστές "των πραγμάτων που τρώγονται", του Ορτένσιο Λάντο, ο οποίος απέδιδε την ανακάλυψη των μακαρονιών στην κυρία Μελούτζα από το Κόμο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι και οι δύο ήταν Ιταλοί.
Η Αικατερίνη και η Μαρία των Μεδίκων, βασίλισσες της Γαλλίας μεταξύ του 1500 και του 1600, ήταν οι πρωτεργάτριες της διάδοσης των ζυμαρικών στην παραδοσιακή γαλλική κουζίνα. Στην τελευταία οι μάγειροι της Αυλής αφιέρωσαν το "Παστίτσιο της τσίχλας αλά Μέντιτσι". Πρόκειται για ένα πιάτο μακαρόνια με σάλτσα μανιταριών, γλυκάδια, τρούφες, εντόσθια κοτόπουλου και τσίχλες, τα αγριοπούλια, γεμιστά με συκώτι. Οι συνταγές ζυμαρικών με βασιλικά ονόματα είναι πολυάριθμες, αν και εξεζητημένες, και δεν έχουν πολλή σχέση με τα γούστα μας.
Εξαίρεση αποτελεί η "Σούπα της Βασίλισσας Βικτορίας", μια σούπα κοτόπουλου με ζυμαρικά, πιάτο που οι μάγειροι επεξεργάστηκαν ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών της Αυλής, οι οποίοι για λόγους υγείας είχαν επιβάλει στη βασίλισσα ειδική δίαιτα. Στη Βόρεια Ιταλία πρόσθεταν στα ζυμαρικά αβγά, τα οποία κατανάλωναν κατά προτίμηση νωπά. Αυτό τουλάχιστον συνέβαινε μέχρι το 1700, όταν τόσο εκεί όσο και στην περιοχή της Πάρμας ιδρύθηκαν τα πρώτα εργοστάσια ζυμαρικών.
p.p