Το πρόβλημα ξεκινά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και την τύχη του. Οικουμενικό για όλους τους Ορθόδοξους του κόσμου. Όχι για τους Τούρκους. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Πατριαρχείο στην Πόλη είναι γνωστό: Δεν αναγνωρίζεται από το τουρκικό κράτος η οικουμενικότητά του, θεωρείται ένα ίδρυμα που απευθύνεται σε ορθόδοξους Τούρκους, και ως εκ τούτου οι ιεράρχες του πρέπει να είναι Τούρκοι υπήκοοι. Η θέση αυτή της Τουρκίας παραβιάζει τη συνθήκη της Λωζάννης και στερεί από την οικουμενική ορθοδοξία τη δυνατότητα να διαχειριστεί τα του οίκου της όπως θα έπρεπε. Γιατί, σε συνδυασμό με την εξάλειψη της πολίτικης ρωμιοσύνης και την κλειστή Σχολή της Χάλκης, που συστηματικά επεδίωξε η Τουρκία, δεν υπάρχει παραγωγή νέων ντόπιων στελεχών για το Πατριαρχείο, και είναι ορατός ο δι’ ασφυξίας θάνατός του.
Σε περίπτωση λοιπόν που ο Προκαθήμενος του Οικουμενικού Θρόνου αντιμετωπίσει αιφνίδιο ή φυσιολογικό «πρόβλημα» τότε χηρεύει η θέση του. Εκτιμήθηκε λοιπόν ιδιαίτερα από το 2000 (επί ΠΑΣΟΚ και ορθώς) ότι είναι σφοδρά πιθανόν σε περίπτωση χηρείας, να διεκδικήσει η Ρωσία την έδρα του Οικουμενικού Θρόνου κυρίως λόγω του ότι σε αυτή τη χώρα κατοικεί η πολυαριθμότερη συμπαγής μάζα ορθοδόξων στον κόσμο.
Ήδη όμως από το 1978 το ζήτημα είχε εντοπισθεί σε άλλη όμως βάση. Τότε η Τουρκία (και όχι η Ρωσία) αποτελούσε την κύρια απειλή. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα ζούσε τη νέα μεταβατική της περίοδο . Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κάλεσε το νεαρό τότε υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη στο γραφείο του και του έδωσε εντολή να αναζητήσει ένα χώρο για να στεγαστεί το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σε περίπτωση που άλλαζε το status quo στην Πόλη με τρόπο μοιραίο και μη αναστρέψιμο. Το 1978 απείχε μόλις 4 χρόνια από τα γεγονότα της Κύπρου και η Τουρκία είχε ήδη σκληρύνει «επικίνδυνα» τη στάση της έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών στην Πόλη ήταν ακόμη νωπά και οι σχέσεις των δύο χωρών στο ναδίρ της διπλωματικής σφαίρας.
Εκεί εντοπίζεται η πρώτη αφετηρία μιας άγνωστης σε πολλούς ιστορίας, η οποία εκτυλίχθηκε και έφτασε μέχρι το γνωστό -πλέον- και ως «σκάνδαλο» του Βατοπεδίου. Σκάνδαλο που σε οικονομικό επίπεδο δεν στοιχειοθετείται ακόμα και σήμερα. Στην αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής όλοι οι ειδικοί (Γκρόζος, Μαντούβαλος, Γούσιος) μέλη της «Επιτροπής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομη Δραστηριότητα» κατέθεσαν ότι «δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό, τίποτε παράνομο, καμία δωροδοκία» στην υπόθεση Βατοπαιδίου.
Ο βουλευτής Β’ Θες/νικης της ΝΔ κ. Σάββας Αναστασιάδης, μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι η υπόθεση Βατοπαιδίου δεν είναι σκάνδαλο αλλά μία «συνήθης, νομική υπόθεση».
Παρόλα αυτά η υπόθεση στην συνείδηση των περισσοτέρων Ελλήνων (και με την βοήθεια πληροφοριακών επιχειρήσεων ξένων υπηρεσιών) ακόμα και σήμερα παραμένει περίπλοκη συσκοτισμένη κι ίσως και να συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανατροπή της Κυβερνήσεως Καραμανλή.
Το 1978 λοιπόν, εκτιμήθηκε ότι οι εξελίξεις θα οδηγούσαν αργά ή γρήγορα στην εξορία του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη κι αν δεν προχωρούσαν οι Τούρκοι σε μονομερή πράξη, φοβούμενοι κυρίως την αντίδραση των Αμερικανών, η λειψανδρία μεταξύ των μελών της ελληνικής κοινότητας θα αναδείκνυε σε βάθος χρόνου τη δυσκολία εκλογής νέου πατριάρχη και θα καθιστούσε αναπόφευκτη την αναζήτηση νέας στέγης για το «Βατικανό» της ορθοδοξίας. Ο ίδιος προβληματισμός αλλά με κινητήριο μοχλό την πολιτική των ΗΠΑ πλέον αναπτύχθηκε και γύρω στο 2000.
Το 1978 υπήρξε η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η ακίνητη περιουσία που διαθέτει το Πατριαρχείο στη Γενεύη, αλλά η λύση αυτή γρήγορα εγκαταλείφθηκε, αφού θεωρήθηκε ότι αυτόματα το Πατριαρχείο θα έχανε το γεωγραφικό του προσδιορισμό ως Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Το επόμενο σενάριο που εξετάστηκε ήταν εκείνο του Αγίου Όρους, αλλά το ιερό άβατο αποτέλεσε σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα. Εξετάστηκε και η περίπτωση της Πάτμου, αλλά κι αυτή γρήγορα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης υποδομών. Ο κ. Βαρβιτσιώτης εξέτασε τότε την πιθανότητα του Μυστρά και η πρόταση αυτή άρεσε και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Με τον Μυστρά υπήρχε κι ένας εθνικός συμβολισμός, καθώς ήταν το καταφύγιο των Παλαιολόγων αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το θέμα έπεσε χαμηλά σε προτεραιότητα ιδίως με την μεταπήδηση του Εθνάρχη στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Ήδη όμως το 1993 εκτιμήθηκε ότι υπήρχε ζήτημα άμεσης εξεύρεσης εναλλακτικής λύσεως για τον Οικουμενικό Θρόνο αφενός διότι είχαν περιέλθει αρκετές πληροφορίες στις υπηρεσίες πληροφοριών της Χώρας μας σχετικά με απειλές κατά της ζωής του Πατριάρχη, αφετέρου άνοιγε μέτωπο και κατά του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων (από άλλο Κράτος και άλλες Υπηρεσίες πληροφοριών) όπου εκεί μάλιστα ο μετέπειτα σχεδιασμός και εκτέλεση της αποστολής προστασίας του, αντιμετώπισαν υπονομευτικές διαρροές που συνετέλεσαν δυστυχώς στην απόλυτη επιτυχία των επιχειρήσεων οργάνων των ξένων Υπηρεσιών. (Πολύ αργότερα ένα αξιόλογο στέλεχος των Ελληνικών Υπηρεσιών ο γνωστός Βαβύλης αποκαλύφθηκε από ξένες επιχειρήσεις αντιπληροφοριών και η όλη Ελληνική αποστολή θεωρήθηκε ως ένα ακόμη σκάνδαλο, όπως σήμερα το αντίστοιχο του Βατοπεδίου που ακόμα θεωρείται από μερικούς σκάνδαλο).
Η ανάδειξη του Βαρθολομαίου στο θρόνο του Πατριάρχη επανέφερε το ζήτημα ξανά στην ατζέντα. Αυτή τη φορά επελέγη το Άγιο Όρος και ο στόχος ήταν ξεκάθαρος, να υπάρχει η υποδομή για να μεταφερθεί σε περίπτωση ανάγκης εκεί το Πατριαρχείο. Κρίθηκε ως η καλύτερη λύση, μολονότι υφίσταται το «αγκάθι» του άβατου. Κι αυτό διότι το Άγιο Όρος έχει το αυτοδιοίκητο και ταυτόχρονα αποτελεί πνευματικό σημείο αναφοράς για τη χριστιανοσύνη. Το ΠΑΣΟΚ εκτίμησε και ορθά ότι η καλύτερη αντιπρόταση στη Ρωσία σε περίπτωση που διεκδικούσε για λογαριασμό της την μεταφορά σε αυτήν του Οικουμενικού Θρόνου ήταν το Άγιο Όρος.
Επελέγη από τη τότε Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μια μονή εγκαταλελειμμένη και ετοιμόρροπη και αποφασίσθηκε αυτή η μονή να ενισχυθεί άμεσα οικονομικά και με αξιόλογο προσωπικό μοναχών (με πολλούς μεταπτυχιακούς τίτλους). Η προσπάθεια ξεκίνησε μεθοδικά με ορίζοντα πενταετίας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτες ανταλλαγές οικοπέδων για τη Μονή του Βατοπεδίου ξεκίνησαν επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και τις χειρίσθηκαν οι κοι Φωτιάδης και Δρυς. Και ορθά έπραξαν. Ας μην ξεχνάμε τις άριστες σχέσεις της τότε κυβέρνησης με το Πατριαρχείο και την αντίστοιχη «κόντρα» της κυβέρνησης με την Ελλαδική Εκκλησία. Η βασική ιδέα ήταν ότι θα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να ενισχυθεί οικονομικά η επιλεγείσα μονή (Βατοπεδίου), έτσι ώστε να υπάρχει η απαραίτητη οικονομική βάση στην περίπτωση που θα χρειαζόταν να φτάσουμε στο απευκταίο σενάριο της εξορίας του Πατριαρχείου από τον φυσικό του χώρο ή διεκδίκησής του από την Ρωσία.
Το 2004 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έπεσε. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση η επικοινωνία μεταξύ κεντρικής Κρατικής διοίκησης και εκκλησίας έγινε ευκολότερη, διότι άμεσοι συνεργάτες του πρωθυπουργού, όπως ο κ. Ρουσόπουλος και ο κ. Αγγέλου, είχαν ουσιαστική και προσωπική σχέση με τη μονή του Βατοπεδίου, ίσως σαν αποτέλεσμα μιας στρατηγικής που χτιζόταν στο προηγούμενο διάστημα σε Εθνικό επίπεδο.
Η Κυβέρνηση της ΝΔ συνέχισε και ορθώς μια πολιτική που είχε ξεκινήσει το ΠΑΣΟΚ δεδομένου μάλιστα ότι το διεθνοπολιτικό πεδίο είχε διαμορφωθεί ακόμα πιο απειλητικό για το Πατριαρχείο της Κωσταντινούπολης. Πιο συγκεκριμένα οι «θρησκευτικοί μηχανισμοί» (όπως τα Πατριαρχεία) προκαλούσαν ανέκαθεν απροσδιόριστο φόβο στις υπηρεσίες των ΗΠΑ διότι εκτιμούν πως η έκφραση της θρησκευτικότητας με την ανατολική ορθόδοξη μορφή μπορεί να αναδείξει πολιτικές εκφράσεις και πρότυπα στις χώρες όπου επικρατεί πλειοψηφικά το ορθόδοξο δόγμα. Δηλαδή ότι θα μπορούσε να αναδείξει πολιτισμικά πρότυπα τα οποία αργά ή γρήγορα θα γίνουν εκφράσεις εφαρμοσμένης πολιτικής που θα απευθυνθούν στους λαούς αυτούς σαν εναλλακτική πρόταση στην κυριαρχία της προτεσταντικής αντίληψης για τις κοινωνικές δομές που επικρατούν τώρα σε όλη την χριστιανοσύνη. Η εκτίμηση αυτή έχει κάποια βάση αν μπορέσει κανείς να συνδυάσει το γεγονός ότι «έσκασε» ένα τέτοιο θέμα σε μια μονή με μεγάλη διορθόδοξη δράση και με πολλούς μοναχούς απ’ όλο τον ορθόδοξο και όχι μόνο κόσμο. Η αμερικανική αντίληψη για τα πράγματα είναι ότι πρέπει να ενισχυθεί το δικό τους πρότυπο ζωής που δίχως την ύπαρξη εξωτερικών εχθρών ευδοκιμεί στην Βόρεια Αμερική. Στην συγκεκριμένη όμως γεωγραφική περιοχή με την ύπαρξη του μωσαϊκού λαών είναι νομοτέλεια ότι αυτό το πρότυπο θα ενισχύσει τις διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικών αυτών των κοινωνιών χωρίς ένα ισχυρό κεντρικό κράτος. Παράδειγμα αποτελεί η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η εξακολουθητική αποσύνθεση της Σερβίας που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Ο ρόλος δε του Βατικανού στο όλο ζήτημα ελέγχεται.
Έτσι από το 2004 άνοιξε ο δρόμος για να ολοκληρωθεί από τη ΝΔ το εθνικό σχέδιο που είχε ξεκινήσει το ΠΑΣΟΚ σε ακόμα πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Κι εδώ έγινε ίσως το μεγάλο σφάλμα:
Το γεγονός ότι η αμεσότητα επικοινωνίας και το επείγον δημιούργησαν την αίσθηση ότι τα πάντα θα ήταν πιο εύκολα και έτσι όλοι έγιναν επιρρεπείς στα λάθη και αβλεψίες που προκάλεσαν ξένες υπηρεσίες πληροφοριών και επέτρεψαν σε συνεργάτες τους που επιχειρούν στην Ελλάδα να αναλάβουν δράση αναστολής και εξάρθρωσης του σχεδίου.
Ήδη ο Καραμανλής είχε ενοχλήσει τόσο με το ΟΧΙ στο σχέδιο Αναν, με το ΟΧΙ στο ζήτημα εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και η χαριστική βολή ήταν η συνεργασία της Ελλάδας με τους Ρώσους στο θέμα των αγωγών. Τότε ο κύβος ερρίφθη και με ένα σμπάρο θα επετύγχαναν δύο τρυγόνια: θα εμποδιζόταν αφενός η Ελλάδα να προετοιμάσει διάδοχη κατάσταση για το Πατριαρχείο παράλληλα δε το διεθνές σύστημα θα απαλλασσόταν από τον μόνο μεταπολεμικά Ευρωπαίο Πρωθυπουργό που τόλμησε να αντιταχθεί σε δημόσια εκπεφρασμένη άποψη Προέδρου των ΗΠΑ: «Τα Σκόπια θα εισέλθουν στο ΝΑΤΟ». (ούτε ο ντε Γκωλ δεν είχε τολμήσει να αντιταχθεί σε Πρόεδρο των ΗΠΑ).
Ήταν πράγματι προκλητικές οι ανταλλαγές της λιμνοθάλασσας με τα οικόπεδα στο Μαρούσι ή σε άλλα κεντρικά σημεία των Αθηνών. Ο κοινός Εθνικός σκοπός όμως σε συνδυασμό με το μυστικιστικό περιβάλλον των μονών του Αγίου Όρους συντελούσαν στο να αποκοπεί κάθε αντίληψη κοινής λογικής. Είναι επίσης σαφές ότι μόνο με την επίκληση ενός «εθνικού λόγου» θα μπορούσαν τόσοι πολλοί άνθρωποι να συναινέσουν σε μια τόσο εξωφρενική ιστορία.
Δεν είναι δυνατόν δύο τουλάχιστον Κυβερνήσεις και αριθμός αξιωματούχων και των δύο, να παραφρόνησαν ή να συνωμότησαν ξαφνικά ένα πρωί.
Τελικά μια διαδικασία Εθνικής σημασίας εξελίχθηκε σε μια φούσκα που έγινε ένα ««σκάνδαλο»». Μέσω ατέρμονων και ανερμάτιστων δηλώσεων ύποπτων ατόμων και ΜΜΕ που είτε κινούμενα από προσωπικές στρατηγικές, είτε κατ΄εντολή ξένων προϊσταμένων. Αντί να υπερασπίσουν μία Μονή που προορίζεται (από πολλές διαφορετικές χρονικά Κυβερνήσεις) να αποτελέσει θεματοφύλακα της Ορθοδοξίας και του Έθνους δημιούργησαν την εικόνα σκανδάλου που τελικά δεν στοιχειοθετείται πουθενά και για κανέναν παρόλες τις έρυενες.
Ομιλούν οι «επικριτές» για «παρακράτος». Η Μονή Βατοπαιδίου ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου συνεργάστηκε με τα αρμόδια όργανα του Κράτους (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, ΚΕΔ, στελέχη Κυβερνήσεων κλπ).
Το μόνο σφάλμα του Κώστα Καραμανλή είναι ενδεχομένως το ότι έδωσε λευκή επιταγή χειρισμού του θέματος σε άτομα που δεν είχαν την εμπειρία να αντιμετωπίσουν στοχευμένες επιχειρήσεις αντιπληροφοριών που εκδηλώνονται από ξένες υπηρεσίες πληροφοριών στην Ελλάδα με καταιγιστικό πλέον ρυθμό. Ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξη του είχε δηλώσει με νόημα: «Ήταν ένα προσωπικό μου λάθος».
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Βατοπεδίου. Στις πληροφοριακές επιχειρήσεις όμως η αλήθεια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η εικόνα που προβάλλεται και οι εντυπώσεις που δημιουργούνται. Η αλήθεια είναι σαν ένα δάσος που καίγεται σε λίγα λεπτά και μετά….. απαιτούνται πενήντα χρόνια για να ξαναγίνει.
Αναγνώστης