Τα καταναλωτικά δάνεια και η ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας ανέδειξαν έναν νέο επαγγελματικό κλάδο: τις εισπρακτικές εταιρείες, που λειτουργούν για περισσότερα από 15 χρόνια στην ελληνική αγορά και στις οποίες οι τράπεζες και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας απευθύνονται όποτε αντιμετωπίζουν προβλήματα «κακοπληρωτών».
Χθες, ωστόσο, ο Συνήγορος του Καταναλωτή κ. Ι. Αδαμόπουλος αποφάνθηκε ότι η δραστηριότητα των συγκεκριμένων εταιρειών είναι παράνομη. Ενημέρωσε μάλιστα γι΄ αυτό τόσο τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών κ. Δ. Παξινό όσο και τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας κ. Ευθ. Πρεκετέ, προσκομίζοντάς τους αναλυτικά στοιχεία που αφορούν τη δράση εισπρακτικών εταιρειών στις οποίες καταφεύγουν οι προμηθευτές (κυρίως τράπεζες, αλλά και εμπορικά καταστήματα, εταιρείες τηλεπικοινωνιών κτλ.) για την είσπραξη οφειλόμενων ! χρηματικών ποσών.
Τα στοιχεία που κατατέθηκαν αποτελούν προϊόν εκτεταμένης έρευνας, έπειτα από σχετικές αναφορές που υποβλήθηκαν από καταναλωτές, σε συνδυασμό με την πραγματοποίηση αυτεπάγγελτης διερεύνησης της νομιμότητας και των διαδικασιών είσπραξης επιχειρηματικών απαιτήσεων που ακολουθούν οι εν λόγω εταιρείες για λογαριασμό των πελατών τους. Η βασική διαπίστωση που προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγε η Αρχή είναι ότι οι εταιρείες είσπραξης χρεών δεν είναι δικηγορικές, αλλά κατ΄ ουσίαν κερδοσκοπικές, εμπορικές εταιρείες, οι δε μέθοδοι είσÏ! �ραξης και εκτέλεσης που ακολουθούν συνεπάγονται την υπέρβαση των ορίων της νομιμότητας.
Ειδικότερα, η εκ μέρους των εταιρειών αυτών ανάληψη ενεργειών είσπραξης απαιτήσεων και αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η αόριστη προσαύξηση των οφειλών με «έξοδα είσπραξης» τα οποία εισπράττονται από αυτές απευθείας από τους πελάτες- πα ρά το γεγονός ότι συμβατική σχέση διατηρούν μόνο με τους προμηθευτές- κρίνεται παράνομη, ενώ η είσπραξη απαιτήσεων από τέτοιες εταιρείες συνιστά αντιποίηση του δικηγορικού λειτουργήματος και θίγει τις θεσμοθετημένες από την πολιτεία και τους νόμους αποκλειστικές αρμοδιότητες δικηγόρων και δικαÏ! �τικών επιμελητών. Επ΄ αυτού ο κ. Αδαμόπουλος δήλωσε ότι «οι επιχειρηματικές απαιτήσεις των προμηθευτών έναντι οφειλετών τους απλώς ανατίθενται,μέσω συμβάσεων έργου,στις εισπρακτικές εταιρείες έναντι αντιτίμου που ισούται με κάποιο ποσοστό επί του εισπραττόμενου ποσού.
Η εργασιακή αυτή σχέση που συνδέει τους προμηθευτές με τις εταιρείες είσπραξης είναι παντελώς ξένη προς τις καθ΄ όλα νόμιμες συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring),μέσω της εφαρμογής των οποίων οι επιχειρήσεις ουσιαστικά εκχωρούν (πωλούν) την ευθύνη είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων (τιμολόγια, επιταγές,συναλλαγματικές,απαιτήσεις από πιστωτικές κάρτες κτλ.) στην εταιρεία factoring».
Ο κ. Αδαμόπουλος σημειώνει ακόμη ότι «συνήθως, οι υπάλληλοι των εισπρακτικών προχωρούν σε τηλεφωνικές οχλήσεις των καταναλωτών χωρίς να δηλώνουν την πραγματική επαγγελματική τους ταυτότητα, υποδυόμενοι υπαλλήλους τραπεζών ή δικηγορικών γραφείων.
Σκοπός αυτής της παραπλανητικής πρακτικής είναι να προσδώσουν υποτιθέμενο κύρος και να αντλήσουν μια κατ΄ επίφαση νόμιμη αιτιολογία της πράξης τους.
Ορισμένες φορές, οι εισπρακτικές εταιρείες πιέζουν για είσπραξη χρεών ακόμη και σε περιπτώσεις παράνομων ή απλώς εσφαλμένων και καταχρηστικών ρητρών (π.χ.διεκδικούν ποσά που έχουν προκύψει από αναγνωρισμένους δικαστικά ως καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών ή ακόμη ποσά που έχουν ήδη εξοφληθεί από τον καταναλωτή)».
http://www.tovima.gr/