Κατά την μυθολογία αποτελούσε έμβλημα του θεού Διόνυσου. Οι Αρχαίοι Έλληνες το είχαν σαν σύμβολο πένθους και όπως αναφέρει ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» έσπερναν τον ασφόδελο στους τάφους, γιατί νόμιζαν ότι οι ψυχές τρέφονταν με τους κονδύλους τους.
Έλεγαν ακόμα ότι οι πεθαμένοι άνθρωποι κατοικούν στον «Ασφόδελο Λειμώνα», λιβάδι με ασφόδελους που βρίσκεται στον Άδη. Τα λουλούδια του αποτελούσαν πρότυπο λησμονιάς.
Το φυτό φέρει όλα τα φύλλα στη βάση του, γραμμικά όμοια με τους νάρκισσους. Μεταξύ των φύλλων φύεται ένα στέλεχος που τελειώνει στην κορυφή σ' ένα σύνολο βότρυων με άνθη αρκετά εντυπωσιακά κωδωνοειδή – αστεροειδή, λεπτά με έξη πέταλα.
Το μακρύ της στέλεχος όταν είναι στραβό, λένε ότι η χρονιά θα είναι κακή, αντίθετα αν είναι ίσιο η χρονιά θα πάει καλά. Επειδή είναι μαλακό παλιά τα παιδιά κατασκεύαζαν μ' αυτό ανεμόμυλους, που τους αναρτούσαν το καλοκαίρι πάνω στα δώματα.
Οι κατσίκες, λένε οι βοσκοί, όταν φάνε ξερά τα μπουμπούκια της ζαλίζονται πρήσκονται και μπορεί και να πεθάνουν. Με τα φύλλα της γέμιζαν στρώματα, ευτελές υλικό για τους φτωχούς.
Κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητική ουσία, για την παρασκευή αλκοόλ αλλά και ως αλοιφή κατάλληλη για κάθε πληγή.
Στον άλλο κόσμο, o Άδης υποδέχεται τις αδύνατες μορφές των πεθαμένων στον “ασφοδελό λειμώνα”, ένα έρημο λιβάδι όπου φυτρώ¬νουν σπερδούκλια.
Σ' αυτό το περιβάλλον ταιριάζει το ωχρό λουλούδι του φυτού.
Σ' ένα από αυτά τα λιβάδια, γεμάτα από ασφόδελους, όπως τα βλέπουμε και σήμερα σε απέραντες εκτάσεις στους λόφους και στις ακτές, συναντήθηκαν και οι ψυχές των ηρώων πού είχαν πέσει στην Τροία (Όμηρος, Όδ. 11.539-24.3).
Τα χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του ασφόδελου τα σύγκριναν οι ποιητές με τις στρατιές των ψυχών πού περιφέρονταν στις όχθες του Αχέροντα.
Η δυσάρεστη μυρωδιά του φυτού, μαζί με τ’ άχαρα λουλούδια, ασφαλώς είχαν σχέση με τον ωχρό θάνατο και το λυκόφως του κάτω κόσμου.
Το γεγονός ότι οι ρίζες του φυτού έχουν άμυλο, πού είναι μια θρεπτική τροφή, ίσως να έκαναν τους αρχαίους να πιστεύουν ότι φυτεύοντας ασφόδελους στα νεκροταφεία προσφέρανε στους νεκρούς μια έστω και πενιχρή τροφή στην τελευταία κατοικία τους. Ο ασφόδελος δεν τρώγεται από τα πρόβατα και τις κατσίκες γιατί οι βλαστοί του έχουν μικρές κρυστάλλινες βελόνες. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη εξάπλωση του φυτού.
Ο ασφόδελος ο κοίλος, με τα ωραία του άσπρα λουλούδια και τα λεπτά φύλλα, ίσως να είναι το άλλο είδος πού στόλιζε τα Ηλύσια Πεδία, εκείνη τη χώρα των νεκρών στην ήπια δυτική πλευρά της γης, όπου πήγαιναν μόνο οι γιοι των θεών και των ηρώων πού είχαν πέσει σε μάχες.
Στην Ελλάδα συναντάμε πέντε είδη. Σύμφωνα με το Θεόφραστο οι κόνδυλοι, οι βλαστοί και τα σπέρματα τρώγονται. Κατά τον Όμηρο τα Ηλύσια Πεδία, κατοικία των νεκρών στην Ελληνική μυθολογία, καλύπτονται από ασφόδελους. Τα φύτευαν στους τάφους και συχνά τα συνέδεαν με την Περσεφόνη.
Αυτή η σχέση τους με το θάνατο πιθανόν να οφειλόταν στο γκριζωπό χρώμα των φύλλων του και στα κιτρινωπά άνθη, χρώματα που συμβόλιζαν τη μελαγχολία του κάτω κόσμου και τη χλωμάδα του θανάτου.
Πρόκειται για ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό που λόγο της εποχής που ανθίζει (χειμώνα προς άνοιξη) είναι πολύ χρήσιμο για την ανάπτυξη των σμηνών μας.
Ο ασφόδελος δίνει νέκταρ και γύρη.
http://melissocosmos.blogspot.