Ο λόγος για τη σύφιλη, η οποία στην Κύπρο, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, παρουσιάζεται σε μεγαλύτερη συχνότητα στην ηλικιακή ομάδα 21-40 ετών, αντί 25-44, είναι δηλαδή συχνότερη σε μικρότερες ηλικίες. Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο επιδημιολογικής παρατήρησης λοιμωδών νοσημάτων που δημοσιοποίησε το υπουργείο Υγείας για το πρώτο εξάμηνο του 2010, στο διάστημα αυτό καταγράφηκαν οχτώ περιστατικά-όσα ακριβώς και την ίδια περίοδο πέρσι, όμως εκτιμάται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος και απλώς δεν δηλώνονται όλα τα περιστατικά. Καθώς η καταγραφή των κρουσμάτων γίνεται μόνο τα τελευταία λίγα χρόνια, σημειώνεται ότι δεν μπορεί εκτιμηθεί η διαχρονική τάση της νόσου, αν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια τα κρούσματα αυξάνονται. Όπως εξήγησε στον «Π» ο γυναικολόγος Τέλλος Παπαγεωργίου, πρώην πρόεδρος της Γυναικολογικής Εταιρείας Κύπρου, τα ποσοστά αυξάνονται πανευρωπαϊκά με τη μετακίνηση πληθυσμών από τις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου ο επιπολασμός της νόσου είναι σαφώς μεγαλύτερος. «Είναι ασθένεια της εποχής, που ανθεί μεταξύ των μεταναστών και η οποία επανεμφανίζεται», ανέφερε.
Επίμονη όμως είναι και η γονόρροια, μια λοίμωξη γνωστή από την αρχαιότητα, που επιδεινωνόταν σε πολέμους και ταξίδια και ήταν σε έξαρση το Μεσαίωνα, η οποία επίσης μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή. Το α’ εξάμηνο του 2010 καταγράφηκαν στην Κύπρο 12 κρούσματά της, έναντι 9 σ’ όλη τη διάρκεια του 2009, κυρίως στις ηλικίες 21-25 ετών (24%), 51-55 (16%) και 41-45 (14%), μεγαλύτερη, δηλαδή, από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 15-24 ετών. Και για αυτή τη νόσο παρατηρείται υποδήλωση, πιθανότατα, όπως εκτιμά το υπουργείο Υγείας, λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας μας, όπου ο γιατρός αποφεύγει να κάνει ονομαστική δήλωση του περιστατικού λόγω νοοτροπίας, ή και λόγω του ότι συχνά δεν γίνεται εργαστηριακή επιβεβαίωση των περιστατικών. «Αν κάποιος έχει συμπτώματα, μπορεί να πάει στο φαρμακείο και ο φαρμακοποιός να του δώσει αγωγή, χωρίς να το δηλώσει», σημειώνει ο κ. Παπαγεωργίου. Αξιοσημείωτα είναι επίσης τα 18 νέα κρούσματα του HIV τους πρώτους έξι μήνες του 2010 (έναντι 22 αντίστοιχα πέρσι), ενώ η συχνότερη λοίμωξη από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα προκαλείται από οξυτενή κονδυλώματα (42%).
Πηγή: Εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ»