Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να ξαναπάρουν τα κιλά που έχασαν μετά από αυστηρή δίαιτα μοιάζει με εφιάλτη για πολλούς άνδρες και...
γυναίκες. Συχνά τα άτομα, που ξαναπαίρνουν τα κιλά που έχασαν, έχουν να αντιμετωπίσουν την κατηγορία ότι είναι αποτυχημένοι και δεν έχουν καθόλου θέληση. Μια νέα έρευνα, όμως, μπορεί να βάλει τέλος σε αυτό το παιχνίδι των ευθυνών.
Η επαναπρόσληψη του βάρους μπορεί να μην είναι απλά ζήτημα δύναμης της θέλησης. Μερικοί άνθρωποι μπορεί πράγματι να είναι προγραμματισμένοι να ξαναπάρουν το βάρος που έχασαν με βάση τα επίπεδα των δύο βασικών ορμονών της όρεξης, της λεπτίνης και της γρελίνης. Η νέα μελέτη δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism.
«Η γνώση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να διαμορφωθούν προσωπικά προγράμματα απώλειας βάρους, που θα έχουν εγγυημένα αποτελέσματα στην προσπάθεια διατήρησης του βάρους», δηλώνει η επικεφαλής της μελέτης Ana Crujeiras, από το Πανεπιστήμιο Compejo Hospitalario του Σαντιάγκο, στην Ισπανία.
Το κλειδί για την επιτυχία της δίαιτας
Στη νέα μελέτη 104 παχύσαρκοι ή υπέρβαροι άνδρες και γυναίκες ακολούθησαν μια δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες για οκτώ εβδομάδες και παρακολουθήθηκαν για έξι μήνες αργότερα. Το σωματικό τους βάρος και τα επίπεδα της γρελίνης, της λεπτίνης και της ινσουλίνης μετρήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη δίαιτα.
Η γρελίνη είναι η ορμόνη ‘’της όρεξης’’ που σας λέει πότε να φάτε και η λεπτίνη είναι η ορμόνη που σας λέει πότε να σταματήσετε να τρώτε.
Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες στη μελέτη έχασαν περίπου το 5% του σωματικού τους βάρους, εφόσον παρέμειναν πιστοί στη χαμηλή σε θερμίδες δίαιτα. Έξι μήνες αργότερα, 55 άνθρωποι διατήρησαν την απώλεια βάρους τους, ενώ οι 49 ανέκτησαν το 10% ή περισσότερο του βάρους που είχαν χάσει. Τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης και τα χαμηλότερα επίπεδα γρελίνης πριν τη δίαιτα ήταν πιο επιρρεπή στην επανάκτηση του βάρους, έδειξε η μελέτη.
Παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να φαίνεται αντιφατικό με βάση τις ενέργειες αυτών των ορμονών, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μπορεί το θέμα να είναι ότι μερικοί άνθρωποι είναι ανθεκτικοί στις επιδράσεις των συγκεκριμένων ορμονών.
Ο εγκέφαλός τους μπορεί να μην είναι σε θέση να πάρει τα μηνύματα πληρότητας ή κορεσμού που στέλνουν οι ορμόνες αυτές. Μπορεί να έχετε πολλά αποθέματα λεπτίνης, αλλά ο εγκέφαλός σας να είναι ανθεκτικός στις επιπτώσεις της, όπως τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 γίνονται ανθεκτικά στις επιδράσεις της ινσουλίνης.
Κοιτάζοντας μπροστά «αυτά τα επίπεδα των ορμονών θα μπορούσαν να προταθούν ως βιοδείκτες για την πρόβλεψη και την πρόληψη της παχυσαρκίας», συμπεραίνουν οι ερευνητές. «Τα ευρήματά μας μπορεί να παρέχουν στους ενδοκρινολόγους και τους διαιτολόγους ένα χρήσιμο εργαλείο για τον εντοπισμό των ατόμων που έχουν ανάγκη από εξειδικευμένα προγράμματα απώλειας βάρους, που θα στοχεύουν σε πρώτο στάδιο στη ρύθμιση των επιπέδων των ορμονών της όρεξης, πριν δηλαδή από την έναρξη της συμβατικής διαιτητικής αγωγής».
Το σύνδρομο της ‘’αντίστασης της πληρότητας’’
Ο Louis Aronne, ιδρυτής και διευθυντής του Προγράμματος Συνολικού Ελέγχου του Βάρους του νοσοκομείου Presbyterian στη Νέα Υόρκη, συμφωνεί. «Υπάρχει κάτι φυσικό που συμβαίνει σε άτομα που ξαναπαίρνουν τα κιλά που έχασαν», επισημαίνει.
«Η αντίσταση σε αυτές τις ορμόνες είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάκτηση βάρους», σημειώνει. Ο Aronne αποκαλεί το σύνδρομο αυτό ‘’αντίσταση πληρότητας’’ και υποστηρίζει ότι το μυαλό σας είναι ανθεκτικό σε σήματα που προέρχονται από το στομάχι σας και τα έντερά σας, τα οποία λένε ότι είστε πλήρεις και πρέπει να σταματήσετε να τρώτε.
«Με την αντίσταση της λεπτίνης δεν αισθάνεστε πλήρεις και όσο πιο πολύ τρώτε, τόσο πιο πεινασμένοι μπορεί να αισθάνεστε», αναφέρει.
«Πρέπει να σταματήσουμε να κατηγορούμε αυτούς τους ανθρώπους και να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τη φυσική βάση της επαναπρόσληψης βάρους και να αναζητήσουμε τρόπους διαχείρισής της, ώστε να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα», προσθέτει.
Η έρευνα δείχνει ότι σημαντικός αριθμός ανδρών και γυναικών βρίσκουν πολύ δύσκολη τη μάχη για τη διατήρηση του βάρους τους.
«Είμαστε πολύ κοντά στο να καταλήξουμε στα βασικά σημεία ενός συστήματος ρύθμισης βάρους, το οποίο θα μπορεί να βοηθήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων».
Η επαναπρόσληψη του βάρους μπορεί να μην είναι απλά ζήτημα δύναμης της θέλησης. Μερικοί άνθρωποι μπορεί πράγματι να είναι προγραμματισμένοι να ξαναπάρουν το βάρος που έχασαν με βάση τα επίπεδα των δύο βασικών ορμονών της όρεξης, της λεπτίνης και της γρελίνης. Η νέα μελέτη δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism.
«Η γνώση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να διαμορφωθούν προσωπικά προγράμματα απώλειας βάρους, που θα έχουν εγγυημένα αποτελέσματα στην προσπάθεια διατήρησης του βάρους», δηλώνει η επικεφαλής της μελέτης Ana Crujeiras, από το Πανεπιστήμιο Compejo Hospitalario του Σαντιάγκο, στην Ισπανία.
Το κλειδί για την επιτυχία της δίαιτας
Στη νέα μελέτη 104 παχύσαρκοι ή υπέρβαροι άνδρες και γυναίκες ακολούθησαν μια δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες για οκτώ εβδομάδες και παρακολουθήθηκαν για έξι μήνες αργότερα. Το σωματικό τους βάρος και τα επίπεδα της γρελίνης, της λεπτίνης και της ινσουλίνης μετρήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη δίαιτα.
Η γρελίνη είναι η ορμόνη ‘’της όρεξης’’ που σας λέει πότε να φάτε και η λεπτίνη είναι η ορμόνη που σας λέει πότε να σταματήσετε να τρώτε.
Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες στη μελέτη έχασαν περίπου το 5% του σωματικού τους βάρους, εφόσον παρέμειναν πιστοί στη χαμηλή σε θερμίδες δίαιτα. Έξι μήνες αργότερα, 55 άνθρωποι διατήρησαν την απώλεια βάρους τους, ενώ οι 49 ανέκτησαν το 10% ή περισσότερο του βάρους που είχαν χάσει. Τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα λεπτίνης και τα χαμηλότερα επίπεδα γρελίνης πριν τη δίαιτα ήταν πιο επιρρεπή στην επανάκτηση του βάρους, έδειξε η μελέτη.
Παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να φαίνεται αντιφατικό με βάση τις ενέργειες αυτών των ορμονών, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μπορεί το θέμα να είναι ότι μερικοί άνθρωποι είναι ανθεκτικοί στις επιδράσεις των συγκεκριμένων ορμονών.
Ο εγκέφαλός τους μπορεί να μην είναι σε θέση να πάρει τα μηνύματα πληρότητας ή κορεσμού που στέλνουν οι ορμόνες αυτές. Μπορεί να έχετε πολλά αποθέματα λεπτίνης, αλλά ο εγκέφαλός σας να είναι ανθεκτικός στις επιπτώσεις της, όπως τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 γίνονται ανθεκτικά στις επιδράσεις της ινσουλίνης.
Κοιτάζοντας μπροστά «αυτά τα επίπεδα των ορμονών θα μπορούσαν να προταθούν ως βιοδείκτες για την πρόβλεψη και την πρόληψη της παχυσαρκίας», συμπεραίνουν οι ερευνητές. «Τα ευρήματά μας μπορεί να παρέχουν στους ενδοκρινολόγους και τους διαιτολόγους ένα χρήσιμο εργαλείο για τον εντοπισμό των ατόμων που έχουν ανάγκη από εξειδικευμένα προγράμματα απώλειας βάρους, που θα στοχεύουν σε πρώτο στάδιο στη ρύθμιση των επιπέδων των ορμονών της όρεξης, πριν δηλαδή από την έναρξη της συμβατικής διαιτητικής αγωγής».
Το σύνδρομο της ‘’αντίστασης της πληρότητας’’
Ο Louis Aronne, ιδρυτής και διευθυντής του Προγράμματος Συνολικού Ελέγχου του Βάρους του νοσοκομείου Presbyterian στη Νέα Υόρκη, συμφωνεί. «Υπάρχει κάτι φυσικό που συμβαίνει σε άτομα που ξαναπαίρνουν τα κιλά που έχασαν», επισημαίνει.
«Η αντίσταση σε αυτές τις ορμόνες είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάκτηση βάρους», σημειώνει. Ο Aronne αποκαλεί το σύνδρομο αυτό ‘’αντίσταση πληρότητας’’ και υποστηρίζει ότι το μυαλό σας είναι ανθεκτικό σε σήματα που προέρχονται από το στομάχι σας και τα έντερά σας, τα οποία λένε ότι είστε πλήρεις και πρέπει να σταματήσετε να τρώτε.
«Με την αντίσταση της λεπτίνης δεν αισθάνεστε πλήρεις και όσο πιο πολύ τρώτε, τόσο πιο πεινασμένοι μπορεί να αισθάνεστε», αναφέρει.
«Πρέπει να σταματήσουμε να κατηγορούμε αυτούς τους ανθρώπους και να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τη φυσική βάση της επαναπρόσληψης βάρους και να αναζητήσουμε τρόπους διαχείρισής της, ώστε να έχουμε ικανοποιητικά αποτελέσματα», προσθέτει.
Η έρευνα δείχνει ότι σημαντικός αριθμός ανδρών και γυναικών βρίσκουν πολύ δύσκολη τη μάχη για τη διατήρηση του βάρους τους.
«Είμαστε πολύ κοντά στο να καταλήξουμε στα βασικά σημεία ενός συστήματος ρύθμισης βάρους, το οποίο θα μπορεί να βοηθήσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων».
cosmo.gr