tromaktiko: Η Ευρώπη της αλληλεγγύης

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Η Ευρώπη της αλληλεγγύης



Ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του μετα-πολέμου, ο Rudiger Dornbusch, επαναλάμβανε συχνά ότι τα δύσκολα προβλήματα έχουν εύκολες λύσεις, το κακό ωστόσο είναι ότι αποδεικνύονται σχεδόν πάντοτε λανθασμένες.
Αυτό βιώνουμε στην Ευρώπη σήμερα! Μπροστά σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, κυρίως στον παραδοσιακά πλούσιο Βορρά (ΗΠΑ/Ευρώπη), οι απλουστευτικές οικονομικές προτάσεις και λύσεις αφθονούν. Μερικές από αυτές τις προτάσεις διατυπώθηκαν στη συνάντηση του G20 που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ στης 12 Νοεμβρίου, με την συμμετοχή 5 κρατών! -μελών της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Μ.Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία) για την αντιμετώπιση ενός διαφαινόμενου οικονομικο-νομισματικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, καθώς και την εξεύρεση λύσεων για τη ρύθμιση του παγκόσμιου εμπορίου, με σαφείς αναφορές στον ρόλο του ΔΝΤ και στη σπουδαιότητα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) Μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, ουδεμία αναφορά έγινε σε πρόταση ή πρωτοβουλία της ΕΕ.

Άλλο ένα πρόσφατο προϊόν διακρατικής οικονομικής διπλωματίας á la carte αποτελεί και η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης FESF (Fonds Européen de stabilization financière) με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, και δη των τραπεζών!

Η διεθνής κοινότητα, για ακόμα μια φορά προσπαθεί μέσω πολυμερών συναντήσεων και fora να αντιμετωπίσει prima facie τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί η παγκοσμοποιημένη οικονομία. Κάνεις δεν αμφιβάλλει για τις προθέσεις του G20 και της ΕΕ, για τις προσπάθειες που καταβάλουν μέσω αυτων των πρωτοβουλιών για την προστασία της παγκόσμιας οικονομίας από τα κακά παράγωγα ενός αθέμιτου ανταγωνισμού. Το ζητούμενο είναι εάν και κατά πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η προσέγγιση. Τα κράτη λειτουργούν στα πλαίσια αυτών των ορÎ! �ανισμών, όχι ως εταίροι αλλά ως μονάδες/παίκτες με γνώμονα την επιβίωση τους και την εξασφάλιση ευνοϊκών όρων, σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον, εφαρμόζοντας στην πράξη το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζουν in principio, με τη συμμετοχή τους σε υπερεθνικούς και διεθνείς οργανισμούς. Αυτό φάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση του G20, από όπου η ΕΕ ως Ένωση απουσίασε. Η παρουσία των 5 μεγάλων χωρών της ΕΕ, σε καμία περίπτωση δεν κάλυψε το διαφαινόμενο θεσμικό και πολιτικό κενό. Τα ερωτήματα είναι πολλά και σε καμία περίπτωση καινούργια, μιας κ! αι έχουν απασχολήσει πολλές φορές! την ευρωπαϊκή ηγεσία και τα όργανα της ΕΕ μέσω των Διακυβερνητικών διαδικασιών των Συνθηκών, αλλά και την κοινή γνώμη των Ευρωπαίων πολιτών. Ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση, τόσο στις ΗΠΑ όσο μετέπειτα και στην Ευρώπη, η ανάγκη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Το domino της οικονομικής κρίσης στις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών ήταν και παραμένει ολέθριο, καταδεικνύοντας τις αδυναμίες της ΕΕ, τόσο σε νομικό όσο και σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. H αποÏ! �σία ευρωπαϊκού consensus μεταξύ των Κρατών-Μελών από τη μια, και η έλλειψη ενός αξιόπιστου μηχανισμού στήριξης των μελών από την κρίση από την άλλη, οδήγησε κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, στη θέση που βρίσκεται σήμερα, με κίνδυνο να ακολουθήσουν και άλλα όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία.

Εχει παρέλθει σχεδόν ένας χρόνος από τη στιγμή που η Συνθήκη της Λισσαβόνας αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δίνοντας ένα αίσιο τέλος σε μια δεκαετία έντονων διακυβερνητικών μαχών, για τη θεσμική αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλη την επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης από τα Εθνικά Κοινοβούλια, και την κοινοτική γραφειοκρατική μηχανή, και εκεί που φαίνεται τουλάχιστον, για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, όλα να έχουν διευθετηθεί, τα Κράτη-Μέλη αποφασίζουν να κάνουν διορθωτικές αλλαγές στις Συνθήκες.

Μια από αυτές έχεις να κάνει με τον αριθμό των βουλευτικών εδρών στην Ευρωβουλή, η οποία αναμένει την επικύρωση των Εθνικών Κοινοβουλίων. Όμως, οι σημαντικές αλλαγές στη Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι αυτές που σχετίζονται με τη Γαλλογερμανική Διακήρυξη της Deauville, η οποία προτείνει σημαντικές αλλαγές στο χώρο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, και αναμένεται να επιφέρει ακόμη και μεγάλες θεσμικές αλλαγές.

Η Διακήρυξη της Deauville, της Καγκελαρίου Μέρκελ και του Προέδρου Σαρκοζί, αντιπροσωπεύει την πιο ορατή από τις πέντε τροποποιήσεις της Συνθήκης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας τέθηκε σε ισχύ. Αυτή η αλλαγή της Συνθήκης δεν μπορεί να αυξήσει τις εξουσίες της Ένωσης. Ακόμη κι αν ήταν εφικτό να γίνει μια αλλαγή της Συνθήκης, με τρόπο που να περιλαμβάνει και τη διάταξη για την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου (με τη χρήση του αρθ.7 ΣΕΕ), καθώς και τις διατάξεις για τη θέσπιση ενός «μόνιμου και σταθερού πλαι! σίου για την εξασφάλιση ομαλής διαχείρισης κρίσεων για το μέλλον», η ιδέα της αναστολής του δικαιώματος ψήφου, πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Αυτό μπορεί να έλθει σε αντιπαράθεση με πολλές εθνικές κυβερνήσεις, και να προκαλέσει δημοψηφίσματα και δικαστικές διαμάχες. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να προστεθεί στις συνθήκες μιας λύσεις τύπου EFSF, για να αποκτήσει η ΕΕ έναν μηχανισμό για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αναδιαρθρώνονται οι Συνθήκες. Το άρθρο 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), δημιουργεί ένα νέο σύστημα αλλαγής της Συνθήκης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πριν από κάθε διακυβερνητική διάσκεψη, και πριν από την επικύρωση των αλλαγών από τα Εθνικά Κοινοβούλια.

Σύμφωνα με το καινούριο σύστημα, υπάρχει τώρα η δυνατότητα μιας επιλογής ανάμεσα σε τέσσερις διαδικασίες: 1) Η συνηθισμένη διαδικασία Αναθεώρησης. 2) Η απλοποιημένη διαδικασία Αναθεώρησης. 3) Η γενική διαδικασία ρήτρα passerelle. 4) Η διαδικασία που εφαρμόζεται στις Συνθήκες Προσχώρησης. Η στιγμή για ξεκινήσει μια νέα διακυβερνητική διαδικασία, με κέντρο τη δημιουργία μιας ισχυρής κοινής εξωτερικής πολιτικής, είναι απολύτως αναγκαία.

Στην Ευρώπη, η παγκοσμιοποίηση, αυτή η τεράστια ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου έχει δαιμονοποιηθεί από δυο ιδιότυπα δικαστήρια: Από τους Αριστερούς, no-global, που την κατηγορούν για την αυξανόμενη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες, ευνοώντας με τον τρόπο αυτό τις πλούσιες χώρες. Και, από την άλλη, τους Συντηρητικούς, no-global, όπως για παράδειγμα τον Σαρκοζί, και άλλους Ευρωπαίους και Αμερικανούς πολιτικούς, που κατηγορούν την παγκοσμιοποίηση ότι λειτουργεί προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών (με επικεφαλής την Κίνα) και σε βάρος των παραδο! σιακά πλούσιων χωρών.

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν και τα δυο αυτά ιδιότυπα δικαστήρια, είναι απολύτως συμμετρικά μεταξύ τους. Οι πρώτοι, δείχνουν με το δάχτυλο τις συνθήκες και το χαμηλό κόστος εργασίας, που επικρατεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, κατηγορώντας, λόγου χάρη ότι η παιδική εκμετάλλευση και εργασία στο Μπανγκλαντές, επιτρέπουν στα παιδιά του πλούσιου Βορρά να παίζουν με φτηνά μπαλόνια. Οι άλλοι, εξηγούν το αντίστοιχο φαινόμενο, λέγοντας ότι επειδή η παγκοσμιοποίηση ρίχνει τις τιμές τα προϊόντα που εισάγονται από αυτές τις χώρες κοστίζουν φÏ! �ηνότερα, με αποτέλεσμα το κλείσιμο των εταιρειών και την απώλεια θέσεων εργασίας. Όταν κάποιος κατηγορείται για κάτι, και συγχρόνως για το αντίθετό του, συχνά είναι αθώος, έλεγε ο Κικέρωνας.

Η σημερινή χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, άλλαξε ριζικά το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να διεξάγεται η συζήτηση σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης δεν συνιστά την ενδεδειγμένη προσέγγιση. Λόγω της σημερινής κρίσης, δημιουργούνται αρκετές άμεσες προκλήσεις.

Καταδείχτηκαν επίσης διαρθρωτικές αδυναμίες του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου, και υπογραμμίστηκε η ανάγκη για μια νέα και βιώσιμη προσέγγιση, τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη, όπως επίσης για αυστηρότερη ρύθμιση του τραπεζικού και του χρηματοπιστωτικού κλάδου.

Το μεγάλο στοίχημα της ΕΕ συνίσταται σήμερα στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της παγκοσμιοποίησης, με πνεύμα αλληλεγγύης, και τη δημιουργία μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, παράγωγο και προϋπόθεση της οποίας είναι η οικονομική και νομισματική πολιτική. Η ικανότητα προσαρμογής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο, θα πρέπει να βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στη δυνατότητα των εδαφών της να αντιδρούν, να δρουν και να αλληλεπιδρούν. Επομένως, είναι απαραίτητο να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση έναν τρόπο διακυβέρνησης, ο οποίος νÎ! ± ανταποκρίνεται ταυτόχρονα:

- Στην εδραίωση της παγκοσμιοποίησης, και στην ανάδειξη ενός πολυπολικού κόσμου, ο οποίος καθορίζει τις προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.

- Στη συνέχιση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που καταργεί τα σύνορα, ενώνει τις αγορές, και φέρνει τους πολίτες πιο κοντά μεταξύ τους, χωρίς να τίθενται σε αμφισβήτηση ο σεβασμός της εκάστοτε εθνικής κυριαρχίας και η διατήρηση της ταυτότητας.

Πράγματι, προκειμένου να διασφαλιστεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω το ευρωπαϊκό πρότυπο, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν δυο από τους βασικούς κινδύνους της παγκοσμιοποίησης: Ο κίνδυνος της ομοιο-μορφοποίησης των κοινωνιών μας, καθώς πρέπει να προωθήσουμε την πολυμορφία. Και ο κίνδυνος αύξησης των ανισοτήτων στο εσωτερικό των Κρατών-Μελών, και μεταξύ αυτών: πρέπει να προασπισθούμε την αλληλεγγύη hic e nunc.

Ο Στράτος Γεραγώτης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Επίσης έχει υπηρετήσει επί σειρά ετών ως υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις Βρυξελλες.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!