Διότι η τραγωδία του ελληνικού κράτους είναι ότι, ακόμα και να θέλει να πουλήσει τη δημόσια περιουσία του, είναι ταπί! Ακόμα και να θέλει να πουλήσει, «ασημικά» δεν υπάρχουν, αφού, με ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, που από το 1974 έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, η προίκα έχει φαγωθεί.
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση στα βαρύγδουπα προγράμματά τους για την ανάκαμψη της οικονομίας προβάλλουν ως «όπλο» την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την οποία μάλιστα την έχουν αποτιμήσει με το εξωγήινο ποσό των 272 δισ. ευρώ, «όπλο» άσφαιρο που επιδεικνύεται για το θεαθήναι, αφού τα «φιλέτα» του Δημοσίου, οι εκτάσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν χωρίς προβλήματα, βρίσκονται στα χέρια καταπατητών.
Για του λόγου το αληθές το «Π» παρουσιάζει τα βασικά σημεία της μελέτης που έκανε ο Βασίλης Μαγκλάρας, αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ (Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών - Ανδρέας Παπανδρέου) και προϊστάμενος Επιχειρηματικής Ανάπτυξης στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, μελέτη που αναρτήθηκε στον διαδικτυακό τόπο του ΙΣΤΑΜΕ τον Νοέμβριο του 2010. Η μελέτη αυτή αποκαλύπτει ότι:
♦ Το 40,04% της δημόσιας περιουσίας είναι καταπατημένο, βρίσκεται στα χέρια καταπατητών τρίτης και τέταρτης γενιάς και φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψει στο Δημόσιο.
♦ Το 22,75% της καταγεγραμμένης ακίνητης περιουσίας είναι άγνωστο, αφού δεν τεκμηριώνεται η ακριβής θέση και το μέγεθος του ακινήτου.
♦ Το 12,41% είναι, ήδη, παραχωρημένο.
♦ Για ένα ποσοστό της τάξης του 2,39% δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να το καθιστούν δημόσιο ακίνητο.
♦ Η αποτίμηση της αξίας της δημόσιας περιουσίας είναι αναξιόπιστη.
♦ Μέρος της περιουσίας είναι εκτός πεδίου διαχείρισης, λόγω νομικών ή άλλων προβλημάτων.
Από την καταγραφή που έχει γίνει από το υπουργείο Οικονομικών προκύπτει ότι μόνον ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής δημόσιας περιουσίας, και συγκεκριμένα το 13,47%, είναι πραγματικά ελεύθερο προς αξιοποίηση (Πίνακας 1). Και αυτό με πολλούς αστερίσκους, αφού ελεύθερο είναι μόνον όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς και όχι την επιτρεπόμενη χρήση γης. Διότι είναι άλλο πράγμα το Δημόσιο να διαθέτει ελεύθερη δασική έκταση που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί και άλλο ελεύθερη γη που μπορεί να οικοδομηθεί.
Η φαγωμένη προίκα
Για το αξιολύπητο ποσοστό ελεύθερης δημόσιας περιουσίας ακέραιη την ευθύνη φέρουν όλες οι κυβερνήσεις, που άφησαν βορά στα χέρια των καταπατητών όλα τα «φιλέτα» του Δημοσίου. Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, βασικός λόγος είναι η έλλειψη κεντρικού ελέγχου της δημόσιας ακίνητης περιουσίας «με αποτέλεσμα να καταπατώνται χιλιάδες στρέμματα γης κάθε χρόνο».
Όπως σημειώνει ο μελετητής, «είναι χαρακτηριστικό των διαστάσεων του προβλήματος πως από μια ‘‘δεξαμενή’’ 71.000 ακινήτων η ανάδειξη εκατό αξιοποιήσιμων αποτελεί ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο».
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που τεχνηέντως αποκρύπτεται είναι η φανφαρόνικη αποτίμηση της αξίας της δημόσιας περιουσίας, βασισμένη σε αυθαίρετες παραμέτρους που δεν λαμβάνουν υπόψη την πραγματική αξία της γης ανάλογα με τη χρήση της. Διότι και πάλι είναι άλλη η αξία μιας γεωργικής γης, άλλη μιας αστικής και άλλη μιας δασικής που δεν έχει κανένα οικονομικό όφελος.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΚΕΔ και του υπουργείου Οικονομικών, η αξία της συνολικής δημόσιας περιουσίας – της «μαϊμού», δηλαδή, αφού η πλειονότητα είναι χαμένες εκτάσεις -αποτιμάται στα 272 δισ. ευρώ (Πίνακας 3), εκ των οποίων το ποσοστό της πραγματικά ελεύθερης προς αξιοποίηση έκτασης (13,47%) αποτιμάται στα 50 δισ. ευρώ.
Η αποτίμηση της αξίας της ελεύθερης γης στα 50 δισ. ευρώ είναι, όμως, εξωπραγματική, αφού επί της ουσίας ό,τι έχει μείνει στην ιδιοκτησία του Δημοσίου, με κάποιες εξαιρέσεις, είναι χαμηλού επιχειρηματικού ενδιαφέροντος.
«Μαϊμού» αποτίμηση
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «η αποτίμηση απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα εάν λάβουμε υπόψη τις παραμέτρους από τις οποίες προέκυψε». Και απέχει από την πραγματικότητα επειδή, όπως και ο ίδιος ο συντάκτης της ΚΕΔ σημειώνει, η αποτίμηση της «προίκας» έγινε με έναν απλό πολλαπλασιασμό των ποσοτήτων επί μιας τιμής. Η μέθοδος αυτή είναι μπακαλίστικη και αναξιόπιστη, αφού:
♦ Η τιμή είναι ενδεικτική και όχι η πραγματική αγοραία τιμή την τρέχουσα στιγμή.
♦ Η ποσότητα είναι τυχαία και μπορεί να εμπεριέχει τμήματα δημόσιας περιουσίας, όπως δάση ή κοινόχρηστους χώρους, χωρίς καμία οικονομική αξία.
Άκρως χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του μελετητή ότι για το 13,47% των καταγεγραμμένων ακινήτων που είναι ελεύθερο προς αξιοποίηση «δεν μας παρέχει καμία πληροφορία για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εν λόγω ακινήτων. Εάν για παράδειγμα τα ακίνητα βρίσκονται σε μια άγονη ορεινή περιοχή, χωρίς τη δυνατότητα εμπορικής, τουριστικής ή άλλης αξιοποίησης, ή εάν είναι παραθαλάσσια ή εμπορικά ακίνητα με μεγάλες προοπτικές αξιοποίησης».
Και συνεχίζει αποκαλύπτοντας το μέγεθος της εξαπάτησης που κρύβεται πίσω από τα «ασημικά» που θα σώσουν την τιμή της χώρας:
«Συνήθως τα καταπατημένα ή παραχωρημένα ή ήδη μισθωμένα ακίνητα είναι αυτά με την υψηλότερη αξία χρήσης και τα ελεύθερα είναι ακίνητα χαμηλού ενδιαφέροντος, χωρίς η παραπάνω παρατήρηση να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα πως σήμερα δεν υφίστανται πραγματικές δυνατότητες αποδοτικής αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας ή πως δεν υπάρχουν πλέον στο χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου ακίνητα υψηλής αξίας».
Ο μελετητής εν κατακλείδι επισημαίνει ότι τόσο στον τομέα της καταγραφής όσο και της προστασίας της δημόσιας ακίνητης περιουσίας «διαχρονικά η πολιτεία και οι αρμόδιοι εποπτικοί φορείς δεν έχουν καταβάλει τη δέουσα προσπάθεια για την προάσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου» και υπογραμμίζει ότι η εγκατάλειψη του προβλήματος των καταπατήσεων τείνει να το μετατρέψει σε κοινωνικό πρόβλημα, όπως για παράδειγμα με τα αυθαίρετα κτίσματα, καθώς πολλές καταπατημένες εκτάσεις βρίσκονται ήδη στην τρίτη ή και τέταρτη γενιά κατόχων.
http://www.topontiki.gr/