Τα δύο Τσάμικα κόμματα, το "PDU" και το "PDI", συγχωνεύθηκαν σ' ένα,έχοντας ως αρχικά το "PDIU". Έτσι,πλέον,πιο δυναμικά και συντονισμένα,θα προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους σε βάροςτης Ελλάδας. Η επίσημη κυβέρνηση της Αλβανίας εμφανίζεται, επίσημα τουλάχιστον, να μη συμμερίζεται τις διεκδικήσεις τους στην περιοχή της Ηπείρου,ωστόσο συνεργάζεται μαζί τους. Αρχηγός ορίστηκε ο Σπετίμ Ιντρίζι. Στην ομιλία του ανέφερε πως "τη στιγμή που τα άλλα τα κόμματα χωρίζονται, εμείς ενωνόμαστε».Και πρόσθεσε: "Στην πρώτη πολιτική μας εξόρμηση ζητούμε την μη απογραφή του πληθυσμού στη βάση δήλωσης εθνικότητας και θρησκεύματος». Στην τελετή συνένωσης, παρόντες ήταν και οι Σαμπρί Γκόντο και Πελούμπ Τζούφι, που... διακρίνονται στην Αλβανία για τα ανθελληνικά τους αισθήματα. Επίσης συμμετείχε ο κοσοβάρος Φατμίρ Λίμαϊ.
ΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΣΑΜΗΔΕΣ
Ένα ενδιαφέρον άρθρο για τους Τσάμηδες, άσχετα αν κανείς διαφωνεί ή συμφωνεί με τις απόψεις του (εμείς δεν υιοθετούμε όλα όσα αναφέρει), έγραψε ο κ. Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ: "Το 1940 οι Τσάμηδες, ένας αλβανόφωνος μουσουλμανικός πληθυσμός συγκεντρωμένος κυρίως στη Θεσπρωτία και ιδιαίτερα στις περιφέρειες Ηγουμενίτσας, Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, αριθμούσε κάπου 23.000 ως 24.000 ανθρώπους. Το 1951 είχαν απομείνει μόλις 127 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι σε ολόκληρη τη χώρα. H σιωπή που περιέβαλλε την ιστορία τους οφείλεται στα αιματηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ως πρόσφατα οι Τσάμηδες εμφανίζονταν κυρίως στην τοπική ιστορία και στη λογοτεχνία, όπου, όπως είναι γνωστό, συχνά προηγούνται της «ιστορίας των ιστορικών» στα «δύσκολα» θέματα (βλ. π.χ. το εξαιρετικό Το ασημόχορτο ανθίζει του Βασίλη Γκουρογιάννη). H πρώτη -και μοναδική ως τώρα -ολοκληρωμένη και συστηματική μελέτη του θέματος δημοσιεύθηκε μόλις το 2004. Πρόκειται για το υποδειγματικό έργο της Ελευθερίας Μαντά που βασίζεται κυρίως σε πρωτογενείς πηγές (συμπεριλαμβανομένων ιταλικών και αλβανικών τεκμηρίων) και αποτελείται από τρεις χρονολογικές ενότητες: Μεσοπόλεμος, B΄ Παγκόσμιος πόλεμος - Κατοχή και μεταψυχροπολεμική εποχή. H μεγαλύτερη και πιο ευαίσθητη ενότητα αφορά την περίοδο της Κατοχής.
H δύσκολη συμβίωση
Οι Τσάμηδες ήταν ένας παραδοσιακός αγροτικός, συμπαγής και κλειστός πληθυσμός που για συγκυριακούς λόγους εξαιρέθηκε της ανταλλαγής του 1922. H συμβίωσή τους με το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής υπήρξε εξαρχής προβληματική: η πολιτισμική διαφοροποίηση, οι κτηματικές διαφορές και η στάση του ελληνικού κράτους απέναντί τους, και ιδιαίτερα του μεταξικού καθεστώτος, ενίσχυσαν την καχυποψία τους και επέτρεψαν τη δράση εξτρεμιστικών αλυτρωτικών στοιχείων στην Αλβανία. Πάνω εκεί βασίστηκε και η Ιταλία για να θέσει τσαμικό θέμα και να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940. Οπως είναι φυσικό, η εξέλιξη αυτή δυναμίτισε την ήδη τεταμένη κατάσταση στην περιοχή. Ενοπλοι Τσάμηδες συνόδευσαν τον ιταλικό στρατό κατά τη σύντομη προέλασή του στο ελληνικό έδαφος τον Νοέμβριο του 1940, ο τοπικός πληθυσμός υποδέχθηκε πανηγυρικά τους εισβολείς, ενώ σημειώθηκαν οι πρώτες λεηλασίες και επιθέσεις εναντίον χριστιανικών χωριών. H υποχώρηση των Ιταλών και η επιστροφή των ελλήνων κατοίκων έθεσε σε κίνηση μια δυναμική αντεκδικήσεων που κατέληξε στην εθνοκάθαρση των Τσάμηδων το 1944.
H ιταλική, αρχικά, και η γερμανική Κατοχή συνοδεύτηκαν από βία. Οι ηγέτες των Τσάμηδων συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις, η πιο γνωστή από τις οποίες υπήρξε η εκτέλεση 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς τον Σεπτέμβριο 1943. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ, που κυριαρχούσαν στην περιοχή, προέβησαν μετά την αποχώρηση των Γερμανών σε ένα όργιο βίας, αδιάκριτων εκτελέσεων και λεηλασιών που κορυφώθηκαν με τη μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία, τον Σεπτέμβριο του '44.
H περίπτωση αυτή αποτελεί αναμφίβολα εθνοκάθαρση. Το ερώτημα παραμένει αν υπήρξε αποτέλεσμα προμελετημένης κεντρικής απόφασης ή αν προήρθε από πράξεις αντεκδίκησης σε τοπικό επίπεδο. H Μαντά προκρίνει τη δεύτερη εκδοχή. Προσωπικά πιστεύω ότι η απόσταση ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι πολύ μικρή. Παρόλο που ο ΕΔΕΣ ήταν μια αποκεντρωμένη οργάνωση όπου, αντίθετα με το EAM, η κεντρική διοίκηση δύσκολα έλεγχε τους τοπικούς οπλαρχηγούς, τίποτε δεν δείχνει ότι η ηγεσία του είχε την παραμικρή (και πραγματική) διάθεση να τους συγκρατήσει. H πολιτική συγκυρία τον Σεπτέμβριο του 1944 επέτρεπε την «τελική λύση» του τσαμικού ζητήματος και, κατά τη γνώμη μου, ο ΕΔΕΣ δεν δίστασε να αδράξει την ευκαιρία. Αντίθετα από τον ΕΔΕΣ, το EAM τήρησε μια περίεργη στάση σε σχέση με τους Τσάμηδες. Επιχείρησε επανειλημμένα ανοίγματα που βασίζονταν στον μάλλον πλασματικό διαχωρισμό «μιας δράκας προδοτών» από την πλειοψηφία του πληθυσμού -πλασματικό στον βαθμό που ο παραδοσιακός αυτός πληθυσμός ακολουθούσε τους ηγέτες του και έδειχνε μια προτίμηση προς την κατοχική διοίκηση ακόμη και όταν δεν συμμετείχε άμεσα σε πράξεις βίας. Για αυτόν τον λόγο η τακτική του EAM δεν έγινε κατανοητή ούτε από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό ούτε από τα ίδια του τοπικά στελέχη που ανέφεραν στις εσωτερικές τους εκθέσεις τις οποίες παραθέτει η Μαντά ότι «η παμψηφία σχεδόν των αρβανιτάδων Τσάμηδων της περιοχής είχε ταχθή ανεπιφύλαχτα με το μέρος του κατακτητή και ωργάνωνε δολοφονικές επιδρομές ενάντια στα ελληνικά χωριά». Ο ΕΛΑΣ τελικά στρατολόγησε γύρω στους 300 ως 500 Τσάμηδες που συμμετείχαν στις εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΔΕΣ τον Δεκέμβριο του '44. H επικράτηση του ΕΛΑΣ συνοδεύτηκε από την επιστροφή 3.000 ως 5.000 Τσάμηδων στη Θεσπρωτία. H τελική όμως έκβαση των Δεκεμβριανών οδήγησε σε νέες διώξεις από τους οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ και στην τελική εκδίωξή τους.
H τελική πράξη
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου το KKE στράφηκε για μία ακόμη φορά προς τους Τσάμηδες για να λύσει το πρόβλημα έμψυχου δυναμικού που αντιμετώπιζε. Τον Μάρτιο του 1949 κατέληξε σε συμφωνία με την αλβανική κυβέρνηση για την υποχρεωτική στρατολόγηση 2.000 Τσάμηδων η οποία ναυάγησε την τελευταία στιγμή, όταν οι ίδιοι οι Τσάμηδες αντέδρασαν και ο Εμβέρ Χότζα αποφάσισε να μην τους οπλίσει ως «αντιδραστικούς». H τελική πράξη του δράματος γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 με σειρά νομοθετικών διαταγμάτων της ελληνικής κυβέρνησης που απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους και τις απέδωσε σε ντόπιους και έποικους.
Ιδεολογικές ερμηνείες
Είναι προφανές ότι η σημασία της περίπτωσης αυτής ξεπερνάει τα όρια της τοπικής ιστορίας. Αποτελεί, κατ' αρχάς, καθαρή και ενδεχομένως μοναδική για την κατοχική Ελλάδα περίπτωση ολοκληρωτικής εθνοκάθαρσης. Δεύτερον, δείχνει τα όρια των ιδεολογικών ερμηνειών στην Ιστορία. Οι Τσάμηδες δεν ήταν ούτε φασίστες ούτε ναζιστές ούτε κομμουνιστές· ήταν όμως διατεθειμένοι να συνεργαστούν με όποιον τους πρόσφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Τρίτον, υπογραμμίζει τη διαδικασία εργαλειοποίησης του δωσιλογισμού από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις και την αναντιστοιχία ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη τους. Για τους κομουνιστές ο δωσιλογισμός υπήρξε ιδιαίτερα ελαστική έννοια σε σχέση με συγκεκριμένες ομάδες όπως οι Τσάμηδες ή οι σλαβόφωνοι κομιτατζήδες στους οποίους παρείχε τη δυνατότητα αναβάπτισης από προδότες σε πατριώτες. Γενικεύοντας και απλοποιώντας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν για τη Δεξιά ο δωσιλογισμός ήταν συγχωρήσιμος, αρκεί οι φορείς του να ήταν Ελληνες, για την Αριστερά το συγχωροχάρτι ίσχυε μόνο για τους μη Ελληνες. H περίπτωση των Τσάμηδων αναδεικνύει συγχρόνως και τις αντιφάσεις της στρατευμένης ιστοριογραφίας που επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των αντιμαχόμενων παρατάξεων της δεκαετίας του '40, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστερής εκδοχής της. Για τη δεξιά μεταπολεμική ιστοριογραφία η εθνοκάθαρση και η αδιάκριτη βία κατά των Τσάμηδων υπήρξε ένα απόλυτα δικαιολογημένο μέτρο απέναντι σε μια ομάδα δωσίλογων και μειοδοτών. Μόνο ο αντικομμουνισμός μπορούσε να δικαιολογήσει, και άρα να συγχωρήσει, τη συνεργασία με τους κατακτητές. Το πρόβλημα της αριστερής μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας είναι ακριβώς το αντίθετο: ενώ καυτηριάζει τον δωσιλογισμό ως εσχάτη προδοσία που δικαιολογούσε βία αντίστοιχη με αυτή που υπέστησαν οι Τσάμηδες, αντιμετωπίζει τις αντίστοιχες πρακτικές των μειονοτήτων με αισθήματα κατανόησης και τάσεις συγκάλυψης, δείχνοντας έτσι πόσο επιλεκτική και άρα διάτρητη είναι η ηθικολογία της. Το βιβλίο της Ελευθερίας Μαντά είναι ένα αντίδοτο στη μυωπία και στα αδιέξοδα της ιστοριογραφίας αυτής και θυμίζει τη σημασία της σοβαρής ιστορικής έρευνας. H συγγραφέας κατάφερε να προσεγγίσει ένα σύνθετο και ευαίσθητο θέμα με προσοχή, συστηματικότητα και χαμηλούς τόνους. Το βιβλίο της αξίζει να διαβαστεί από όσους ενδιαφέρονται να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας".
http://katoci.blogspot.com/2011/02/blog-post_8874.html