H Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι το όργανο, στο οποίο ο νομοθέτης έχει αναθέσει την αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής του ν. 703/77 περί ελέγχου των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.Έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και εποπτεύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης(Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας).
Τα μέλη της απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδηση τους.
Φυσικά πρόσωπα και Νομικά πρόσωπα έχουν δικαίωμα καταγγελίας για παραβάσεις του ν. 703/1977 «Περί Ελέγχου Μονοπωλίων και Ολιγοπωλίων και Προστασίας του Ελεύθερου Ανταγωνισμού» και των άρθρων 81 και 82 της Συνθ.ΕΚ.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού κινείται κατόπιν:
-Kαταγγελίας,
-Αυτεπάγγελτα,
-Αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης(Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας).
Συνεπώς, ακόμη και εάν δεν υποβληθεί καταγγελία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται να προχωρήσει στη διερεύνηση παραβάσεων της νομοθεσίας.
Η επίσημη καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή από τον καταγγέλλοντα με τη συμπλήρωση ειδικού εντύπου, το οποίο είναι δυνατό να εξασφαλιστεί από :
-Την ιστοσελίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
-Τα Γραφεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η επίσημη καταγγελία πρέπει να περιέχει:
-Πραγματικά περιστατικά και σχετικά ικανά αποδεικτικά στοιχεία.
-Λόγους που στοιχειοθετούν την παράβαση.
Η υποβολή μίας καταγγελίας δεν σημαίνει αυτόματα ότι η Επιτροπή θα προχωρήσει στην εξέταση της υπόθεσης. Απαιτείται:
-Nα εμπίπτει στα κριτήρια ελέγχου και κρίσεως των υποθέσεων.
-Εξέταση από τη Γενική Διεύθυνση της καταγγελίας για διαπίστωση κατά πόσο στοιχειοθετείται παράβαση.
-Επικοινωνία της Γενικής Διεύθυνσης με την καταγγελλόμενη επιχείρηση και με τυχόν άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά για συλλογή στοιχείων και πληροφοριών.
-Αντίγραφα καταγγελιών και αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να λαμβάνει η επιχείρηση κατά της οποίας στρέφονται οι καταγγελίες ή οι αιτήσεις και πριν από την ολοκλήρωση σχετικής εισήγησης.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας η Γενική Διεύθυνση δύναται να προβεί σε μια σειρά ενεργειών, κατόπιν εντολής του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως:
-Επιτόπου επισκέψεις στα γραφεία των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.
-Επιτόπου αιφνίδιες έρευνες και ελέγχους στους ανωτέρω χώρους, τα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων καθώς και στις κατοικίες των επιχειρηματιών ή του προσωπικού των επιχειρήσεων ή των ενώσεων επιχειρήσεων, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος.
-Αποστολή ερωτηματολογίων σε άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αλλά και σε φορείς της αγοράς.
-Έλεγχος και λήψη αντιγράφων κάθε είδους και κατηγορίας βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ανεξαρτήτως της μορφής και τόπου αποθήκευσης τους.
-Λήψη ένορκων ή ανωμοτί καταθέσεων και απαίτηση από αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή της ένωσης των επιχειρήσεων, επεξηγήσεων για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου.
-Με την ολοκλήρωση της έρευνας, συντάσσεται σχετική εισήγηση η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή και η οποία είναι το αρμόδιο όργανο που θα αποφασίσει κατά πόσο στοιχειοθετείται παράβαση. Η απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται μετά από διάσκεψη, εντός τριάντα (30) ημερών από την τελευταία διάσκεψη.
Ειδικότερα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού:
-Διαπιστώνει την ύπαρξη συμπράξεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 ν. 703/77.
-Αποφασίζει την απαλλαγή συμπράξεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, αλλά έχουν θετικά οικονομικά αποτελέσματα, είναι προς όφελος του καταναλωτή, δεν δημιουργούν προυποθέσεις κατάργησης του ανταγωνισμού και δεν δεσμεύουν υπέρμετρα τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. 3 ν. 703/77.
-Διαπιστώνει την καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά κατ εφαρμογή του άρθρου 2 ν. 703/77.
-Διαπιστώνει την καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, κατ εφαρμογή του άρθρου 2α ν. 703/77.
-Ελέγχει προληπτικά την επίδραση στον ανταγωνισμό συγκεντρώσεων επιχειρήσεων κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4 - 4στ ν. 703/77.
-Επιβάλλει κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του ν. 703/77.
Λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, όταν πιθανολογείται παράβαση των άρθρων 1, 2, 2α και 5 ν. 703/77.
-Εξετάζει μετά από αίτημα του Υπουργού Ανάπτυξης ή αυτεπάγγελτα συγκεκριμένο κλάδο της ελληνικής αγοράς και, εφόσον διαπιστώσει ότι στο συγκεκριμένο κλάδο δεν υπάρχουν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της, να λάβει κάθε απολύτως αναγκαίο κανονιστικό μέτρο που αφορά τη διάρθρωση της αγοράς και αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
-Γνωμοδοτεί επί θεμάτων ανταγωνισμού όταν της ζητηθεί από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή οποιονδήποτε άλλο αρμόδιο Υπουργό ή από ενώσεις επιμελητηρίων, βιομηχανικών και εμπορικών συλλόγων.
-Εφαρμόζει τις διατάξεις των άρθρων 81 και 82 της Συνθ. ΕΚ.
-Συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις άλλες Aρχές Ανταγωνισμού των άλλων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας του ανταγωνισμού.
Παρακολουθεί την εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, των υπουργικών αποφάσεων και των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στις περιπτώσεις προσβολής των προηγούμενων αποφάσεων.
Το ύψος του προστίμου που επιβάλει η επιτροπή ανταγωνισμού καθορίζεται ως εξής:
-Εάν διαπιστωθεί παράβαση το επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της παρούσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης.
-Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης.
Προβλέπεται ρητά στο νόμο, ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής , οι υπάλληλοι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, απόρρητων στοιχείων επιχειρήσεων, ενώσεων επιχειρήσεων ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια για τα στοιχεία αυτά, διαφορετικά υφίστανται ποινικές διώξεις.