Πλατεία Κάνιγγος, πρωί Τετάρτης.
Στίχος του Ελύτη «Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!» είναι αναρτημένος στη στάση των λεωφορείων, αλλά μόνο γκρι βλέπεις τριγύρω.
Ο ποιητής συνεχίζει να προτρέπει στην επόμενη στάση «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά», αλλά κανείς δεν τον ακούει. Άστεγος κοιμάται μέσα σε ένα χαρτόκουτο, ένας σκύλος του κάνει παρέα, βιαστικοί περαστικοί με κινητά στο αυτί, τσάντα εργασιακή και σομόν εφημερίδες, συνεχίζουν τη πορεία τους.
Στόχος της σουρεαλιστικής καμπάνιας που γίνεται από την 21 Μαρτίου (Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης) είναι να «ταξιδεύουν» οι Αθηναίοι με στίχους του Ελύτη, κάνοντας τη βόλτα τους σε Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Και καλά, ο πολίτης που ζει στη Μυτιλήνη (γενέτειρα του Ελύτη) άντε να μπορεί να «ταξιδέψει». Άλλωστε τριγύρω του υπάρχει θάλασσα, καθαρός αέρας και πράσινο.
Ο Αθηναίος πως μπορεί;
Έχουμε καταδικαστεί να ζούμε σε μια αβίωτη πόλη, που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Οι δικαιολογίες «εδώ υπάρχει νυχτερινή διασκέδαση», «είναι μια ιστορική πόλη» «εδώ υπάρχει πολιτισμός» δεν μετράνε πια.
Και όχι γιατί δεν ισχύουν τα παραπάνω, αλλά επειδή για να μπορείς να επικαλείσαι την ιστορία σου, πρέπει να τη μιμείσαι κιόλας. Οφείλεις να κορδώνεσαι για τον Ελύτη, αν τον έχεις διαβάσει. Οφείλεις να περηφανεύεσαι για τον πολιτισμό σου, όταν έχεις μια πόλη που να' ναι ανθρώπινη. Οφείλεις να βαυκαλίζεσαι για την ποιότητα ζωής του Έλληνα, όταν δεν πετάς το εισιτήριο του λεωφορείου κάτω. Γιατί και αυτό, μορφή πολιτισμού είναι.
«Θυμάσαι πως ήταν η Ομόνοια και πως την κάνανε;», είναι μια ρητορική ερώτηση που συχνά διατυπώνεται σε συζητήσεις. Δεν την καταντήσανε μόνο αυτοί, αλλά και όλοι μας.
Γιατί δεν σεβόμαστε ούτε αγαπάμε την πόλη μας.
«Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή μας μέρα…»
http://www.topontiki.gr/article/15720