Πληθαίνουν, κατά τα τελευταία χρόνια, οι φωνές για χωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία... χωρίς τις περισσότερες φορές να εννοούν την ακριβή σημασία του όρου «χωρισμός». Άλλωστε ανέκαθεν υπήρχε διάσταση αντιλήψεων ως προς την πραγματική έννοιά του.
Βασικό κριτήριο για την ορθή αντιμετώπιση του θέματος, αποτελεί το ιστορικό γεγονός ότι το ελληνικό έθνος κατά την μακρόχρονη μεταχριστιανική ιστορία του, είναι ταυτισμένο με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία και ότι ο ελληνικός λαός στη μεγάλη πλειοψηφία του, ασπάζεται τις θέσεις της χριστιανικής θρησκείας, βιώνοντάς τις, άλλος σε μικρότερο και άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό.
Όταν μιλάμε για χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, είναι σαν να ζητάμε να διχοτομήσουμε ένα και το αυτό σώμα. Έτσι δεν είναι ορθό να λέγεται ότι ο χωρισμός αυτός διαλαμβάνει μόνον, όπως επιδιώκεται να νοηθεί από ορισμένους θιασώτες του, την απαγόρευση της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, την κατάργηση της προσευχής σε αυτά, την αφαίρεση των εικόνων από τους δημόσιους χώρους, την κατάργηση της ορκωμοσίας των κρατικών λειτουργών κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, τη μη παρουσία των προσώπων αυτών κατά τις επίσημες θρησκευτικές εορτές, την αφαίρεση του σταυρού από τον ιστό της σημαίας, την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το δημόσιο ταμείο, την κατάργηση του θρησκευτικού γάμου. Διότι τόσον τα σχολεία, όσον και οι άλλοι δημόσιοι χώροι, ανήκουν στο ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο του λαού, που συγκροτεί τις έννοιες Κράτους και Εκκλησίας και δεν νοείται οιοσδήποτε χωρισμός της μορφής αυτής, ενώ από την ενιαία εξουσία του ιδίου λαού πηγάζουν και οι λοιπές προαναφερθείσες ρυθμίσεις.
Μέσα από τις ίδιες αντιλήψεις, φθάσαμε και στο σημείο να υποστηρίζεται, από ορισμένα άτομα, ότι η κατάργηση επιβάλλεται γιατί θίγονται και συνειδησιακά ορισμένες μειοψηφίες αλλοδαπών, μεταναστών, οι οποίες δεν ασπάζονται τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας, αλλά ακολουθούν τις δοξασίες άλλης θρησκείας. Δηλαδή, μία μικρή μειοψηφία ατόμων, απαιτεί την αυτοκατάργηση των πολιτιστικών θέσεων της πλειοψηφίας, κατά παράβαση της γενικώς ισχύουσας δημοκρατικής αρχής, σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία και όχι η όποια μειοψηφία είναι ο ρυθμιστής των θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών βιωμάτων, χωρίς φυσικά εξ αυτού του λόγου να θίγονται τα δικαιώματα και της μειοψηφίας, η οποία είναι ελεύθερη να πρεσβεύει και να διαβιώνει τις θρησκευτικές της δοξασίες μη ακολουθώντας την πλειοψηφία.
Πέραν όμως από αυτά, όλους αυτούς τους δεχθήκαμε να διαβιούν στη χώρα μας, εργαζόμενοι, χωρίς να αναλάβουμε και κάποια υποχρέωση ως προς την συμβατότητα των πολιτιστικών τους γνωρισμάτων σε σχέση με τα δικά μας πολιτιστικά βιώματα. Η άσκηση των πολιτιστικών μας γνωρισμάτων με επιφυλακτικότητα, για να μην ενοχλούνται οι μετανάστες, αποτελεί απερισκεψία δική μας και παράλογη απαίτηση και ακόμη αχαριστία εκείνων. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η δική τους θετική εργασιακή συμβολή στην οικονομική ζωή της χώρας, αυτή όμως δεν μπορεί να ανταλλάσσεται με την όποια υποβάθμιση των πολιστικών μας αξιών.
Ακόμη πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα, ότι η ορθή θεώρηση του ζητήματος δεν εκφράζεται με τον όρο «χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας», αλλά ως «διοικητική σχέση Κράτους-Εκκλησίας στην οργανωτική της μορφή».
Την χρυσή τομή στα θέματα αυτά θέτει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος.