κοιτούσαν προς τρεις κατευθύνσεις: Προς το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, προς την Αντιπολίτευση και προς την πλατεία Συντάγματος, εκεί μαζεύονται καθημερινά χιλιάδες «Αγανακτισμένοι» Έλληνες.
Ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε ως ο «κομιστής» της εθνικής συνεννόησης και της συναίνεσης, με το επιχείρημα ότι εξυπηρετεί τη συγκυρία και το καλό του τόπου. Δήλωσε έτοιμος να ανοίξει και πάλι, έναν διάλογο που μοιάζει να έχει κλείσει, με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, δηλαδή κυρίως με τη Νέα Δημοκρατία. Για να βρεθεί ένα μίνιμουμ κοινών αναφορών και συναντίληψης.
Φυσικά, στράφηκε στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Και έθεσε τους πάντες προ των ευθυνών τους. Ο ίδιος, ως ο πολιτικός και φυσικός κληρονόμος του παπανδρεϊσμού, γνωρίζει ότι απέναντι στο σύνολο σχεδόν της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, έχει την «έξωθεν καλή μαρτυρία» πως επί ημερών του το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία. Άλλο τώρα πως τη διαχειρίστηκε.
Το πιο ενδιαφέρον όσο και συζητήσιμο κομμάτι της πρωθυπουργικής παρέμβασης στη σημερινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, αφορούσε φυσικά το «συναισθηματικό φλερτ» με το Κίνημα των Αγανακτισμένων. Κάτι που συνιστά υπέρβαση της κοινής λογικής, μιας και οι άνθρωποι αυτοί είναι αγανακτισμένοι πρωτίστως με την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον Γιώργο Παπανδρέου.
«Οι πολίτες εκφράζουν δικαιολογημένη αγανάκτηση, με όσα έχουν ζήσει εδώ και 35 χρόνια. Θέλουν να δουν κάτι καλύτερο», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Γιώργου Παπανδρέου.
Μέσα στην ίδια φράση δηλαδή, ο Πρωθυπουργός στα χέρια του οποίου έσκασε η «εθνική φούσκα», την οποία δημιούργησε κατά πλειοψηφία το δικό του κόμμα, επιχείρησε να… βάλει λουκέτο στη Μεταπολίτευση. Και να εμφανιστεί εκείνος ως ο οικοδεσπότης της Νέας Μεταπολίτευσης. Μια πολιτική ακροβασία στο κενό, με μάλλον προδιαγεγραμμένη, άγαρμπη πτώση.