Η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε από μια ομάδα πολιτικών με μακρόπνοες βλέψεις, που είχαν εμπνευστεί από το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Αναγνώρισαν ότι το όραμά τους μπορεί να υλοποιηθεί σταδιακά μόνο, βάζοντας περιορισμένους αντικειμενικούς στόχους κάθε φορά και υπογράφοντας συμφωνίες που απαιτούσαν από τα κράτη έθνη να παραχωρήσουν μόνο όση εθνική κυριαρχία μπορούσαν να αντέξουν πολιτικά.
Η απαραίτητη πολιτική βούληση εξασφαλίστηκε χάρη στην ανάμνηση του β΄ παγκοσμίου πολέμου, τις απειλές που έθετε η Σοβιετική Ένωση και τα οικονομικά πλεονεκτήματα μεγαλύτερης ενοποίησης. Όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η προοπτική της γερμανικής ενοποίησης έδωσε μεγάλη ώθηση στο όραμα.
Η Γερμανία κατάλαβε ότι θα κατορθώσει την επανένωση μόνο μέσα στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και ήταν διατεθειμένη να πληρώσει το τίμημα. Με τους Γερμανούς έτοιμους να βοηθήσουν τον συμβιβασμό στα εθνικά συμφέροντα πληρώνοντας κάτι παραπάνω, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έφτασε στο απόγειό της με την συνθήκη του Μάαστριχτ και την εισαγωγή του ευρώ.
Το ευρώ όμως ήταν ημιτελές: Είχε κεντρική τράπεζα αλλά όχι υπουργείο Οικονομικών. Οι αρχιτέκτονές του πίστευαν ότι, όταν χρειαστεί, η πολιτική θέληση θα ήταν αρκετή για να γίνει το επόμενο βήμα μπροστά. Πίστευαν επίσης ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές μπορούν να αυτό-διορθώσουν τις υπερβολές τους και σχεδίασαν τους κανόνες ελέγχου των ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς. Όμως, αυτές οι υπερβολές εμφανίστηκαν κυρίως στον ιδιωτικό κλάδο καθώς οι επιτοκιακές συγκλίσεις δημιούργησαν οικονομικές αποκλίσεις: τα χαμηλότερα επιτόκια στις πιο αδύναμες χώρες δημιούργησαν «φούσκες» ενώ παράλληλα η δυνατή Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να διανύει περίοδο λιτότητας για να αντιμετωπίσει το κόστος της επανένωσης.
Όταν η γερμανική ενοποίηση έγινε γεγονός, εξαφανίστηκε το βασικό κίνητρο στην διαδικασία της ευρύτερης ενοποίησης. Και στην συνέχεια, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση απελευθέρωσε μια διαδικασία διάλυσης. Η κρίσιμη στιγμή ήταν μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, όταν οι αρχές χρειάστηκε να εγγυηθούν ότι δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν άλλο σημαντικό τραπεζικό οίκο να καταρρεύσει. Η γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel επέμεινε ότι δεν θα πρέπει να δοθεί κοινή εγγύηση της Ε.Ε: κάθε χώρα θα έπρεπε να εγγυηθεί για τις δικές της τράπεζες. Κι αυτή ήταν η βασική αιτία για την σημερινή κρίση του ευρώ.
Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση υποχρέωσε τα έθνη να υποκαταστήσουν με τις δικές τους πιστώσεις, τις πιστώσεις που είχαν καταρρεύσει. Στην Ευρώπη, κάθε κράτος έπρεπε να το κάνει αυτό από μόνο του, γεγονός που έθεσε εν αμφιβόλω το αξιόχρεο των ευρωπαϊκων κρατικών ομολόγων. Τα premiums διευρύνθηκαν και η ευρωζώνη μοιράστηκε σε χώρες δανειστές και χώρες δανειολήπτες. Η Γερμανία έκανε στροφή 180 μοιρών και από λοκομοτίβα της ενοποίησης έγινε ο κύριος αντίπαλος μιας «ένωσης μεταβιβάσεων πληρωμών.»
Ετσι, δημιουργήθηκε μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων, με τις χρεωμένες χώρες να βουλιάζουν από το βάρος των υποχρεώσεων. Ως ο μεγαλύτερος πιστωτής, η Γερμανία μπορούσε να υπαγορεύει τους όρους βοήθειας, που ήταν πολύ αυστηροί κι έσπρωξαν τους δανειολήπτες στην χρεοκοπία. Η ίδια η Γερμανία αντιθέτως ευνοήθηκε από την κρίση του ευρώ, που πίεσε χαμηλότερα την αξία του ευρώ και βελτίωσε παραπάνω την ανταγωνιστικότητά της.
Αναλόγως, έγινε μεταστροφή και στο πολιτικό επίπεδο: Από την προώθηση περαιτέρω ενοποίησης περάσαμε στην προάσπιση του status quo. Έτσι, όσο σπρώχνονται οι αδύναμες χώρες στην χρεοκοπία, τόσο αυξάνουν την δύναμή τους οι ισχυρές χώρες και μαζί αυξάνεται η δύναμη αντι-ευρωπαϊκών κομμάτων όπως οι Αληθινή Φινλανδοί στην Φινλανδία.
Για να ανατραπεί αυτή η πορεία, τόσο η Ελλάδα που είναι η πρώτη αδύναμη χώρα η οποία οδεύει προς χρεοκοπία, όσο και η ευρωζώνη όλη, οφείλουν να υιοθετήσουν το εναλλακτικό σχέδιο, το «plan B».
Η ελληνική χρεοκοπία είναι ίσως πράγματι αναπόφευκτη αλλά δεν χρειάζεται να γίνει ατάκτως. Και, μολονότι είναι επίσης αναπόφευκτη κάποια μετάδοση της κρίσης, η ευρωζώνη οφείλει να υπερασπιστεί τα εδάφη της. Κι αυτό σημαίνει να τονώσει την ευρωζώνη, πιθανόν με την μεγαλύτερη χρήση των Eurobonds και κάποιου είδους σχέδιο ευρωπαϊκής εξασφάλισης καταθέσεων.
Η ευρωπαϊκή ελίτ θα πρέπει να επιστρέψει στις αρχές που οδήγησαν στην δημιουργία της ενοποίησης, αναγνωρίζοντας ότι η κατανόηση της πραγματικότητας είναι από μόνη της ατελής, οι εκτιμήσεις μονομερείς και οι θεσμοί ελαττωματικοί. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν πρέπει να θεωρεί ιερές αγελάδες τις καθιερωμένες συμφωνίες: πρέπει να δίνει εναλλακτικές, όταν αυτές οι συμφωνίες καταρρέουν.
Θα πρέπει να κινητοποιηθεί η σιωπηλή φιλο-ευρωπαϊκή πλειοψηφία και να συσπειρωθεί πίσω από την άποψη ότι, όταν το status quo σταματήσει να ισχύει, θα πρέπει να αναζητηθεί μια ευρωπαϊκή λύση και όχι εθνικές λύσεις. Οι «Αληθινοί Ευρωπαίοι» θα πρέπει να εμφανιστούν και να καταθέσουν ότι είναι περισσότεροι από τους Αληθινούς Φιλανδούς και τους υπολοίπους αντι-ευρωπαϊστές στην Γερμανία και όχι μόνο.
Η ευρωπαϊκή ελίτ θα πρέπει να επιστρέψει στις αρχές που οδήγησαν στην δημιουργία της ενοποίησης, αναγνωρίζοντας ότι η κατανόηση της πραγματικότητας είναι από μόνη της ατελής, οι εκτιμήσεις μονομερείς και οι θεσμοί ελαττωματικοί. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν πρέπει να θεωρεί ιερές αγελάδες τις καθιερωμένες συμφωνίες: πρέπει να δίνει εναλλακτικές, όταν αυτές οι συμφωνίες καταρρέουν.
Θα πρέπει να κινητοποιηθεί η σιωπηλή φιλο-ευρωπαϊκή πλειοψηφία και να συσπειρωθεί πίσω από την άποψη ότι, όταν το status quo σταματήσει να ισχύει, θα πρέπει να αναζητηθεί μια ευρωπαϊκή λύση και όχι εθνικές λύσεις. Οι «Αληθινοί Ευρωπαίοι» θα πρέπει να εμφανιστούν και να καταθέσουν ότι είναι περισσότεροι από τους Αληθινούς Φιλανδούς και τους υπολοίπους αντι-ευρωπαϊστές στην Γερμανία και όχι μόνο.