Το κάποτε... «αδιανόητο» σενάριο
χρεοκοπίας των ΗΠΑ αποτελεί σήμερα υπαρκτό κίνδυνο. Συγκεντρώνει βέβαια
μικρές πιθανότητες...
όπως εκτιμά σε έκθεσή της η Citi, ωστόσο δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Ακόμη και μια «τεχνική» χρεοκοπία των ΗΠΑ είναι ικανή να προκαλέσει ισχυρές παγκόσμιες αναταράξεις, με συνέπεια μία γενικευμένη άνοδο του κόστους δανεισμού διεθνώς τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, μία γενικευμένη πτώση τιμών σε αγορές και επενδύσεις και, ασφαλώς, με «βαρύ» κόστος για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Ωστόσο, πέραν του ζητήματος του ορίου χρέους, ως μεγάλο διακύβευμα εμφανίζεται σήμερα για τις ΗΠΑ η διατήρηση της κορυφαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης ‘AAA’. Μία αξιολόγηση που κινδυνεύει όσο ποτέ καθώς, ανεξάρτητα από το τί θα συμβεί με το όριο χρέους, αυτό που χρειάζονται οι ΗΠΑ είναι μία ευρείας έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή, προκειμένου το χρέος τους να επανέλθει σε πιο βιώσιμη τροχιά.
Σήμερα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ βρίσκεται στο 91,6%, σύμφωνα με τη Citi. Το 2012 θα έχει ξεπεράσει το 100%.
Επίσης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες των ΗΠΑ για το 2010, 2011 και 2012 ξεπερνούν συνολικά το 25% του αμερικανικού ΑΕΠ και είναι οι δεύτερες υψηλότερες παγκοσμίως μετά της Ιαπωνίας, ενώ ακολουθούν Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Γαλλία, Ισπανία και Ιρλανδία.
Την ίδια στιγμή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τοποθετεί το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα χρειαστούν οι ΗΠΑ στο 11,3% του αμερικανικού ΑΕΠ, για το διάστημα 2010-2020, προκειμένου ο λόγος χρέους/ ΑΕΠ να υποχωρήσει σταδιακά έως το 2030 στο 60%. Εφάμιλλη δηλαδή σε μέγεθος με της Ελλάδας (10,5%) ή της Ιρλανδίας (12,4%).
Εάν δε, ληφθούν υπόψη και οι ανάγκες αυξημένων δαπανών λόγω γήρανσης του πληθυσμού, τότε συνολικά στο διάστημα 2010-2030 οι ΗΠΑ θα πρέπει να πετύχουν δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 17,5% του ΑΕΠ…
Με βάση τα παραπάνω, η Citi σχολιάζει ότι οι συνέπειες από την απώλεια της αξιολόγησης ‘ΑΑΑ’, αν και σαφώς ηπιότερες έναντι του ενδεχομένου χρεοκοπίας, θα είναι εξαιρετικά σοβαρές. Άμεσες συνέπειες θα είναι οι υποχρεωτικές πωλήσεις τίτλων (πιθανότατα μικρές) από επενδυτές που υποχρεώνονται να επενδύουν μόνο σε τίτλους της κορυφαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης. Αλλά και η αυτόματη υποβάθμιση όλων των κατηγοριών επενδύσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ.
Έμμεσες συνέπειες θα είναι η αύξηση του κόστους δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού στις ΗΠΑ, η γενικευμένη ενίσχυση της αποστροφής ανάληψης ρίσκου αλλά και η ενίσχυση των αμφιβολιών αφενός για το ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, αφετέρου για το ρόλο των αμερικανικών ομολόγων ως διεθνούς επένδυσης μηδενικού ρίσκου.
Σύμφωνα με τη Citi, ο υπολογισμούς του κόστους από μία υποβάθμιση της αξιολόγησης των ΗΠΑ ενέχει μεγάλες αβεβαιότητες. Στην έκθεσή της ωστόσο αναφέρει ότι, σύμφωνα με την S&P, η υποβάθμιση των ΗΠΑ κατά μία ή δύο βαθμίδες θα μπορούσε να κοστίσει στους κατόχους αμερικανικών ομολόγων από 50 έως 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τις ΗΠΑ, θα σήμαινε επιβάρυνση κατά 2,3-3,8 δισεκατομμύρια δολάρια για κάθε τρισεκατομμύριο ομοσπονδιακού ελλείμματος, λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού.
«Είναι δύσκολο να διακρίνουμε πώς οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες δημοσιονομικές προκλήσεις, χωρίς παράλληλα να βιώσουν μία κρίση χρέους και δολαρίου ή χωρίς να αντιμετωπίσουν ύφεση λόγω της σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής... ή και τα δύο» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές της Citi.
όπως εκτιμά σε έκθεσή της η Citi, ωστόσο δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Ακόμη και μια «τεχνική» χρεοκοπία των ΗΠΑ είναι ικανή να προκαλέσει ισχυρές παγκόσμιες αναταράξεις, με συνέπεια μία γενικευμένη άνοδο του κόστους δανεισμού διεθνώς τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, μία γενικευμένη πτώση τιμών σε αγορές και επενδύσεις και, ασφαλώς, με «βαρύ» κόστος για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Ωστόσο, πέραν του ζητήματος του ορίου χρέους, ως μεγάλο διακύβευμα εμφανίζεται σήμερα για τις ΗΠΑ η διατήρηση της κορυφαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης ‘AAA’. Μία αξιολόγηση που κινδυνεύει όσο ποτέ καθώς, ανεξάρτητα από το τί θα συμβεί με το όριο χρέους, αυτό που χρειάζονται οι ΗΠΑ είναι μία ευρείας έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή, προκειμένου το χρέος τους να επανέλθει σε πιο βιώσιμη τροχιά.
Σήμερα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ΗΠΑ βρίσκεται στο 91,6%, σύμφωνα με τη Citi. Το 2012 θα έχει ξεπεράσει το 100%.
Επίσης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες των ΗΠΑ για το 2010, 2011 και 2012 ξεπερνούν συνολικά το 25% του αμερικανικού ΑΕΠ και είναι οι δεύτερες υψηλότερες παγκοσμίως μετά της Ιαπωνίας, ενώ ακολουθούν Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Γαλλία, Ισπανία και Ιρλανδία.
Την ίδια στιγμή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τοποθετεί το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα χρειαστούν οι ΗΠΑ στο 11,3% του αμερικανικού ΑΕΠ, για το διάστημα 2010-2020, προκειμένου ο λόγος χρέους/ ΑΕΠ να υποχωρήσει σταδιακά έως το 2030 στο 60%. Εφάμιλλη δηλαδή σε μέγεθος με της Ελλάδας (10,5%) ή της Ιρλανδίας (12,4%).
Εάν δε, ληφθούν υπόψη και οι ανάγκες αυξημένων δαπανών λόγω γήρανσης του πληθυσμού, τότε συνολικά στο διάστημα 2010-2030 οι ΗΠΑ θα πρέπει να πετύχουν δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 17,5% του ΑΕΠ…
Με βάση τα παραπάνω, η Citi σχολιάζει ότι οι συνέπειες από την απώλεια της αξιολόγησης ‘ΑΑΑ’, αν και σαφώς ηπιότερες έναντι του ενδεχομένου χρεοκοπίας, θα είναι εξαιρετικά σοβαρές. Άμεσες συνέπειες θα είναι οι υποχρεωτικές πωλήσεις τίτλων (πιθανότατα μικρές) από επενδυτές που υποχρεώνονται να επενδύουν μόνο σε τίτλους της κορυφαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης. Αλλά και η αυτόματη υποβάθμιση όλων των κατηγοριών επενδύσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ.
Έμμεσες συνέπειες θα είναι η αύξηση του κόστους δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού στις ΗΠΑ, η γενικευμένη ενίσχυση της αποστροφής ανάληψης ρίσκου αλλά και η ενίσχυση των αμφιβολιών αφενός για το ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, αφετέρου για το ρόλο των αμερικανικών ομολόγων ως διεθνούς επένδυσης μηδενικού ρίσκου.
Σύμφωνα με τη Citi, ο υπολογισμούς του κόστους από μία υποβάθμιση της αξιολόγησης των ΗΠΑ ενέχει μεγάλες αβεβαιότητες. Στην έκθεσή της ωστόσο αναφέρει ότι, σύμφωνα με την S&P, η υποβάθμιση των ΗΠΑ κατά μία ή δύο βαθμίδες θα μπορούσε να κοστίσει στους κατόχους αμερικανικών ομολόγων από 50 έως 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Για τις ΗΠΑ, θα σήμαινε επιβάρυνση κατά 2,3-3,8 δισεκατομμύρια δολάρια για κάθε τρισεκατομμύριο ομοσπονδιακού ελλείμματος, λόγω της αύξησης του κόστους δανεισμού.
«Είναι δύσκολο να διακρίνουμε πώς οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τις αναπόφευκτες δημοσιονομικές προκλήσεις, χωρίς παράλληλα να βιώσουν μία κρίση χρέους και δολαρίου ή χωρίς να αντιμετωπίσουν ύφεση λόγω της σημαντικής δημοσιονομικής προσαρμογής... ή και τα δύο» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές της Citi.