Το σπαράγγι, συμβάλλοντας σημαντικά τα τελευταία χρόνια στη σταδιακή αντικατάσταση συμβατικών καλλιεργειών όπως ο καπνός και ο αραβόσιτος, αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική καλλιέργεια που ανέκαθεν είχε εξαγωγικό προσανατολισμό.
Eνα προϊόν που γνωρίζει «δόξες» τα τελευταία χρόνια κερδίζοντας φανατικούς υποστηρικτές, κυρίως νέους, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία αγρότες.
Με εξασφαλισμένη, ως είθισται, την εγχώρια παραγωγή σπαραγγιών -δεδομένου ότι το 90% της παραγόμενης εν Ελλάδι ποσότητας εξάγεται προς τις αγορές του εξωτερικού και ειδικότερα της Γερμανίας- η καλλιέργεια αυτή προσφέρει σταθερό εισόδημα.
Το σπαράγγι ως καλλιέργεια ξεκίνησε στη χώρα μας το 1961, εντούτοις συγκεντρώνει το... ενδιαφέρον των καλλιεργητών από τη δεκαετία του ’80. Αποτελεί δυναμική καλλιέργεια, ο κύριος όγκος παραγωγής (περίπου το 95%) βρίσκεται στη Μακεδονία και τη Θράκη και αφορά μόνο το λευκό σπαράγγι. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας, το 2008 η καλλιεργούμενη έκταση έφτασε τα 42.420 στρέμματα και η παραγωγή τους 18.328 τόνους. Το σύνολο σχεδόν της παραγωγής εξάγεται στις ευρωπαϊκές αγορές, με κυριότερη τη γερμανική, όπου το ελληνικό σπαράγγι αντιπροσωπεύει το 52% της συνολικής εισαγομένης ποσότητας στη χώρα αυτή. Η συνολική αξία των εξαγόμενων ποσοτήτων ανήλθε στα 49,4 εκατ. ευρώ.
Μπορεί βέβαια τα επόμενα χρόνια οι καλλιεργητές σπαραγγιών να λέγεται ότι εύλογα θα αισθανθούν την πίεση του ανταγωνισμού από χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία που αυξάνουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις τους, καλύπτοντας μέρος των ελληνικών εξαγωγών, ωστόσο το στοιχείο που συνεχίζει να προσδίδει μεγάλες προοπτικές έχει να κάνει με την εγχώρια αγορά, που εμφανίζει τεράστια περιθώρια ανάπτυξης.
Το σπαράγγι είναι φυτό πολυετές, το οποίο καλλιεργείται για τους εδώδιμους βλαστούς του, που συγκομίζονται πράσινοι ή λευκοί. Η παραγωγή λευκών βλαστών σπαραγγιού επιτυγχάνεται με την κατασκευή «σαμαριών» (αναχωμάτων) πάνω από τη γραμμή φύτευσης των φυτών, 1-2 μήνες πριν από την έναρξη της συγκομιδής τους (Ιανουάριο-Φεβρουάριο). Οι βλαστοί αναπτύσσονται μέσα στο ανάχωμα, προστατευμένοι από το φως και συγκομίζονται μόλις η κορυφή τους εμφανισθεί στην επιφάνεια του αναχώματος. Η διάρκεια της περιόδου συγκομιδής είναι συνήθως 60-70 ημέρες κάθε έτος και στη συνέχεια τα «σαμάρια» καταστρέφονται και οι εκπτυσσόμενοι βλαστοί σχηματίζουν τη βλάστηση. Για την παραγωγή πράσινων βλαστών δεν κατασκευάζονται «σαμάρια», οι βλαστοί αναπτύσσονται σε περιβάλλον με φως και έτσι έχουν πράσινο χρώμα.
Το σπαράγγι είναι απαιτητικό κηπευτικό ως προς το είδος του εδάφους όπου θα εγκατασταθεί. Προτιμά τα εδάφη που δέχονται έντονη ηλιοφάνεια, είναι βαθιά, καλά στραγγιζόμενα, αμμώδη ή ελαφριάς σύστασης. Στα ελαφρά (αμμώδη) εδάφη οι βλαστοί αναπτύσσονται ανεμπόδιστα, ταχύτερα και πιο εύκολα με αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερη σε σχέση με τα βαριά εδάφη. Η φύτευση των ριζωμάτων σε βάθος μεγαλύτερο των 30 cm έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μικρότερου αριθμού βλαστών, μεγαλύτερου όμως πάχους.
Στη χώρα μας παράγεται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα λευκό σπαράγγι (95%) και σε ελάχιστες ποσότητες πράσινο.
Τα σπαράγγια αποτελούν πηγή πλούσια σε μείγμα αντιοξειδωτικών και διάφορων άλλων φαινολών. Μεταξύ 23 κοινών λαχανικών που καταναλώνονται, το σπαράγγι έχει αναφερθεί ότι είναι το πλουσιότερο σε αντιοξειδωτικά, ενώ το κύριο συστατικό που είναι υπεύθυνο για την υψηλή βιοενέργεια του σπαραγγιού είναι οι φαινόλες. Το σπαράγγι είναι μια καλή πηγή βιταμίνης Α και C και μεταλλικών στοιχειών.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Καλλιεργείται κυρίως σε Μακεδονία και Θράκη
Το ελληνικό σπαράγγι παράγεται από δεκάδες ομάδες παραγωγών και αγροτικούς συλλόγους στον Εβρο, στα Γιαννιτσά, στην Καβάλα, την Αιτωλοακαρνανία και την Ξάνθη, μεταξύ των οποίων και ο αγροτικός συνεταιρισμός κοινής γεωργικής εκμετάλλευσης Τυχερού Εβρου, που ιδρύθηκε το 1991 από παραγωγούς της περιοχής.
Με σκοπό την καλλιέργεια, τυποποίηση και εξαγωγή νωπού σπαραγγιού, η ομάδα παραγωγών Τυχερού που αποτελείται από 23 μέλη, εξάγει το 100% της παραγωγής της στη Γερμανία. Η Ομάδα Παραγωγών Τυχερού σήμερα λειτουργεί υπό κοινή διαχείριση ως προς:
• την υποδομή (διαλογητήριο, ψυκτικοί θάλαμοι, κονσερβοποιείο, Γραφεία και Μηχανογράφηση)
• τον κοινό εξοπλισμό για την καλλιέργεια,
• τις κοινές υπηρεσίες ως προς την τεχνική στήριξη στην καλλιέργεια, σε όλα τα στάδια παραγωγής και τυποποίησης,
• την κοινή εξαγωγή για το σύνολο της παραγωγής (το 100% της παραγωγής διατίθεται στη Γερμανία).
Οι τεχνικές καλλιέργειας και οι αποδόσεις της φυτείας
Το κόστος προετοιμασίας και εγκαταστάσεων για την καλλιέργεια σπαραγγιών μπορεί να είναι υψηλό, ωστόσο το εισόδημα που μπορούν να πετύχουν οι παραγωγοί σύμφωνα με τις στρεμματικές αποδόσεις μιας φυτείας με σπαράγγια φθάνει και ξεπερνά τα 2.500 ευρώ.
Συγκεκριμένα, η καλλιέργεια του σπαραγγιού και ιδιαίτερα του λευκού, έχει υψηλό κόστος, κυρίως λόγω της ανάγκης χρήσης των πλαστικών κάλυψης για την πρωίμηση της παραγωγής, της ανάγκης για καθημερινή συλλογή, της υψηλής τιμής του πολλαπλασιαστικού υλικού, αλλά και των ειδικών καλλιεργητικών χειρισμών που απαιτεί. Ωστόσο, η καλλιέργεια αυτή φτάνει να αποδίδει ανά στρέμμα 1.000 – 1.300 κιλά, προς 2 έως 2,3 ευρώ το κιλό για την κατηγορία ποιότητας 22+ και 1 έως 1,5 ευρώ για την κατηγορία ποιότητας κορυφής.
Βέβαια, η τιμή πώλησης του σπαραγγιού στις αγορές του εξωτερικού εξαρτάται από την ποιότητα του προϊόντος και την εποχή διάθεσής του.
Η παραγωγή λευκών σπαραγγιών επιτυγχάνεται με την κατασκευή «σαμαριών» (αναχωμάτων), πριν την περίοδο της συγκομιδής, περίπου στα μέσα Ιανουαρίου με μέσα Φεβρουαρίου, αρχίζοντας από το δεύτερο έτος από τη φύτευση, και για όλη τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου.
Οι εμπορεύσιμοι βλαστοί συλλέγονται πριν εξέλθουν από το έδαφος. Από το κόστος της καλλιέργειας, το 75% είναι για την παραγωγή και το 25% για την εμπορία. Η συλλογή αρχίζει από το 1ο – 3ο έτος μετά την εγκατάσταση των ριζωμάτων στον αγρό, ενώ αξιόλογη συγκομιδή σημειώνεται από το 5ο έτος και μετά, μέχρι το 10ο έτος. Η έναρξη της συλλογής στην Ελλάδα γίνεται από νωρίς τον μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, δηλαδή αρκετά πρώιμα ώστε να επιτυγχάνονται υψηλές τιμές στις διεθνείς αγορές.
Θερμοκρασία
Η απόδοση του σπαραγγιού στα εύκρατα κλίματα την άνοιξη διαφοροποιείται ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας κατά την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο καθώς και κατά τη διάρκεια της τρέχουσας συγκομιδής. Ο βαθμός στον οποίο είναι «ισορροπημένο» το καλοκαίρι ως προς τους δύο αυτούς περιβαλλοντικούς παράγοντες επηρεάζει τον αριθμό και τη διάμετρο βλαστών που θα παραχθούν την άνοιξη.
Οι ανάγκες της καλλιέργειας σπαραγγιού σε νερό σχετίζονται με την εποχή και την ποσότητα της βλάστησης.
Η άρδευση κατά την περίοδο του σχηματισμού της βλάστησης αυξάνει την απόδοση σε εδώδιμους βλαστούς, κατά την επόμενη χρονιά, αυξάνοντας και τον αριθμό και τη διάμετρό τους.
H αύξηση της απόδοσης προκύπτει από την αύξηση της φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών, που οδηγεί στην αποθήκευση μεγαλύτερων ποσοτήτων υδατανθράκων στο ρίζωμα των φυτών, από τους οφθαλμούς του οποίου συγκομίζονται οι εδώδιμοι βλαστοί την επόμενη άνοιξη.
Αντίθετα, η άρδευση κατά τη διάρκεια της περιόδου συγκομιδής μειώνει την απόδοση, πιθανότατα λόγω μείωσης της θερμοκρασίας του εδάφους.
Η μορφή και το σχήμα του βλαστού καθορίζουν την ποιότητα
Η κατάταξη των βλαστών σπαραγγιού σε κατηγορίες ποιότητας γίνεται με βάση διάφορα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εμφάνιση των βλαστών (π.χ. σχήμα, μορφή, μήκος και διάμετρος βλαστών, σχήμα, μορφή και χρώμα κορυφής κ.ά.).
H μορφή και το σχήμα των βλαστών και των κορυφών είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται ως κριτήριο ποιότητας του λευκού σπαραγγιού μαζί με το μήκος και τη διάμετρο των βλαστών, την υφή (σκληρότητα, τρυφερότητα) και την υγιεινή κατάσταση (συμπτώματα ασθενειών ή εντομολογικών προσβολών).
H εμφάνιση ολόκληρων των βλαστών καθώς και των κορυφών είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που χρησιμοποιείται ως αρχικό κριτήριο για την ποιότητα του λευκού σπαραγγιού σε όλη την αλυσίδα της διάθεσης.
Το χρώμα όμως της άκρης (κορυφής) είναι η βάση της ταξινόμησης των λευκών σπαραγγιών σε εμπορικές κατηγορίες, ενώ βλαστοί με πορφυρό χρώμα (βιολέ) στην κορυφή τους εκτιμούνται με υποβάθμιση της ποιότητάς τους. Η βιολέ απόχρωση της κορυφής των βλαστών οφείλεται στη σύνθεση ανθοκυανών στον επιδερμικό ιστό.
Η υφή είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στον καθορισμό της ποιότητας, που γίνεται αντιληπτή από τον καταναλωτή αφού αγοράσει και καταναλώσει το προϊόν και καθορίζεται από την περιεκτικότητα των βλαστών σε ίνες.
Η απόδοση, η πρωιμότητα και η ποιότητα του σπαραγγιού επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όπως οι εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι καλλιεργητικές φροντίδες, ο γενότυπος κ.ά.
Η θερμοκρασία σε όλη τη διάρκεια του έτους ασκεί καθοριστική επίδραση στα διάφορα στάδια αύξησης και ανάπτυξης των βλαστών και της βλάστησης και καθορίζει τόσο την πρώιμη, όσο και τη συνολική παραγωγή. Επιπλέον, η θερμοκρασία ασκεί σημαντική επίδραση στην ποιότητα των βλαστών.
Βλαστοί που αναπτύσσονται σε υψηλές θερμοκρασίες είναι πιο τρυφεροί και έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε ίνες. Ωστόσο, εάν κατά τη διάρκεια της συγκομιδής επικρατήσουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, παρατηρείται άνοιγμα τις κορυφής, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η ποιότητα και οι βλαστοί να καθίστανται μη εμπορεύσιμοι. Γενικά η σταθερή θερμοκρασία των 28οC εμφανίζεται ως η πιο ευνοϊκή θερμοκρασία για το σπαράγγι όσον αφορά ανάπτυξη βλαστών για όλες τις ποικιλίες, γιατί σε αυτή τη θερμοκρασία τα φυτά του σπαραγγιού παράγουν τη μέγιστη απόδοση και μέγεθος βλαστών
http://www.glyfadaaction.gr/