Ίσως να μην είναι ευρέως γνωστό, αλλά στην Ελλάδα το Υπουργείο Παιδείας, από τα χρήματα των φορολογουμένων, δαπανά περίπου 4.000 ευρώ ανά μαθητή κάθε έτος. Αντίθετα, όλοι οι γονείς μαθητών ή φοιτητών γνωρίζουν πολύ καλά, ποιος είναι ο τρόπος που διοχετεύονται, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, στο Εκπαιδευτικό Σύστημα τα χρήματα αυτά: στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό που ξέρουμε ότι είναι καθοριστικά για τα πρώτα βήματα του παιδιού, οι γονείς δεν έχουν καμία δυνατότητα επιλογής ή ουσιαστικής παρέμβασης.
Στο γυμνάσιο-λύκειο ζουν με το άγχος των καταλήψεων και των «κενών» ωρών οι οποίες νεκρώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία και απαγορεύουν σε όσους μαθητές θέλουν, να κάνουν μάθημα.
Στο Πανεπιστήμιο πάλι τρέμουν πότε οι κομματικοί στρατοί ή η μειοψηφική συντεχνία των καθηγητών, θα απεργήσουν και θα καταλάβουν τα κτήρια, τινάζοντας στον αέρα τη ζωή και τα σχέδια των παιδιών αλλά και τον οικογενειακό προγραμματισμό και προϋπολογισμό.
Με την επικράτηση των συντηρητικών απόψεων συγκεκριμένων πολιτικών-συνδικαλιστικών ομάδων διαφαίνεται μια γενικευμένη ισοπέδωση σε όλους τους τομείς: πανομοιότυπα προγράμματα, πανομοιότυπα σχολικά εγχειρίδια (η καθυστέρηση των βιβλίων φέτος αποτελεί ακόμα ένα δείγμα γραφής του κεντρικού σχεδιασμού), ομοιόμορφα σχολικά κτήρια, όμοιοι μισθοί, ανύπαρκτες εναλλακτικές επιλογές. Όποιος εκπαιδευτικός είναι ικανός και εργατικός, δεν αμείβεται περισσότερο. Όποιος γονέας είναι άτυχος, ώστε το παιδί του να φοιτά σε τάξη με ανεπαρκή εκπαιδευτικό, δεν μπορεί να αντιδράσει. Η μονιμότητα και ο ωχαδερφισμός καταστρέφουν το πνεύμα, το ταλέντο, τις προοπτικές. Έτσι, οι καλοί εκπαιδευτικοί χάνουν τη διάθεση να προσφέρουν κι εντάσσονται σε αυτούς που λειτουργούν ελάχιστα, επιφανειακά και αρνητικά. Τα καλά σχολεία περιορίζονται, σε όλα τα επίπεδα, από το γραφειοκρατικό εναγκαλισμό της κεντρικής διοίκησης, της εξουσίας και των εκπαιδευτικών συντεχνιών κάθε απόχρωσης.
Τα αποτελέσματα της ισοπέδωσης τα βλέπουν όλοι, αλλά γρήγορα τα ξεχνούν: Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση PISA (Programme for International Student Assessment) του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, η βαθμολογία των Ελλήνων μαθητών στην Ανάγνωση και Κατανόηση Κειμένου είναι 483 (με μέσο όρο των 65 χωρών τους 493 βαθμούς), στις Επιστήμες 470 (μ.ο. 501) και στα Μαθηματικά 466 (μ.ο. 496).
Λύσεις υπάρχουν. Άνθρωποι με θέληση, γνώση και ικανότητες υπάρχουν. Υποδομές μπορούν να γίνουν. Τι μας λείπει λοιπόν κι εξακολουθούμε να είμαστε σ’ αυτό το επίπεδο;Αυτό αναζητούμε σε αυτό το άρθρο και όλοι μπορούν να συμβάλουν στη λύση του προβλήματος.
Στο πλαίσιο των συνθηκών που επικράτησαν μετά τη δεκαετία του ’80 και των ραγδαίων κοινωνικο-οικονομικών-πολιτικών μεταβολών που αποδίδονται με τον όρο «παγκοσμιοποίηση», στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών της Ε.Ε. εμφανίστηκαν ποικίλες μεταρρυθμιστικές τάσεις, πολλές από τις οποίες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης. Τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αρχές στις οποίες βασίστηκαν οι μεταρρυθμιστικές τάσεις που επικράτησαν θα μπορούσαμε να τις συνοψίσουμε ως εξής (Eyridice, 2000) :
α) Μεταφορά της έμφασης στην αποτελεσματικότητα και στην αποδοτικότητα.
β) Εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης επιλογής.
γ) Διαχωρισμός της χρηματοδότησης από την παραγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών – δημιουργία «κράτους στρατηγείου» που λαμβάνει επιτελικές αποφάσεις αλλά δεν παρεμβαίνει.
δ) Μεταφορά της δύναμης από τους παραγωγούς ή παρόχους στους πελάτες ή αποδέκτες της δημόσιας εκπαίδευσης, δηλαδή στους εκπαιδευτικούς, στους γονείς, στους ψηφοφόρους, στους μαθητές, στους εκπρόσωπους της τοπικής κοινωνίας.
Τα κουπόνια εκπαίδευσης (vouchers), η ιδέα για ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους γονείς και τους μαθητές με ανάλογη χρηματοδότηση του σχολείου από το Κράτος, είναι μια πρόταση που αρχίζει δειλά δειλά να ριζώνει στον διάλογο για την Παιδεία στην Ελλάδα. Η ιδέα της εφαρμογής τους είναι απλή και προς όφελος όλων: αντί να δίνει το Κράτος κεντρικά και ισοπεδωτικά τα χρήματα στο Εκπαιδευτικό Σύστημα, τα διανέμει σε μορφή Κουπονιών Εκπαίδευσης (πχ. όπως αναφέρθηκε το ετήσιο ποσό ανέρχεται σε περίπου 4.οοο ευρώ στη χώρα μας) σε κάθε μαθητή και στη συνέχεια η οικογένειά του τα διαθέτει σε όποιο σχολείο θεωρεί καλύτερο. Έτσι, κάθε οικογένεια επιλέγει ελεύθερα σχολείο (δημόσιο ή ιδιωτικό), χωρίς να δεσμεύεται από το πού μένει ή από την οικονομική της δυνατότητα. Με αυτό τον τρόπο κάθε σχολείο προσελκύει μαθητές ανάλογα με την ποιότητα των σπουδών που προσφέρει και το προσωπικό του αναβαθμίζεται μισθολογικά. Τα καλά σχολεία απορροφούν τους καλούς δασκάλους και αυτοί επιβραβεύονται. Έτσι, ενισχύεται η άμιλλα μεταξύ των σχολείων προς όφελος των μαθητών.
Τρία είναι τα κύρια επιχειρήματα που εκτοξεύονται εναντίον του συστήματος των κουπονιών:
1) Θα καταργηθεί η Δωρεάν Παιδεία.
2) Θα κλείσουν δημόσια σχολεία που δε θα προτιμώνται από τους μαθητές και τους γονείς και οι εκπαιδευτικοί τους θα βρεθούν χωρίς δουλειά.
3) Πολλά παιδιά που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές θα βρεθούν χωρίς σχολείο μια και δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμο να ιδρυθεί ένα σχολείο για τρείς ή τέσσερις μαθητές.
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, ο ισχυρισμός περί δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης είναι διπλά ψευδής και παραπλανητικός:
Είναι ψευδής και παραπλανητικός, γιατί όπως τίποτα στη ζωή δεν είναι δωρεάν, έτσι και η εκπαίδευση απορροφά σημαντικό μερίδιο του κρατικού προϋπολογισμού, με άλλα λόγια η "δωρεάν" δημόσια εκπαίδευση είναι δωρεάν μόνο για τα παιδιά των φοροφυγάδων και όχι για αυτούς που συνεισφέρουν μέσω της φορολογίας στον κρατικό προϋπολογισμό.
Είναι ψευδής και παραπλανητικός, γιατί δεν είναι ούτε δημόσια, καθώς μόνο τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά γονέων φοιτούν σε χαμηλότερης ποιότητας εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, ενώ τα παιδιά των περισσότερο εύπορων μπορούν να πάνε στο ιδιωτικό σχολείο ή πανεπιστήμιο της επιλογής τους.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, κανένα κτήριο και κανένας εκπαιδευτικός δεν πρόκειται να «χαθούν». Απλά, θα απορροφηθούν από την ανάπτυξη των ποιοτικών σχολείων τα οποία θα επιβραβεύουν οι γονείς με την προτίμησή τους.
Οι εκπαιδευτικοί, για να μη «μένουν πίσω», θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν καινοτομίες, να ψάχνουν τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους, να πείθουν με τα επιτεύγματά τους, να εργάζονται δηλ. σαν κανονικοί επαγγελματίες και σαν κανονικοί άνθρωποι και όχι σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Έτσι, η καθημερινότητα στο χώρο εργασίας των εκπαιδευτικών θα αποκτήσει άλλο ενδιαφέρον, αφού θα βιώνουν την επαγγελματική τους ζωή σαν μία συνεχή διαδικασία μάθησης και αυτοβελτίωσης.
Οι γονείς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα το σχολείο των παιδιών τους χωρίς να δεσμεύονται από τη μία και μόνη δυνατότητα που τους παρέχει το κράτος.Οι διαθέσιμοι πόροι για την εκπαίδευση θα διαχειρίζονται καλύτερα, αφού θα εξαρτώνται πλέον από την αποδοτικότητα των ίδιων των σχολείων και θα σχετίζονται με τη δυνατότητα των γονέων να χρηματοδοτούν τις επιλογές τους. Θα αναβαθμιστεί ο ρόλος όλων των κοινωνικών εταίρων, αφού θα συνδέεται με την ενίσχυση της ανάγκης για απόδοση λόγου από τα διοικητικά στελέχη προς την κοινωνία. Θα έχουμε μία χειροπιαστή άμεση εκπαιδευτική δημοκρατία.
Ακόμα και αν παρουσιαστούν παρενέργειες στην αρχική εφαρμογή, το σύστημα θα είναι πολύ καλύτερο από το σημερινό όπου οι μαθητές και οι (φορολογούμενοι) γονείς τους ζουν με το μόνιμο άγχος σε τι σχολείο, σε τι δάσκαλο, ή σε τι καθηγητή «θα πέσουν».
Για το τρίτο επιχείρημα, οι υποστηρικτές του συστήματος κουπονιών απαντούν, κάπως διστακτικά, ότι παιδιά που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, θα μπορούσαν να έχουν μια πιο υψηλή επιδότηση, το κουπόνι τους δηλαδή να αντιστοιχεί σε 5.000 ή 6.000 ευρώ ανά έτος αντί των 4.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε κάθε μαθητή και φοιτητή σήμερα και θα ήταν η πιθανή αξία ενός κουπονιού.
Χρειάζεται όμως; Καταρχήν ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις και γραφειοκρατία. Ποιες περιοχές θεωρούνται απομακρυσμένες; Γιατί να μην έχει ένα παιδί που ζει σε υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων ανάλογη μεταχείριση; κοκ.
Οι νέες μέθοδοι που έφερε στο προσκήνιο το κίνημα της Νέας Αγωγής πριν από μερικές δεκαετίες απέρριψαν τη μηχανοποίηση της εκπαίδευσης και έδωσαν νέο περιεχόμενο στις πορείες και στις μορφές διδασκαλίας εμπλουτίζοντάς τες με νέες έννοιες. Ειδικότερα, το κίνημα του Αντιαυταρχικού Σχολείου ή Ανοιχτού Σχολείου επιχείρησε να εξασφαλίσει στο μαθητή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του προγράμματος φοίτησης, των στόχων και των διαδικασιών που θα τον οδηγήσουν στην αυτοπραγμάτωσή του. Γι’ αυτό και το Ανοιχτό Σχολείο κάνει λόγο για αυτορρυθμιζόμενο και αυτοπραγματούμενο μαθητή και συχνά για αυτοκαταργούμενο δάσκαλο !
Οι δεξιότητες που απαιτούνται όμως για τη νέα αυτή προσέγγιση της μάθησης δεν αποκτώνται με την παθητική ακρόαση, την απομνημόνευση και την επανάληψη, αλλά με δραστηριότητες που βασίζονται στη μαθητική αυτενέργεια. Φτάσαμε έτσι, σήμερα, στην έννοια της ομαδοκεντρικής ή ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας η οποία χρησιμοποιεί τη συνεργασία των μαθητών για τη διερεύνηση του διδακτικού αντικειμένου. Αυτό επιτυγχάνεται με μεθόδους που είναι στο σύνολό τους επαγωγικές, ενθαρρύνουν δηλαδή την ανακαλυπτική μάθηση και ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την πειραματική μέθοδο, την επίλυση προβλημάτων, την έρευνα πεδίου, τη μέθοδο Project, τη βιωματική μέθοδο, το θεατρικό παιχνίδι.
Η εργασία του Ινδού ερευνητή Σουγκάτα Μίτρα σε αυτό το πεδίο και σε περιοχές φτωχότερες και πιο απομακρυσμένες από την ελληνική άγονη γραμμή έχει ανοίξει πραγματικά νέους ορίζοντες: Μελετώντας τη σχέση ανάμεσα στην απόσταση και στην ποιότητα της εκπαίδευσης στην Ινδία, ο κ. Μίτρα ανακάλυψε ότι όσο πιο απομακρυσμένο ήταν ένα σχολείο τόσο χειρότερα ήταν τα αποτελέσματά του. Επίσης, η κακή ποιότητα δε συσχετιζόταν με την υποδομή, ούτε με το επίπεδο φτώχειας, ούτε με την έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος. Ανακάλυψε ακόμη, ότι το 69% των δασκάλων στα σχολεία αυτά, επιθυμούσαν να μετακομίσουν σε αστικό κέντρο. Ήταν φανερό ότι τα αντικίνητρα των δασκάλων συσχετίζονταν άμεσα με τις χαμηλές επιδόσεις των σχολείων αυτών. Προτείνει έτσι, αντί να παρέχουμε την πρωτοποριακή τεχνολογία μόνο στα Πειραματικά αστικά σχολεία, να την εισάγουμε στις απομακρυσμένες περιοχές διότι η συγκριτική διαφορά που επιφέρει θα ήταν σε εκείνες τις περιοχές πολύ πιο χρήσιμη.
Ας μεταφέρουμε την παραπάνω έρευνα στα ελληνικά δεδομένα και ας πάρουμε το παράδειγμα ενός νησιού άγονης γραμμής που έχει τέσσερα παιδάκια, ηλικίας 6, 9, 10 και 13 ετών. Με το σύστημα των κουπονιών τα τέσσερα παιδάκια έχουν συνολικά κουπόνια αξίας 16.000 ευρώ.
Με τους μισθούς των εκπαιδευτικών εκεί που έχουν καταπέσει, πιστεύει κανείς ότι δε θα υπάρξει ένας έξυπνος και εργατικός καθηγητής ή δάσκαλος που θα αναλάβει την μόρφωση αυτών των παιδιών; Δε θα υπήρχε ένας δάσκαλος που θα μπορούσε να ταξιδεύει κάθε μήνα, για μια εβδομάδα στο συγκεκριμένο νησάκι ώστε να καλύπτει την ύλη; Υπάρχει καμία αμφιβολία για το αν η επαφή που θα ανέπτυσσε ο δάσκαλος αυτή την εβδομάδα με τους τέσσερις μαθητές δε θα ήταν πιο αποτελεσματική από τάξεις που μπορεί να έχουν 25 ή 30 μαθητές;
Ο δάσκαλος λοιπόν θα περνούσε την εβδομάδα στο νησί, και θα ανέθετε την ανάλογη ύλη για τρεις εβδομάδες στους μαθητές του. Επιλέγοντας την κατάλληλη ομαδοκεντρική μέθοδο θα ανέθετε στην ομάδα των τεσσάρων παιδιών, τη σχετική έρευνα με το διδακτικό τους αντικείμενο, το σχετικό Project, ή την επίλυση προβλημάτων που απαιτούνται. Άλλωστε, με τη σπειροειδή διάταξη της ύλης, κάθε μαθητής θα είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί κάθε έννοια και να καλλιεργήσει κάθε δεξιότητα πολλές φορές και σε ανώτερο επίπεδο κάθε φορά, κατακτώντας τη σταδιακά, ανάλογα με το βαθμό ετοιμότητάς του. Στους γονείς θα έδινε τις απαραίτητες οδηγίες για μαθήματα που απαιτούν πιο εξειδικευμένη δουλειά, πχ. το μάθημα της Γλώσσας. Έτσι, εμπλέκονται και οι γονείς στη μαθησιακή διαδικασία και δεν αισθάνονται το δάσκαλο ως απόμακρο δημόσιο υπάλληλο ή ως «ξένο». Αυτό θα του άφηνε τρεις εβδομάδες για να αναλάβει με τον ίδιο τρόπο πέντε ή έξι άλλους μαθητές. Ο δάσκαλος πλέον μπορεί να παίρνει 32 με 40 χιλιάδες ευρώ το χρόνο (2.600 με 3.300 ευρώ το μήνα), για να διδάσκει 8 με 10 παιδιά από την άγονη γραμμή. Πόσα αλήθεια χρήματα το χρόνο κερδίζει ο μέσος δάσκαλος και καθηγητής;
Οι δύσπιστοι μπορεί να ρωτήσουν τι γίνεται με τα άλλα μαθήματα, πχ. Μαθηματικά, Γεωγραφία, Φυσική, Χημεία.
Αν ο καθηγητής ή ο δάσκαλος χρειαστούν βοήθεια σε ένα ειδικό θέμα, πχ. Mαθηματικά ή Φυσική, θα μπορούσαν να κανονίσουν δύο ή τρεις φορές το χρόνο να «προσλάβουν» έναν καθηγητή Μαθηματικών ή Φυσικής για να συνοδεύσει το δάσκαλο στα απομακρυσμένα σημεία, ώστε τα παιδιά να λάβουν ακόμα πιο εξειδικευμένη γνώση. Και πάλι ας αναλογιστούμε πόση ύλη μπορεί να καλυφθεί με τη σωστή προετοιμασία και με μια ή δύο μέρες εντατικών μαθημάτων σε ένα αντικείμενο με μικρό αριθμό μαθητών.
Στο σημείο αυτό μπορούν να βοηθήσουν διακριτικά και το Κράτος και οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών, καθώς και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν το Κράτος με τη βοήθεια των επιχειρήσεων συνδέσει διαδικτυακά και ασύρματα ακόμα και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας, τα παιδιά θα μπορούν να επικοινωνούν με το δάσκαλο χωρίς να απαιτείται φυσική παρουσία. Η βιντεοτηλεπικοινωνία είναι όχι μόνο ευρέως διαδεδομένη, αλλά και μέσω Διαδικτύου δεν κοστίζει τίποτα.
Μόλις με 600 ευρώ (και πολλά λέμε) ο δάσκαλος μπορεί να αγοράσει εξαιρετικής δυνατότητας laptop για κάθε μαθητή του. Το ποσό αυτό δίνεται άπαξ.
Οι τοπικές κοινότητες από τη μεριά τους μπορούν να παρέχουν στέγαση. Με τόσα σπίτια εγκαταλελειμμένα, ένα σίγουρα μπορεί να φτιαχτεί για να φιλοξενεί το δάσκαλο και να του δώσει ένα ακόμα κίνητρο να πάει στην απομακρυσμένη περιοχή. Μπορούν ακόμα και να του καλύπτουν τα έξοδα σίτισης. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο άνθρωπος που μορφώνει τα παιδιά τους.
Όλα αυτά συμβάλλουν στην αυξημένη επαφή του δασκάλου με τους μαθητές αλλά και στη μείωση του κόστους διαβίωσης του δασκάλου με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα χρήματα να μένουν σε αυτόν ή αυτήν. Και όλα αυτά χωρίς να ‘πριμοδοτείται’ επιπλέον η μόρφωση αυτών των παιδιών.
Με το σύστημα των κουπονιών και την απελευθέρωση του εκπαιδευτικού συστήματος θα δημιουργηθεί μια οικονομία της εκπαίδευσης, που θα απελευθερώσει και την ίδια την έννοια του σχολείου από στερεότυπα. Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι , θα είναι ελεύθεροι να κανονίσουν το χρόνο τους ώστε να μπορούν να αναλαμβάνουν παιδιά και να προσαρμόζουν την εκπαίδευσή τους στις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσής τους.
Θα δούμε εκπαιδευτικά προγράμματα που θα μπορούν να καλύψουν την υπάρχουσα ύλη σε δύο εβδομάδες ή ακόμα και σε μία εβδομάδα αντί σε ένα μήνα και χωρίς την παραμικρή μείωση της ποιότητας στην εκπαίδευση.
Θα δούμε πειραματισμούς και καινοτομίες με τις οποίες τα εκπαιδευτικά προγράμματα θα καταρτίζονται, ώστε να γεφυρώνουν ηλικιακές διαφορές μεταξύ των μαθητών.
Αν οι εκπαιδευτικοί που αντιδρούν στα κουπόνια εκπαίδευσης πραγματικά κόπτονται για το καλό των παιδιών της επαρχίας και των απομονωμένων περιοχών, ας εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες που τους δίνονται με αυτό το σύστημα για να πάνε (με το αζημίωτο) στις περιοχές αυτές και να αφιερώσουν το χρόνο τους στη μόρφωση των παιδιών.
Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε δυστυχώς είναι για χρόνια η τακτική πολλών δασκάλων και καθηγητών να αντιδρούν σε μια πιθανή μετάθεσή τους στην επαρχία και να επιστρατεύουν κάθε μέσο για να πάρουν αποσπάσεις και να μην υπηρετήσουν σε απομακρυσμένα σχολεία.
Οι ανάγκες της κοινωνίας μεταβάλλονται ραγδαία και το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να προσαρμόζεται. Χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα προετοιμάζει τους σημερινούς μαθητές για την παγκόσμια αρένα εργασίας και ιδεών. Με την απελευθέρωση του συστήματος θα καταργηθεί η παλαιού τύπου γραφειοκρατία που δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στους δασκάλους και τους μαθητές με τους γονείς τους. Αυτή είναι η πιο πολύτιμη σχέση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και αυτή θα πρέπει να είναι η προτεραιότητά μας.