Αν θέλουμε πραγματικά να κάνουμε το άλμα πάνω απ’ το γκρεμό, δεν γίνεται ούτε... βηματίζοντας στον αέρα, ούτε κοιτάζοντας συνέχεια προς τα πίσω και προς τα κάτω. Και κανείς Μωυσής δεν αναμένεται να μας ανοίξει τη θάλασσα για να περάσουμε απέναντι. Είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον πόλεμο και μπροστά στο χάσμα…
Αυτός που δεν κόβει απόδειξη… Αυτός που δεν την απαιτεί… Αυτός που θα μπορούσε να πιεστεί και να πειστεί να πληρώσει και δεν πληρώνει… Αυτός που υποχρεώνεται και εκβιάζεται να πληρώνει από το υστέρημά του… Αυτός που δεν αντέχει και αυτοκτονεί… Αυτός που μένει αβοήθητος και απελπισμένος… Αυτός που συνεχίζει να προσθέτει φόρους και ταυτόχρονα να προσλαμβάνει και να διορίζει… Αυτός που αποδέχεται τη δική του διάσωση στη θέση του χαμού του άλλου… Αυτός που θέλει να κερδίσει από την καταστροφή του άλλου…
Όλοι πρωταγωνιστές στην ίδια ταινία καταστροφής, όλοι πρωταγωνιστές σε μια πορεία αδράνειας, δείχνοντας αδύναμοι να αντιδράσουν ή που τελικά δεν φοβούνται για την επόμενη ημέρα. Είτε γιατί έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι αυτή δεν μπορεί πλέον να αποτραπεί είτε γιατί ερμηνεύοντας το «τώρα» και την προοπτική του, καταλήγουν ότι αυτό το «μετά» δεν θα είναι για αυτούς και τόσο χειρότερο – αν όχι καλύτερο.
Μια ιδιότυπη λαγνεία της καταστροφής, μια αίσθηση ότι μια χώρα ολόκληρη σκέφτεται κι ενεργεί, πορεύεται underground, με αποφασιστικότητα και εμμονή προς την ολοκλήρωση μιας ακόμη καταστροφής στη σύγχρονη ιστορία της. Και όπως ένας συνειδητοποιημένος βομβιστής αυτοκτονίας δεν φοβάται το τέλος αλλά αντίθετα βλέπει σε αυτό έναν ιερό σκοπό, έτσι και η κοινωνία μας δεν φοβάται την αυτο-έκρηξή της αλλά επιπλέον την φαντάζεται σαν ένα μέσο λύτρωσης και σωτηρίας.
Αν όμως αυτός ο μηδενισμός έχει βάση, τότε η κατάσταση μοιάζει σα να’ χει ζωστεί η χώρα εκρηκτικά και να περιφέρει την απειλή της έκρηξής της σα τη μόνη διέξοδο στο αδιέξοδό της. Σαν η συλλογική συνείδηση να έχει αποδεχθεί την επικείμενη καταστροφή και στο εξής να λειτουργεί με το «σώζων εαυτώ σωθήτω», με το «ό,τι αρπάξουμε» μέχρι τότε – ή και μετά – και «όπως».
Αλλά μόνο η έμπρακτη αυτοκριτική, η συλλογική προσπάθεια με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη μπορούν να δώσουν ελπίδα και να κάνουν τη δοκιμασία πιο ανθρώπινη. Να αποκαταστήσουν μέσα μας τη χαμένη αξιοπρέπεια και να επαναφέρουν την αξιοπιστία στη σχέση μας με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί για μας τους Έλληνες, το θέμα εκτός από οικονομικό και πολιτικό, είναι και κάτι περισσότερο και πιο πρακτικό: είναι και θέμα ψυχολογίας, διάθεσης και νοοτροπίας.
gnathion.blogspot.com
Αυτός που δεν κόβει απόδειξη… Αυτός που δεν την απαιτεί… Αυτός που θα μπορούσε να πιεστεί και να πειστεί να πληρώσει και δεν πληρώνει… Αυτός που υποχρεώνεται και εκβιάζεται να πληρώνει από το υστέρημά του… Αυτός που δεν αντέχει και αυτοκτονεί… Αυτός που μένει αβοήθητος και απελπισμένος… Αυτός που συνεχίζει να προσθέτει φόρους και ταυτόχρονα να προσλαμβάνει και να διορίζει… Αυτός που αποδέχεται τη δική του διάσωση στη θέση του χαμού του άλλου… Αυτός που θέλει να κερδίσει από την καταστροφή του άλλου…
Όλοι πρωταγωνιστές στην ίδια ταινία καταστροφής, όλοι πρωταγωνιστές σε μια πορεία αδράνειας, δείχνοντας αδύναμοι να αντιδράσουν ή που τελικά δεν φοβούνται για την επόμενη ημέρα. Είτε γιατί έχουν συνηθίσει στην ιδέα ότι αυτή δεν μπορεί πλέον να αποτραπεί είτε γιατί ερμηνεύοντας το «τώρα» και την προοπτική του, καταλήγουν ότι αυτό το «μετά» δεν θα είναι για αυτούς και τόσο χειρότερο – αν όχι καλύτερο.
Μια ιδιότυπη λαγνεία της καταστροφής, μια αίσθηση ότι μια χώρα ολόκληρη σκέφτεται κι ενεργεί, πορεύεται underground, με αποφασιστικότητα και εμμονή προς την ολοκλήρωση μιας ακόμη καταστροφής στη σύγχρονη ιστορία της. Και όπως ένας συνειδητοποιημένος βομβιστής αυτοκτονίας δεν φοβάται το τέλος αλλά αντίθετα βλέπει σε αυτό έναν ιερό σκοπό, έτσι και η κοινωνία μας δεν φοβάται την αυτο-έκρηξή της αλλά επιπλέον την φαντάζεται σαν ένα μέσο λύτρωσης και σωτηρίας.
Αν όμως αυτός ο μηδενισμός έχει βάση, τότε η κατάσταση μοιάζει σα να’ χει ζωστεί η χώρα εκρηκτικά και να περιφέρει την απειλή της έκρηξής της σα τη μόνη διέξοδο στο αδιέξοδό της. Σαν η συλλογική συνείδηση να έχει αποδεχθεί την επικείμενη καταστροφή και στο εξής να λειτουργεί με το «σώζων εαυτώ σωθήτω», με το «ό,τι αρπάξουμε» μέχρι τότε – ή και μετά – και «όπως».
Αλλά μόνο η έμπρακτη αυτοκριτική, η συλλογική προσπάθεια με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη μπορούν να δώσουν ελπίδα και να κάνουν τη δοκιμασία πιο ανθρώπινη. Να αποκαταστήσουν μέσα μας τη χαμένη αξιοπρέπεια και να επαναφέρουν την αξιοπιστία στη σχέση μας με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί για μας τους Έλληνες, το θέμα εκτός από οικονομικό και πολιτικό, είναι και κάτι περισσότερο και πιο πρακτικό: είναι και θέμα ψυχολογίας, διάθεσης και νοοτροπίας.