Οι προκλήσεις της Ευρωζώνης μπορούν όμως να αντιμετωπιστούν. Οι πολιτικές που χρειάζονται για να δοθεί τέλος στην κρίση είναι σκληρές αλλά εφικτές. Η Ευρώπη είναι στο χείλος της καταστροφής επειδή δεν μπορεί να βρει την πολιτική βούληση για να κάνει αυτά που πρέπει.
Η Αγγέλα Μέρκελ λέει ότι αν αποτύχει το ευρώ, αποτυγχάνει και η Ευρώπη. Στην πραγματικότητα το πράγμα δουλεύει ανάποδα: αν αποτύχει η Ευρώπη θα αποτύχει και το ευρώ, ενώ, συν τοις άλλοις, θα καταρρεύσουν και πολλά άλλα στοιχεία του οικοδομήματος της ευρωπαϊκής ενότητας, συμπεριλαμβανομένης και της ενιαίας αγοράς.
Αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο οι επιπτώσεις μιας ευρωπαϊκής αποτυχίας θα είναι μεγάλες. Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης ποτέ δεν υπήρξε πιο ισχυρή ανάγκη για ενίσχυση της παγκόσμιας συνεργασίας και του ελεύθερου εμπορίου από τα οποία εξαρτώνται η ευημερία και οικονομική πρόοδος όλου του κόσμου. Η ενίσχυση της αναταραχής στην Ευρώπη μπορεί να ανατρέψει όλες τις διεθνείς προσπάθειες.
Οι κίνδυνοι που ήταν εγγενείς στην αρχιτεκτονική του ευρώ ενισχύθηκαν εξαιτίας της πολύ κακής διαχείρισης τους από τα κράτη μέλη. Οι δανειολήπτες ζούσαν πέρα από τα μέτρα τους, οι πιστωτές δεν έδιναν προσοχή και οι εποπτικές αρχές επέδειξαν οκνηρία. Η προσφορά χρήματος έχει γίνει κοινή, ενώ η δημοσιονομική πολιτική και τα τραπεζικά συστήματα παραμένουν εθνικά, έτσι τα προβλήματα χρηματοδότησης των κρατών και των τραπεζών επιδεινώνουν το ένα το άλλο δίχως το φρένο του δανειστή εσχάτου καταφυγίου. Το κλείδωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών θα μπορούσε να είχε βοηθήσει τα λιγότερο ανταγωνιστικά κράτη να καλύψουν τη διαφορά που τα χώριζε με τους ηγέτες της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας. Αντί γι’ αυτό όμως προκάλεσε τρομερές αποκλίσεις.
Η αποκατάσταση της νομισματικής ένωσης θα απαιτήσει πολλή σκληρή δουλειά που θα κρατήσει χρόνια, αλλά η εναλλακτική λύση είναι χειρότερη. Το οικονομικό κόστος της διάρρηξης της Ευρωζώνης θα είναι τρομακτικό και για τα κράτη δανειολήπτες και για τα κράτη πιστωτές. Εξίσου μεγάλες θα είναι και οι πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης. Το ευρώ προβλήθηκε σαν το τελευταίο βήμα απαλλαγής της Ευρώπης από τους δαίμονες του εθνικισμού και του πολέμου. Τα ρήγματα στο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ενότητας είναι ήδη ορατά – προσέξτε τις πιέσεις στο θέμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην Ευρώπη στο πλαίσιο της συμφωνίας Σένγκεν. Τυχόν κατάρρευση του ευρώ θα τα συμπαρασύρει όλα μαζί της.
Όπως είπε ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον σε συνέντευξή του στους χθεσινούς Financial Times, απαιτούνται τρία βήματα για τον τερματισμό της κρίσης εδώ και τώρα. Πρώτον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να διαχειριστούν με αποφασιστικότητα το ελληνικό πρόβλημα. Η βοήθεια προς την Ελλάδα πρέπει να συνεχιστεί υπό αυστηρούς όρους. Αλλά παράλληλα πρέπει να γίνουν μεγάλες διαγραφές του ελληνικού χρέους μέσα από μια συμφωνία ανταλλαγής τίτλων με τους ιδιώτες πιστωτές οι οποίοι σε αντάλλαγμα θα πάρουν ομόλογα τύπου Μπράντι με μεγαλύτερη διάρκεια λήξης και με εγγυήσεις της Ευρωζώνης. Χωρίς τη δραστική περικοπή του ελληνικού χρέους δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να εισέλθουν νέα κεφάλαια στην Ελλάδα.
Δεύτερο, πρέπει να σταματήσει η μόλυνση προς τα άλλα κράτη. Ο μεγαλύτερος άμεσος κίνδυνος είναι μια κρίση χρηματοδότησης όχι στις μικρές χώρες της περιφέρειας αλλά στην Ιταλία. Η Ευρωζώνη έχει τα μέσα να οικοδομήσει ένα τείχος προστασίας με τη μορφή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – υπό την προϋπόθεση ότι θα αποκτήσει τις νέες αρμοδιότητες που του υποσχέθηκαν τον Ιούλιο και θα μοχλεύσει τα κονδύλια του ώστε να ανέλθουν σε κάποια τρις ευρώ. Αν δεν γίνει αυτό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να συνεχίσει να αγοράζει ιταλικά ομόλογα.
Τρίτον, οι κυβερνήσεις εντός και εκτός Ευρωζώνης θα πρέπει να εργαστούν ώστε να αποτρέψουν μια τραπεζική κατάρρευση. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο αν τεθεί υπό έλεγχο η κρίση χρέους των κρατών. Δεν πρέπει η διάσωση των τραπεζών να απορροφήσει κονδύλια που χρειάζονται για την προστασία της ρευστότητας των κρατών. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Ευρώπη για τις τράπεζες της είναι να τις περάσει από έναν νέο γύρο αξιόπιστων ‘τεστ αντοχής’ και να επιβάλει στις ασθενέστερες εξ αυτών να αντλήσουν νέα κεφάλαια. Αυτό αφορά και τη Γαλλία.
Οι πολιτικές που θα ενισχύσουν την ασφάλεια του συστήματος και για τα ευρωπαϊκά κράτη και τις ευρωπαϊκές τράπεζες δεν μπορούν να περιμένουν άλλο. Αλλά τελικά θα περιμένουν μέχρι την ώρα που οι ηγέτες θα αντιληφθούν ότι το πιο σοβαρό έλλειμμα που απειλεί το ευρώ είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης – ανάμεσα στα κράτη και ανάμεσα στους ψηφοφόρους και τα κράτη. Οι ευθύνες της Γερμανίας πρωτίστως είναι τεράστιες. Το Βερολίνο θα χάσει περισσότερα από την κατάρρευση του ευρώ από ότι αν χρηματοδοτήσει μια λύση, πρέπει όμως να το εξηγήσει αυτό καθαρά στο λαό του.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν καταφέρει να επικοινωνήσουν στον κόσμο τα κοινά συμφέροντα της διατήρησης του ευρώ, ούτε όσα χρειάζονται προκειμένου να διορθωθούν οι συσσωρευμένες ανισορροπίες. Η περίπτωση της Ιρλανδίας έδειξε ότι η ανταγωνιστικότητα μπορεί να αποκατασταθεί μέσα από εσωτερική υποτίμηση και μεταρρυθμίσεις. Ενδεχομένως όμως αυτό να χρειάζεται 10 χρόνια ή και παραπάνω και ούτε οι χώρες δανειολήπτες ούτε οι χώρες πιστωτές ζήτησαν την υπομονή των λαών τους για τόσο μακροπρόθεσμες λύσεις. Η προσαρμογή θα ήταν ευκολότερη αν οι πλεονασματικές χώρες ήθελαν να αυξήσουν τις δαπάνες τους. Επείγει να επιστρέψουμε στο πνεύμα του 2009 όταν οι 20 πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου έβγαλαν συλλογικά τον κόσμο από την ύφεση λαμβάνοντας μέτρα δημοσιονομικής στήριξης των οικονομιών τους. Και η Γερμανία είχε τότε συμφωνήσει και είχε στηρίξει αυτές τις προτάσεις. Πρέπει να το κάνει ξανά τώρα σε αντάλλαγμα για τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζουν άλλες χώρες.
Πάνω από όλα όμως οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας καλής πολιτικής διακυβέρνησης. Η νομισματική ένωση θα επιβιώσει μόνο αν όλα τα κράτη μέλη το θέλουν. Χωρίς την υποστήριξη των ψηφοφόρων η Ευρώπη θα καταρρεύσει.