Τον λυπήθηκα. Έπεσαν όλοι πάνω του, σαν όρνια. Είναι σαν να θες να ρίξεις μπουκέτο στον Φόρεστ Γκαμπ. Δεν γίνεται ρε.
Δε σου πάει η καρδιά. Όταν ο αρχαίος Έλληνας είπε για πρώτη φορά το «αποδιοπομπαίος τράγος» ως παρομοίωση, που θα επιβιώσει στα βάθη των αιώνων, αυτόν σκεφτόταν.
Κι εκείνο το ΠΑΣΟΚ, η ελληνική μαφία, έβγαλε τα μεγαλύτερα λαμόγια που κατασπάραξαν τη χώρα. Δεν ξέρω πως παραμένει ζωντανός ο Τσοχατζόπουλος. Και τόσοι άλλοι. Αν τους πετροβολούσαμε όλοι μαζί, και οι αναμάρτητοι δεν έπρεπε να ρίξουν, μπροστά σε ορισμένους, θα έριχνα κοτρώνα στο Δόξα Πατρί. Χωρίς δεύτερη σκέψη.
Έταξε διαύγεια ο καψερός. Και δεν ακούμπησε. Δεν τιμώρησε. Και άφησε τους καρχαρίες που έχουν πάρει εργολαβία το πλύσιμο των εγκεφάλων των ανεγκέφαλων που ψηφίζουν Παπαγεωργόπουλους και συνεχίζουν να σκύβουν το κεφάλι ευλαβικά μπροστά σε πράσινους και μπλε κώλους, εκείνους τους γελοίους που βρωμίζουν τη δημοσιογραφία να του διαλύουν τη μόστρα.
Θυμήσου. Όσοι φιλάνε επαγγελματικά κατουρημένες ποδιές, ήδη άλλαξαν αφεντικό. Όταν ο αρχηγός της αγέλης ψοφάει, οι ρουφιάνοι ήδη πλαγιάζουν με τον διάδοχο. Ή τον σφετεριστή. Και ας είναι ακόμα ζωντανός.
Εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο, το άκακο, δεν περνάει από το μυαλό σας; Ο τύπος, απλώς ήθελε να τον θυμούνται σαν «Πρωθυπουργό» που έριχνε θεϊκές ζεμπεκιές στα μούτρα Τούρκων. Και να χαμογελάει. Δε νομίζω να είχε ποτέ του κακές προθέσεις. Κρίμα να του φορτώνονται οι βρωμοδουλειές δεκαετιών και οι ένοχοι να ροχαλίζουν ανενόχλητοι στις βίλες τους και στα σεντόνια που τους αγόρασα με τα ένσημα του παππού μου και τα κερασμένα υποβρύχια.
Θα κάνω ένα τάμα στον Αη-Γιώργη, να ανοίξουν τα μάτια τους όλοι και να θυμούνται ποιοι τους έριξαν στον υπόνομο.
Ξέρεις ποιοι το έκαναν βλάκα.
Δεν χρειάζεται να σου πουν ποιοι είναι, μάθε να κρίνεις επιτέλους.