Η παραγωγική ικανότητα των μονάδων πυρηνικής ενέργειας, παγκοσμίως, ενδέχεται, το 2035, να συρρικνωθεί κατά 15%, αν δεν κατασκευαστεί καινούργιος αντιδραστήρας στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, αν οι εκτός ΟΟΣΑ χώρες έχουν, τη χρονιά εκείνη το ήμισυ της παραγωγικής ικανότητας σε πυρηνική ενέργεια από αυτήν που αναμένει ο Οργανισμός και αν η «ζωή» των αντιδραστήρων μειωθεί κατά πέντε χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση, το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού θα συρρικνωθεί, σε είκοσι πέντε χρόνια, στο 7%, από 13%, το 2010.
Στο ειδικό σενάριο που παρουσιάζει ο IEA στη φετινή, ετήσια έκθεσή του «Παγκόσμιες Ενεργειακές Προοπτικές», σημειώνεται ότι ένα ενδεχόμενο μείωσης της παραγωγικής ικανότητας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας θα οδηγήσει σε «αύξηση του λογαριασμού» για εισαγόμενη ενέργεια και σε ανησυχητικές προοπτικές όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια. Επιπλέον, ο αγώνας κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα γίνει «πιο δύσκολος και πιο ακριβός».
Οι επιπτώσεις θα είναι ιδιαίτερα «σοβαρές» στις χώρες που εξαρτώνται αποκλειστικά από την πυρηνική ενέργεια, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, καθώς και στις αναδυόμενες χώρες που θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσχέρειες στην αντιμετώπιση της ολοένα αυξανόμενης ζήτησης για ηλεκτρικό ρεύμα από τους κατοίκους τους.
Σε αυτή την περίπτωση, και για να παραμείνουν οι χώρες σε τροχιά επίτευξης του στόχου της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 2 βαθμούς Κελσίου, θα πρέπει να επενδυθούν επιπλέον 1,5 τρισ. δολάρια στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σύμφωνα με τον ΙΕΑ.
Στο βασικό σενάριο της έκθεσης διατυπώνεται η εκτίμηση ότι, το διάστημα 2010-2035, η πρωτογενής ζήτηση ενέργειας θα αυξηθεί κατά ένα τρίτο και ότι το 90% αυτής της αύξησης θα προέρχεται από τις εκτός ΟΟΣΑ χώρες.
Το 2035, η Κίνα θα έχει σταθεροποιήσει τη θέση της ως η μεγαλύτερη καταναλώτρια χώρα ενέργειας στον πλανήτη: θα καταναλώνει 70% περισσότερη ενέργεια από τις ΗΠΑ. Για την κάλυψη αυτής της ζήτησης, ο κόσμος θα πρέπει να δαπανά κάθε χρόνο 1,5 τρισ. δολάρια και συνολικά το ιλιγγιώδες ποσό των 38 τρισ. δολαρίων μέσα σε μια εικοσιπενταετία.
Στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, προβλέπεται ότι θα εξακολουθούν να κυριαρχούν τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιθάνθρακες). Το μερίδιό τους εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί, το 2035, στο 75%, από 81% το 2009, λόγω της αύξησης της τιμής και των κρατικών προσπαθειών να προωθηθούν άλλες πηγές ενέργειας.
Η χρήση λιθανθράκων αναμένεται να σημειώσει αύξηση 65%, μέχρι το 2035. Το φυσικό αέριο είναι το μοναδικό ορυκτό καύσιμο, η ζήτηση για το οποίο αναμένεται να αυξηθεί και στα τρία σενάρια που εξετάζει η έκθεση του IEA. Όπως σημειώνει το Μπλούμπεργκ, ο Οργανισμός αναμένει αύξηση, το 2035, της ζήτησης για αυτόν τον ενεργειακό πόρο κατά 5,1 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο, από περίπου 3,1 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, το 2009.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -εξαιρουμένων των υδροηλεκτρικών- εκτιμάται ότι θα αντιστοιχούν, το 2035, στο 18% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, έναντι 13% το 2009. Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών θα υποστηριχθεί από επιδοτήσεις οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν στα 250 δισ. δολάρια, το 2035, από 64 δισ. δολάρια, το 2010. Για λόγους σύγκρισης, αξίζει να αναφερθεί ότι οι επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα ανήλθαν, πέρυσι, σε 409 δισ. δολάρια.
«Η ανάπτυξη, η ευμάρεια και η αύξηση του πληθυσμού θα οδηγήσουν σε αναπόφευκτη αύξηση των ενεργειακών αναγκών τις επόμενες δεκαετίες, αλλά δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε σε μη ασφαλείς και μη βιώσιμες από περιβαλλοντική σκοπιά χρήσεις ενέργειας», τόνισε, χαρακτηριστικά, η διευθύντρια του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, Μαρία φαν ντερ Ούφεν.