«Κύριε Πρόεδρε, επειδή ήμουν από αυτούς που πίστευαν ότι έπρεπε εδώ που έφτασαν τα πράγματα, όταν η χώρα μπήκε σε μια φοβερή απομόνωση, όταν δέχθηκε το ισχυρό ράπισμα των εταίρων μας στις Κάννες ότι έπρεπε να προχωρήσουμε σε μια Κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσουμε τη χώρα ως αξιόπιστο συνομιλητή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και όχι παρία του διεθνούς συστήματος, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα.
Προσωπικά δεν δίνω ψήφο εμπιστοσύνης στο οικονομικό επιτελείο που κάθε φορά έβρισκε ότι το βαρέλι δεν είχε πάτο και πραγματικά έχει ξεπατώσει την κάθε ελληνική οικογένεια σε φόρους. Φόρους, οι οποίοι δεν έχουν καταφέρει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Δεν δίνω ψήφο εμπιστοσύνης σε μια μεταναστευτική πολιτική, που ακόμα δεν μπορεί να περιορίσει τη λαθρομετανάστευση, που δεν προέρχεται από την ταραγμένη θάλασσα του Αιγαίου, αλλά διαπερνά τα σύνορά μας στον Έβρο.
Δεν μπορώ να δώσω ψήφο εμπιστοσύνης σε μια εκπαιδευτική πολιτική, η οποία είχε φτάσει Νοέμβρη μήνα, να μην έχει βιβλία στα σχολεία.
Και δεν μπορώ να δώσω σε καμία περίπτωση ψήφο εμπιστοσύνης, σε μια εργασιακή πολιτική, που έχει οδηγήσει την ανεργία στο 18,5% και έναν στους τέσσερις νέους με προσόντα χωρίς δουλειά.
Όμως, οφείλω και δίνω και χώρο και χρόνο, αλλά πάνω από όλα δίνω την ευκαιρία στη χώρα μου, να μη βγει έξω από το κάδρο των εξελίξεων, γιατί η κρίση χρέους που έχει γιγαντωθεί στην Ευρώπη, κάποια στιγμή θα αντιμετωπιστεί. Και όλη αυτή η συζήτηση που κάνουμε για τη Γερμανία, για τη Γαλλία, για τα αντικρουόμενα συμφέροντα, κάποια στιγμή θα γίνει συνείδηση στις χαμηλότερες των περιστάσεων ευρωπαϊκές ηγεσίες, ότι κάποια στιγμή πρέπει να πάρουμε κάποια απόφαση. Και θα την πάρουμε.
Και πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε την ευκαιρία στην χώρα να συμμετέχει σε αυτές τις αποφάσεις και να γευτεί τα αποτελέσματα αυτών των αποφάσεων και να μην μείνει μόνη της στο περιθώριο.
Και δεν θεωρώ ότι η ψήφος εμπιστοσύνης σε αυτή την Κυβέρνηση είναι επιλογή. Είναι υποχρέωση. Είναι υποχρέωση, αν δεν θέλουμε πραγματικά να οδηγηθούμε μόνοι μας έξω από τη συνολική λύση του προβλήματος χρέους, του προβλήματος λειτουργίας του ευρώ.
Θεωρώ πως όσοι διαφωνούμε με την κυβερνητική πολιτική κάνουμε μια υπέρβαση, η οποία συνοδεύεται από μία ευθύνη και δίνουμε και έναν ορατό ορίζοντα στον ελληνικό λαό για την έκφρασή του μέσα από εκλογές στο τέλος αυτής της περιόδου.
Σε καμία, μα σε καμία περίπτωση, δεν θεωρώ ότι αυτή η Κυβέρνηση στερείται δημοκρατικής νομιμοποίησης, διότι δημοκρατική νομιμοποίηση ανάμεσα στις εκλογές έχει και εκφράζει το ελληνικό Κοινοβούλιο και δεν δέχομαι τα επιχειρήματα που προέρχονται από την Αριστερά ή από άλλους, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτή η Κυβέρνηση είναι μια σύμπραξη σε μια χούντα, διότι πιστεύω ότι κανένας από τους τριακοσίους δεν βρίσκεται εδώ πέρα ως δοτός, αλλά βρίσκεται ως εκφραστής ενός κόσμου που τον τίμησε, τον εμπιστεύτηκε για να εκφράσει τη γνώμη του ανάμεσα σε δύο εκλογές, γιατί αυτή είναι η ουσία της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας.
Έτσι, κύριε Πρόεδρε, μη θέλοντας να τραβήξω το χρόνο –και ευχαριστώντας σας άλλη μια φορά για την ανοχή- θέλω να ευχηθώ στο νέο Πρωθυπουργό, ο οποίος είναι ο πέμπτος κατά σειρά τραπεζίτης που αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας –μετά τον Κορυζή, τον Μάξιμο, τον Διομήδη και τον Ζολώτα- να αντιμετωπίσει με ευθύνη αυτή την εμπιστοσύνη που σήμερα του δείχνουμε και να φέρει τα αποτελέσματα τα οποία προσδοκούμε.
Εγώ προσωπικά θα περίμενα να είχε φέρει και μια πιο μικρή και φρέσκια Κυβέρνηση και να μην φτάσουμε στο μεγάλο σχήμα των σαράντα οκτώ Υπουργών, αλλά το παραβλέπω μπροστά σ’ αυτό το οποίο πρέπει να πετύχουμε: να παραμείνουμε με σοβαρότητα μέσα στο κάδρο της διεθνούς διαπραγμάτευσης, να βρεθούμε μέσα στη ζώνη του ευρώ, τη στιγμή που αυτή θα αποφασίσει επιτέλους να αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματα του νομίσματός της και γι’ αυτό και προκαλώ και προσκαλώ και τους υπόλοιπους συναδέλφους να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην καινούρια Κυβέρνηση.»