Το μνημόνιο δεν έλαβε υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής οικονομίας –μεταξύ άλλων αλλά κυρίως- ,υπερεκτίμησε την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης καθώς και τις δυνατότητες πάταξης της φοροδιαφυγής.
Βέβαια, αυτό το οποίο δεν θέλησε να δει η Τρόικα είναι το βασικό πρόβλημα.
Δηλαδή, ότι η σύλληψη και η εφαρμογή της υφεσιακής πολιτικής μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων δεν περιείχε ένα μίνιμουμ αναπτυξιακών αντισταθμισμάτων ώστε να αποτραπεί ένα ιδιαίτερα μεγάλο βάθος της ύφεσης. Επίσης , δεν υπολόγισε το ιδιαίτερα αρνητικό οικονομικό περιβάλλον και δεν αντέδρασε έγκαιρα στις επερχόμενες αστοχίες. Αφησε να κυλήσουν 4-5 μήνες –Απρίλιο με Αύγουστο-χωρίς να γίνει απολύτως τίποτα σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων και επανήλθε με άγριες διαθέσεις όταν ο υπουργός Οικονομικών ,αρχές Σεπτεμβρίου, προσπάθησε σε λάθος χρονική στιγμή να θέσει στο τραπέζι των συζητήσεων κάποια θέματα σχετικά με το βάθος της ύφεσης και το ύψος των ελλειμμάτων. Η Τρόικα δεν είχε μόνο το ρόλο του ελεγκτή αλλά και αυτό της τεχνικής υποστήριξης τον οποίον δεν εκπλήρωσε .
Η επονομαζόμενη πλέον ως πολιτική Merkozy δέχεται έντονη κριτική από το διεθνή τύπο σε οικονομικό επίπεδο. Δεν είναι μόνο η απόρριψη του ευρωομολόγου η ή άρνηση για πιο άμεση και ενεργότερη συμμετοχή της ΕΚΤ στα τεκταινόμενα, ώστε να ηρεμήσουν οι αγορές και να μην πιέζεται τόσο έντονα το κόστος δανεισμού κυρίως της Ιταλίας αλλά και της Ισπανίας.
Ο M. Wolf στη Le Monde επαναφέρει στην επιφάνεια ,από διαφορετική οπτική γωνία, το δομικό πρόβλημα της ευρωζώνης , δηλαδή αυτό των έντονων εμπορικών πλεονασμάτων κάποιων χωρών έναντι των ελλειμμάτων κάποιων άλλων χωρών.
Τονίζει ότι «η ιδέα σχετικά με την δημοσιονομική απειθαρχία είναι λανθασμένη.
Από εκεί προέρχεται η γαλλο-γερμανική αδυναμία να προσφέρει καλές λύσεις.
Τελικά, η εξωτερική προσαρμογή έχει μεγαλύτερη σημασία από τη λιτότητα.»
Που όμως στηρίζεται αυτό το συμπέρασμα;
Η παρατήρηση των μέσων όρων των δημοσιονομικών ελλειμμάτων 12 χωρών της ευρωζώνης από το 1999 μέχρι το 2007 , δείχνει ότι όλες οι χώρες εκτός από την Ελλάδα βρίσκονται κάτω από το περίφημο όριο του 3%. Τα τέσσερα χειρότερα αποτελέσματα μετά την Ελλάδα τα έφεραν η Ιταλία , η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία. Αντίθετα, η Ιρλανδία, η Εσθονία, η Ισπανία και το Βέλγιο είχαν καλά αποτελέσματα. κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μόνο μετά την εμφάνιση της κρίσης χειροτέρευσε ιδιαίτερα η δημοσιονομική θέση της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, και της Ισπανίας.(και όχι αυτή της Ιταλίας)
Αρα, τα δημοσιονομικά λοιπόν ελλείμματα δεν μπορούσαν να προϊδεάσουν για μια επερχόμενη κρίση.
Το κριτήριο του δημόσιου χρέους δείχνει ως προβληματικές χώρες , την Ελλάδα, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Πορτογαλία. Η θέση της Εσθονίας ,της Ιρλανδίας και της Ισπανίας ήταν σαφώς καλύτερη από αυτή της Γερμανίας . Με αυτό το κριτήριο , η προ της κρίσης Γερμανία έδειχνε οικονομικά πιο ευάλωτη. Με την εμφάνιση της κρίσης η κατάσταση άλλαξε αμέσως . Η περίπτωση της Ιρλανδίας είναι άκρως χαρακτηριστική. Σε πέντε χρόνια η σχέση χρέος/ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 93 μονάδες.
Ο μέσος όρος των ελλειμμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών δείχνει τη πραγματικότητα. Σύμφωνα με αυτό το δείκτη οι πιο ευάλωτες χώρες είναι η Εσθονία , η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία. Δηλαδή οι χώρες οι οποίες βρίσκονται είτε υπό την εποπτεία του ΔΝΤ είτε δανείζονται με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Η κρίση λοιπόν είναι μία κρίση του ισοζυγίου πληρωμών. Το 2008, η ιδιωτική χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων ανακόπηκε απότομα. Εκτοτε, οι δημόσιες πηγές χρηματοδότησης αναγκάστηκαν να καλύψουν αυτό το κενό.
Από τη στιγμή που θεωρείται ότι το κεντρικό πρόβλημα είναι αυτό του ισοζυγίου πληρωμών, η λύση είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αν υποθέσουμε ότι καμία χώρα δεν θα εγκαταλείψει την ευρωζώνη , τότε απαιτείται ανάπτυξη, υψηλότερος πληθωρισμός και σημαντική αύξηση των πιστώσεων και της ρευστότητας στις πλεονασματικές χώρες. Ολες αυτές οι προτάσεις θεωρούνται σχεδόν ακατανόητες από τη πολιτική Μέρκελ-Σαρκοζί. Γι’αυτό και οι αγορές δείχνουν ιδιαίτερα επιφυλακτικές.
Το μόνο ευχάριστο το οποίο προκύπτει από τα αποτελέσματα της Συνόδου κορυφής, είναι ότι η Γερμανία δεν πέτυχε πιο σκληρούς και αυτόματους κανόνες για τον έλεγχο της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η λύση σε μία παρόμοια κρίση στο πλαίσιο μίας μεγάλης σε μέγεθος οικονομίας όπως αυτή της ευρωζώνης , απαιτεί μεγάλες προσαρμογές απ’όλα τα μέρη τα οποία την αποτελούν.
Θα θέλαμε να προσθέσουμε ,επενδύσεις μεγάλης κλίμακας για τη καλύτερη σύγκλιση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Ας ελπίσουμε ότι η προαναγγελθείσα σύνοδος της 7/2/12 για την ανάπτυξη θα αντιμετωπίσει με πιο ουσιαστικό τρόπο το πρόβλημα της ανάπτυξης της περιφέρειας. Οι αποκλίσεις στην πραγματική οικονομία είναι το ουσιαστικό πρόβλημα.