ισορροπήσει, για μία ακόμη φορά, ανάμεσα στις πιέσεις της τρόικα, ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφερόντων και των εκπροσώπων των ιατρικών κλάδων...
Σύμφωνα με μια καλοπροαίρετη ματιά, το πνεύμα του νόμου σκοπεύει να καταργήσει πολλούς ισχύοντες νομικούς περιορισμούς ώστε να δοθεί νέα ώθηση στο ιατρικό επάγγελμα προς όφελος και ενίσχυση ενός υγιώς νοούμενου επαγγελματισμού και ανταγωνισμού, προς όφελος της ανάκαμψης της οικονομίας και της απασχόλησης, και πρωτίστως προς όφελος αλλά και διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Από αυτήν την άποψη, άρθρα όπως η κατάργηση της απαγόρευσης «για ένα πρόσωπο της ασκήσεως επαγγέλματος έξω από ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εντός του οποίου και μόνο είναι αυτή επιτρεπτή», όπως η κατάργηση της απαγόρευσης «για ένα πρόσωπο της δημιουργίας περισσότερων εγκαταστάσεων ή επαγγελματικής δραστηριοποιήσεως σε περισσότερες εγκαταστάσεις, σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα» ή η κατάργηση άρθρων όπως «Η επιβολή της ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση της ασκήσεώς του υπό ορισμένη ή ορισμένες εταιρικές μορφές ή ο αποκλεισμός της ασκήσεώς του υπό εταιρική μορφή, επιτρεπομένης μόνο της ατομικής ασκήσεως αυτού» είναι στη σωστή κατεύθυνση εφόσον έτσι θα δοθούν περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες στους γιατρούς, ατομικά ή ομαδικά, να αναπτύξουν την επιστημονική αλλά και επιχειρηματική τους δραστηριότητα, και περισσότερες ευκαιρίες πρόσβασης κι επιλογής στους ασθενείς και σε πιο εξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, ιδιαίτερα στην επαρχία. Οι σημερινές οικονομικές συνθήκες, οι κοινωνικές ανάγκες και η κοινή λογική, είναι οι άδολοι μάρτυρες υπεράσπισης σε τέτοιες κινήσεις και αλλαγές στα ισχύοντα.
Όμως το κύριο ζητούμενο σε αυτήν τη μεταρρύθμιση, δηλαδή η προσαρμογή του ιατρικού επαγγέλματος και των ιατρικών υπηρεσιών σε πιο ανταγωνιστικές συνθήκες οικονομίας και απασχόλησης, διατρέχει τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε αλλαγή μόνο ποσοτικού και όχι ταυτόχρονα ποιοτικού χαρακτήρα. Και έτσι να ακυρωθεί. Αυτός ο κίνδυνος περιγράφεται σε δύο άρθρα του νόμου. Το ένα σύμφωνα με το οποίο καταργείται «Η πρόβλεψη αποκλειστικής δυνατότητας ή απαγόρευσης διάθεσης είδους αγαθών από ορισμένη κατηγορία επαγγελματικών εγκαταστάσεων» και ενέχει τον κίνδυνο μιας ισοπεδωτικής εμπορευματοποίησης και υποβάθμισης του αγαθού της υγείας, και το άλλο σύμφωνα με το οποίο αίρεται «Η επιβολή περιορισμών σχετιζομένων με τη συμμετοχή στη σύνθεση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, συναπτομένων προς την ύπαρξη ή την έλλειψη ορισμένης επαγγελματικής ιδιότητας» και ενέχει τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί το προϊόν της υγείας αποκλειστικά στη μέγγενη του μικρότερου κόστους και του μεγαλύτερου κέρδους, που ασφαλώς και πρέπει να λαμβάνονται σημαντικά υπ’ όψιν στην άσκηση της σύγχρονης ιατρικής, αλλά όχι και να την καθορίζουν. Και οι πιθανότητες να μην την καθορίζουν είναι περισσότερες όταν η πλειοψηφία των επικεφαλής μιας μικρής ή μεγάλης μονάδας υγείας έχουν ορκιστεί στο νόμο του Ιπποκράτη και γνωρίζουν εκ πείρας τι σημαίνει «ωφελέειν ή μη βλάπτειν» για τον ασθενή και πως αυτό μπορεί να διασφαλίζεται – και πολλές φορές ανεξαρτήτως κέρδους.
Αλλά αυτά μοιάζουν μάλλον ψιλά γράμματα για τον νομοθέτη εκείνον, ο οποίος απλά συμμορφώνεται στην άκριτη διαχείριση, παραβλέποντας κάθε έννοια ουσίας και οράματος για το μέλλον. Για αυτόν οι όροι της διαχείρισης υποβάλλονται από την τρόικα και αυτός απλά εκτελεί. Στο κείμενο(1) του ΔΝΤ για την 5η Αναθεώρηση γράφει: «The law removes restrictions to closed professions related to quantity, geography, scale, incorporation, prices,number of licenses, and prior conditions for licenses» (οι υπογραμμίσεις δικές μου). Δεν θα έπρεπε, όμως, ειδικά στον τομέα της υγείας να υπήρχε και μία προσθήκη του τύπου: «provided quality of services health»; Διότι υπό τέτοιες πιθανές συνθήκες και όρους το μόνο σίγουρο για το οποίο δεν θα μπορεί να εγγυηθεί η πολιτεία στους ασθενείς θα είναι η ποιότητα των υπηρεσιών. Οι παροικούντες γνωρίζουν.
Μένει να αποδειχτεί αν η έννοια «ποιότητα» και οι δικλείδες διασφάλισής της υπάρχουν ή όχι στη λογική του συστήματος διαχείρισης της χρεωκοπημένης χώρα μας και συνεπώς αν οι νομοθέτες μπορούν ή όχι ν’ ασχολούνται με τέτοια ζητήματα. Ωστόσο ένας τέτοιος συμβιβασμός αποτελεί και μια αντίφαση των αναπτυξιακών προθέσεων. Πώς, για παράδειγμα, θα αναπτύξεις ιατρικό και οδοντιατρικό τουρισμό χωρίς να μπορείς να διασφαλίζεις την ποιότητα των εγχώριων ιατρικών υπηρεσιών;
Αλλά ούτε και στην απλή διαχείριση μπορούν να τα καταφέρουν. Στο ίδιο κείμενο(1) του ΔΝΤ τονίζεται: «…while the liberalization of regulated professions has been delayed, with further time allowed for required restrictions to be reinstated». Και σήμερα η Ναυτεμπορική επιβεβαιώνει αυτόν τον άχαρο κι ανεπιτυχή εκτελεστικό τους ρόλο «Νέα προθεσμία ως τα μέσα Ιανουαρίου έχουν τα υπουργεία, από το υπουργείο Οικονομικών, ώστε να εντοπίσουν τα ... επιμέρους προβλήματα που παρουσιάζει το άνοιγμα των περίπου 350 «κλειστών» επαγγελμάτων τα οποία τυπικά θα έπρεπε να είχαν απελευθερωθεί ως τα μέσα Ιουλίου».
Κι έτσι λοιπόν, από Ιούλιο σε Ιούλιο. Η νέα παράταση του υπουργείου υγείας για εφαρμογή του νόμου από τον Ιούλιο του 2012 – αν δεν υπάρξει δεύτερη ανάκληση – φιλοδοξεί να έχει και την τρόικα ικανοποιημένη ότι "καταργεί", χωρίς όμως να καταργεί στην πράξη, και τους συνδικαλιστές σχετικά εφησυχασμένους ότι "δεν καταργεί" άμεσα και άρα μπορούν να ελπίζουν ότι μέχρι τότε τα πράγματα ή και ο υπουργός – το πιθανότερο – να έχουν αλλάξει. Η ουσία, όμως, είναι ότι για τουλάχιστον άλλους έξι μήνες – τους τόσο κρίσιμους και για το χώρο της υγείας – καθηλώνεται και αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο όποιος θα ήθελε να μπει ή όντας ήδη μέσα ν΄αντισταθεί στις δυσκολίες της αγοράς με περισσότερες νόμιμες και για όλους ευκαιρίες στον ανταγωνισμό και την ύφεση.
Αντίθετα ο κ. Λοβέρδος φαίνεται ότι προτιμά να ακροβατεί και να δίνει χρόνο κι ευκαιρίες από τη μια στους συνδικαλιστές αλλά και στον ίδιον και την υποψηφιότητά του στο ΠΑΣΟΚ, και από την άλλη σε δυνατούς ιδιώτες παίκτες που από Σεπτέμβρη, όταν η σήψη των ατομικών ιατρείων και των μικρών επιχειρήσεων υγείας θα έχει σημαντικά προχωρήσει, αυτοί θα έχουν καλύτερα οργανωθεί και θα μπορούν με μεγαλύτερη ασφάλεια να επενδύσουν επί των παλιών ερειπίων. Διότι μέχρι τότε – πολύ ενωρίτερα κατά τη γνώμη μου – τα πάντα θα έχουν κριθεί για το αν, πως και πότε θα αξίζει κάποιος να επενδύσει στην υγεία. Μέχρι τότε, τα κυβερνητικά υβρίδια, θα δείχνουν ότι όλα θα τ' αλλάζουν και όλα τα ίδια θα μένουν. Αρκεί τα δανεικά να γυρνούν φορτωμένα τόκους και χαράτσια στους δανειστές. Πάντως η επιτυχία αυτής της καιροσκοπικής τακτικής φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα κριθεί – και ενδεχομένως ανακοπεί – μέσα στον καταλυτικό Γενάρη.