Σύμφωνα με τους ερωτηθέντες στην Ελλάδα, η μορφή του οικονομικού εγκλήματος έχει αλλάξει αρκετά συγκριτικά με το 2009. Το 75% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι κατά τους τελευταίους 12 μήνες αντιμετώπισαν περιστατικά υπεξαίρεσης στοιχείων ενεργητικού, ενώ το 2009 το συχνότερα εμφανιζόμενο περιστατικό ήταν η δωροδοκία και η διαφθορά. Σημαντική αναφορά γίνεται για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό έγκλημα (cybercrime), το οποίο δεν είχε εμφανίσει σημαντικό ποσοστό το 2009.
Μεγάλη διαφορά στις δύο μελέτες για την Ελλάδα εμφανίζεται ως προς την προέλευση των υπαιτίων του οικονομικού εγκλήματος και την αντιμετώπισή τους. Το 2011, σύμφωνα με το 63% των συμμετεχόντων, τα περιστατικά οικονομικού εγκλήματος προήλθαν μέσα από τους οργανισμούς, ενώ το 2009 υπεύθυνοι ήταν κυρίως οι εξωτερικοί συνεργάτες (50%). Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των υπαιτίων, σύμφωνα με τη μελέτη, οι οργανισμοί στην Ελλάδα λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα από το 2009. Στην πλειοψηφία τους οι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι κινήθηκαν δικαστικά και απέλυσαν τους υπαιτίους ή διέκοψαν τη συνεργασία μαζί τους.
Ο κ. Νίκος Πεγειώτης, Partner και επικεφαλής του τμήματος Deals & Forensic Services της PwC στην Ελλάδα, σχολιάζει: «Συγκριτικά με το 2009, έχει σημειωθεί αύξηση κατά 5% του οικονομικού κόστους που έχουν υποστεί οι οργανισμοί ως αποτέλεσμα του οικονομικού εγκλήματος. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η παρούσα οικονομική κατάσταση θα οδηγήσει σε περισσότερα περιστατικά και σε περισσότερες μορφές διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος. Θα οδηγήσει όμως και στην ανακάλυψη περιστατικών, μέσω της εντατικοποίησης στοχευμένων ελέγχων».
Επίσης, σε σχέση με το 2009, στην Ελλάδα σημειώνεται μία μικρή αύξηση στη συχνότητα διεξαγωγής διαδικασιών για την αξιολόγηση κινδύνων απάτης. Το 25% των συμμετεχόντων που δήλωσαν ότι έχουν πληγεί από οικονομικό έγκλημα, αναφέρουν ότι το ανακάλυψαν μέσω Εσωτερικού Ελέγχου, ενώ το ίδιο ποσοστό από εσωτερική πληροφόρηση.
http://www.asfalisinet.gr/